Announcement

Collapse
No announcement yet.

Θησέας

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Θησέας

    Θησέας

    Οι μύθοι για το Θησέα ήταν η απάντηση της "ιωνικής" Αθήνας στον άλλο σπουδαίο ήρωα του αρχαίου κόσμου, τον Ηρακλή, Ο Θησέας θεωρούνταν ιδρυτής της πόλης των Αθηνών, μια και ο ίδιος συνοίκισε τους δήμους της Αττικής σε ενιαία πόλη που ονομάστηκε Αθήνα προς τιμή της προστάτιδάς του θεάς Αθηνάς.
    Ήταν γιος του Αιγέα και της Αίθρας και γεννήθηκε στην Τροιζήνα απ' όπου καταγόταν η μητέρα του. Ο Αιγέας έφυγε από την Τροιζήνα πριν γεννηθεί ο Θησέας, αλλά άφησε παραγγελία, αν το παιδί που θα γεννιόταν ήταν αγόρι, μόλις μεγάλωνε να πήγαινε στην Αθήνα. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη.
    Σε ηλικία δεκάξι ετών ξεκίνησαν οι άθλοι του, που πιστοποιούσαν ότι ήταν ένας εξαιρετικός και διαλεχτός ήρωας. ΄Έμαθε από τη μητέρα του ότι έπρεπε να κυλήσει ένα βράχο όπου ήταν κρυμμένα τα σανδάλια και το μαχαίρι του πατέρα του που θα τον συντρόφευαν στην πορεία του προς την Αθήνα και θα βοηθούσαν στην αναγνώρισή του από τον Αιγέα. Η πορεία αυτή αφορούσε το δρόμο από την Τροιζήνα προς την Αθήνα μέσω της επικίνδυνης στεριάς, αφού εκεί παραμόνευαν διάφοροι διαβόητοι ληστές. ΄Όλα αυτά, όμως, ήταν στα πλαίσια των απαραίτητων δοκιμασιών του νεαρού Θησέα που επρόκειτο να παίξει τόσο σημαντικό ρόλο.

    Ο Δρόμος γία τήν Αθήνα
    Κοντά στην Επίδαυρο είχε το λημέρι του ο ληστής Περιφήτης, γιος του Ήφαιστου. Αυτός ήταν ονομαστός γιατί σκότωνε τα θύματά του μ' ένα ορειχάλκινο (μπρούντζινο) ή σιδερένιο ρόπαλο. Γι' αυτό λεγόταν και Κορυνήτης από τη λέξη "κορύνη", αρχαία ονομασία για το ρόπαλο. Ο Θησέας τιμώρησε τον Περιφήτη με το ίδιο του το όπλο. ΄Ύστερα από μονομαχία του πήρε το ρόπαλο και τον σκότωσε μ' αυτό.
    Ο δεύτερος άθλος του πραγματοποιήθηκε στην περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου. Εκεί ενέδρευε ο Σίνης ο πιτυοκάμπτης. Ο Σίνης εφάρμοζε μια ανατριχιαστική τακτική για να εξοντώνει τους διαβάτες. Λύγιζε δυο ψηλά δέντρα, "πίτυς", γι' αυτό ονομαζόταν πιτυοκάμπτης, είτε πεύκα, είτε κουκουναριές, και στο σημείο όπου οι κορυφές τους πλησίαζαν, έδενε το πάνω μέρος του σώματος του θύματός του στη μια κορυφή και το κάτω μέρος στην άλλη. Κατόπιν άφηνε ελεύθερα τα δέντρα, με φυσικό επακόλουθο το φριχτό διαμελισμό του διαβάτη. Άλλοι μύθοι διαφοροποιούν κάπως τον τρόπο θανάτωσης των θυμάτων του Σίνη. Αναφέρουν ότι ο Σίνης κατόρθωνε να λυγίζει ένα δέντρο ως το έδαφος, να δένει τα θύματά του σ' αυτό και κατόπιν να το αφήνει ελεύθερο, με αποτέλεσμα να εκσφενδονίζονται μακριά. Ο Θησέας, όπως και στην περίπτωση του Περιφήτη, πλήρωσε τον Σίνη με το ίδιο νόμισμα. Ο ληστής γνώρισε τον τρόμο των θυμάτων του.
    Στην ίδια περιοχή, στον Κρομμυώνα, ο Θησέας εξοντώνει τη Φαιά, που ήταν ένας θηλυκός αγριόχοιρος, και κατόπιν το διαβόητο Σκίρωνα, που αποτελούσε μάστιγα των διαβατών. Ο ληστής δρούσε στους βράχους που ονομάστηκαν Σκιρωνίδες πέτρες κοντά στα Μέγαρα. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να του πλένουν τα πόδια και καθώς εκείνοι έσκυβαν, τους πετούσε με μια κλοτσιά στη θάλασσα, όπου καραδοκούσε μια πελώρια χελώνα που τους κατασπάραζε. Ο Θησέας άρπαξε τον Σκίρωνα από τα πόδια και τον έστειλε να συναντήσει τα θύματά του.
    Οι δοκιμασίες όμως του Θησέα συνεχίστηκαν. Περνώντας από την Πελοπόννησο στη Στερεά μέσω του Ισθμού, αντιμετώπισε στην Ελευσίνα τον Κερκυόνα. Ο Κερκυόνας ήταν παντοδύναμος και προκαλούσε τους διαβάτες να παλέψουν μαζί του, με τη συμφωνία, αν τον νικούσαν, να συνέχιζαν το δρόμο τους. Φυσικά κανείς δεν τα κατάφερνε, ο ληστής τους συνέθλιβε όλους στα μπράτσα του, εκτός του Θησέα που σήκωσε με άνεση τον Κερκυόνα ψηλά και τον έστειλε να "σκάσει" στο έδαφος.
    Υστερα ήρθε η σειρά του Προκρούστη. Ο τρομερός ληστής και φονιάς ήταν γνωστός και με άλλα ονόματα, όπως όλοι οι εγκληματίες άλλωστε. Τον ονόμαζαν και Δαμάστη ή Πολυπήμονα. Ο Προκρούστης υποδυόταν το ξενοδόχο. Είχε στήσει δυο κρεβάτια στο δρόμο που οδηγούσε για την Αθήνα και όποιον ταλαιπωρημένο οδοιπόρο έβλεπε να περνά τον προσκαλούσε να ξεκουραστεί. Τα κρεβάτια αυτά όμως, είχαν μια ιδιομορφία. Το ένα ήταν μακρύ και το άλλο κοντό. Ο "φιλόξενος" Προκρούστης πρόσφερε στους κοντούς το μακρύ κρεβάτι και στους ψηλούς το κοντό. Όπως ήταν επόμενο οι άνθρωποι δε χωρούσαν σε κανένα κρεβάτι. Ο Προκρούστης τότε αποκαθιστούσε τις "ισορροπίες". Τραβούσε ή χτυπούσε με σφυρί τους κοντούς για να προσαρμοστούν στο μήκος του κρεβατιού και ακρωτηρίαζε τα επάνω ή κάτω άκρα του σώματος των ψηλών με τον ίδιο σκοπό. Όπως και οι προηγούμενοι ληστές, ο Προκρούστης γνώρισε το θάνατο από τον Θησέα, επάνω σ' ένα από τα κρεβάτια του.

    Μήδεια
    Μετά απ' όλα αυτά τα κατορθώματα η φήμη του Θησέα ταξίδευε πολύ γρήγορα. Φτάνοντας στην Αθήνα τον ήξεραν πολλοί. Ο Αιγέας είχε ξαναπαντρευτεί τη Μήδεια, τη κόρη του Αιήτη του βασιλιά της Κολχίδας, η οποία ακολούθησε τον Ιάσονα αφού πήρε το χρυσόμαλλο δέρας, και δε γνώριζε ότι ο ήρωας ήταν γιος του. Έτσι υπέκυψε στις παραινέσεις της Μήδειας, που ήθελε να εξασφαλίσει το μέλλον του γιου της Μήδου, τον οποίο είχε αποκτήσει από τον Αιγέα, να φοβάται το νεαρό και προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί.
    Του ανέθεσε να απαλλάξει την Αθήνα από τον ταύρο του Μαραθώνα, που ήταν πάρα πολύ άγριος, με την ελπίδα ότι ο ταύρος θα τον κατασπαράξει. Ο Θησέας όμως, θανάτωσε τον ταύρο και γύρισε θριαμβευτής στον Αιγέα. Ο βασιλιάς τον κάλεσε σε γεύμα για να γιορτάσουν, δήθεν, τα επινίκια, αλλά με απώτερο στόχο να τον δηλητηριάσει με δηλητήριο που παρασκεύασε η προικισμένη με μαγικές ικανότητες Μήδεια. Μόλις ο Θησέας αντιλήφθηκε το τι συμβαίνει, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το μεγάλο του όπλο: να δείξει στον πατέρα του τα σημάδια που αποδείκνυαν ότι ήταν γιος του. Έτσι έβγαλε, δήθεν τυχαία, το μαχαίρι που είχε αποσπάσει κάτω από το βράχο στην Τροιζηνία για να το χρησιμοποιήσει στο τραπέζι. Ο Αιγέας το αναγνώρισε, συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσε να δηλητηριάσει το γιο του και αφού πέταξε μακριά το δηλητήριο, αγκάλιασε τον Θησέα και τον κάλεσε να συμβασιλεύει μαζί του. Παράλληλα έδιωξε τη Μήδεια, η οποία πήρε το γιο της Μήδο και κατέφυγαν στη Φοινίκη.
    Μετά τη δραματική αναγνώριση ο Θησέας κλήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο από τους άθλους του, που τον έκανε γνωστό σ' όλο τον αρχαίο, αλλά και το σύγχρονο κόσμο. Έπρεπε να απαλλάξει την Αθήνα από το δυσβάσταχτο φόρο απέναντι στην Κρήτη και τον Μινώταυρο.

    Ο Μινωικός φόρος
    Στον καιρό του Αιγέα και πριν ακόμα γεννηθεί ο Θησέας, ο Ανδρόγεος, γιος του ονομαστού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, νίκησε στους ιερούς αγώνες της Αθήνας, τα Παναθήναια. Τότε ζηλόφθονοι ανταγωνιστές του τον σκότωσαν για να μην προλάβει να πρωτεύσει και σ' άλλα αγωνίσματα. Άλλη εκδοχή του μύθου αναφέρει ότι ο Ανδρόγεος σκοτώθηκε αντιμετωπίζοντας τον ταύρο του Μαραθώνα, τον οποίο εξόντωσε αργότερα ο Θησέας. Ο Μίνωας, σίγουρος για τη δολοφονία του γιου του, εκστράτευσε με το ναυτικό του, που θεωρούνταν πάρα πολύ ισχυρό, εναντίον των Αθηνών. Κατέλαβε τα Μέγαρα, δεν μπόρεσε, όμως, να κυριεύσει την Αθήνα. ΄Ήταν, όμως, γιος του Δία. Ο θεός για να τον ευχαριστήσει έστειλε επιδημίες και πείνα στην Αθήνα. Η πόλη για να γλιτώσει έπρεπε να στέλνει κάθε εννιά χρόνια επτά νέους και νέες ως βορά στον Μινώταυρο, το τέρας με τη μορφή ταύρου που ζούσε στο βάθος του πολύπλοκου Λαβύρινθου, κατασκευή του τεχνίτη Δαίδαλου, στον οποίο όποιος έμπαινε δεν έβρισκε την έξοδο.

    Ο Μινώταυρος
    Ο Μινώταυρος ήταν καρπός της ένωσης της γυναίκας του Μίνωα Πασιφάης μ' έναν ταύρο! Τον ταύρο αυτόν είχε στείλει από τη θάλασσα σαν σημάδι ο Ποσειδώνας στον Μίνωα, που ήθελε να αποδείξει την κυριαρχία του σ' όλη την Κρήτη. Ζήτησε, όμως, από τον Μίνωα να θυσιάσει τον ταύρο προς τιμή του. Ο Μίνωας όμως δεν το έπραξε και έτσι η οργή του Ποσειδώνα πήρε πρωτότυπη μορφή. Προκάλεσε τον έρωτα της Πασιφάης για τον ωραίο ταύρο και τη σφοδρή επιθυμία της για ένωση μαζί του. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου εύκολο. Ο πολυτεχνίτης, όμως, Δαίδαλος βρήκε τη λύση. Έφτιαξε μια ξύλινη αγελάδα, κούφια εσωτερικά για να χωράει η Πασιφάη, την οποία έντυσε εξωτερικά με δέρμα από αληθινή αγελάδα και με τροχούς την έσυρε ως το λιβάδι όπου έβοσκε ο ταύρος.
    Προϊόν αυτού του αφύσικου ζευγαρώματος ήταν ο Μινώταυρος, τέρας με κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπου. Το ταυρόμορφο τέρας ο Μίνωας έκλεισε στο βάθος του Λαβύρινθου και το έτρεφε με ανθρώπινο αίμα. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου η Αθήνα να πληρώσει για τρίτη φορά τον αιματηρό της φόρο στον Μίνωα, ο Θησέας ζήτησε από τον πατέρα του να περιληφθεί στην ομάδα των θυμάτων. Οι νέοι και οι νέες που θα πήγαιναν στην Κρήτη επιλέγονταν με κλήρο. Ο Θησέας ήταν εθελοντής.
    Ξεκίνησε, λοιπόν, μ' ένα καράβι με μαύρα πανιά και υποσχέθηκε ότι θα σήκωνε άσπρα πανιά κατά την επιστροφή, όταν θα είχε απαλλάξει την Αθήνα από το βαρύ της φόρο. Ακολουθεί μια έντονη λογομαχία μεταξύ του Μίνωα και του Θησέα όπου ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι κι αυτός είναι γιος θεού, του Ποσειδώνα. Για να το αποδείξει αποδέχεται την πρόκληση του Μίνωα και πέφτει να πιάσει το δαχτυλίδι που πέταξε στη θάλασσα. Εκεί τον υποδέχεται η Αμφιτρίτη που του χαρίζει έναν πορφυρό μανδύα και ένα στεφάνι από ρόδα οδηγώντας τον στο παλάτι του θεού. Ο Θησέας επιστρέφει από το βυθό με το δαχτυλίδι και αποδεικνύει τη θεϊκή του καταγωγή.

    Ο Λαβύρινθος και ο μίτοσ τής Αριάδνης
    Στην Κρήτη ο Θησέας βρίσκει σύμμαχο την κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, την Αριάδνη, η οποία ερωτεύεται το νεαρό και όμορφο βασιλόπουλο από την Αθήνα. Η Αριάδνη συναντάει τον Θησέα και του προσφέρει τη βοήθειά της με την προοπτική, όμως, φεύγοντας να την πάρει μαζί του και να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας, βέβαια, δεν έπρεπε μόνο να σκοτώσει τον Μινώταυρο, αλλά και να βγει από τον Λαβύρινθο. Ποιος άλλος μπορούσε να δώσει τη λύση σ' αυτόν το γρίφο εκτός από τον κατασκευαστή του;
    Η Αριάδνη κατέφυγε στον Δαίδαλο και αυτός της συνέστησε ένα έξυπνο κόλπο. Όποιος έμπαινε στον Λαβύρινθο έπρεπε να πάρει μαζί του ένα κουβάρι κλωστή. Δένοντας τη μια άκρη της κλωστής στην άκρη του Λαβύρινθου θα προχωρούσε προς το βάθος του ξετυλίγματος το νήμα. Έτσι η επιστροφή θα γινόταν εύκολη. Τυλίγοντας το νήμα και ακολουθώντας την πορεία του θα έβρισκε την έξοδο του Λαβύρινθου.
    Ο Θησέας μπαίνοντας στον πολύπλοκο Λαβύρινθο ακολούθησε τη συμβουλή του Δαίδαλου. Μάλιστα λέγεται ότι η ίδια η Αριάδνη καθόταν στην άκρη του Λαβύρινθου βαστώντας το σωτήριο νήμα. Έτσι έμεινε παροιμιώδης ο "μίτος της Αριάδνης".
    Ο Θησέας μέσα στον Λαβύρινθο συνάντησε το τέρας, πάλεψε μαζί του και με το σπαθί του του 'κοψε το λαιμό προσφέροντάς το ως θυσία στον Ποσειδώνα, κάτι που θα 'πρεπε να κάνει, όπως είπαμε, ο Μίνωας με τον ταύρο, πατέρα του τέρατος. Με το μύθο του Μινώταυρου συμπλέκεται και ο μύθος του κατασκευαστή του Λαβύρινθου Δαίδαλου.

    Η επιστροφή
    Μετά την εξόντωση του Μινώταυρου ο Θησέας, μαζί με την Αριάδνη πλέον, φεύγει από την Κρήτη με το ίδιο πλοίο που είχε φτάσει εκεί. Πρώτος σταθμός το νησί της Νάξου, όπου Θησέας και Αριάδνη συνευρέθηκαν. Καρπός του έρωτά τους ήταν δυο παιδιά, ο Δημοφώντας και ο Ακάμαντας, οι οποίοι έλαβαν μέρος και στον Τρωικό πόλεμο, ή σύμφωνα με άλλους ο Στάφυλος και ο Οινοπίωνας. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που συναντήθηκαν Θησέας και Αριάδνη. Ενώ το ζευγάρι κοιμόταν εμφανίστηκε στον Θησέα η θεά Αθηνά και του είπε να εγκαταλείψει την Αριάδνη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Θησέας είχε το νου του σε μια άλλη κοπέλα στην Αθήνα, την όμορφη Αίγλη. Τέλος μια άλλη εκδοχή μιλάει για τον έρωτα ενός θεού για την Αριάδνη, του Διόνυσου, που μη αντέχοντας να τη βλέπει στο πλευρό του Θησέα, την άρπαξε και αφού την καλόπιασε, προσφέροντάς της και ένα χρυσό στεφάνι, την έπεισε να μείνει μαζί του.
    Ο μεγαλύτερος άθλος του Θησέα, όμως, τελείωσε τραγικά. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Θησέας ξέχασε ν' αλλάξει τη μαύρη σημαία του καραβιού του. Στη θέα της ο Αιγέας, που περίμενε με αγωνία στα βράχια του Σουνίου, πιστεύοντας ότι ο γιος του έγινε τροφή του Μινώταυρου, έπεσε απελπισμένος στη θάλασσα. Από τότε η θάλασσα αυτή ονομάστηκε "Αιγαίο" πέλαγος.

    Η βασιλεία
    Μετά το τέλος του Αιγέα ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τα πενήντα ξαδέλφια του, παιδιά του αδερφού του Αιγέα, Πάλλαντα, που δεν τον θεωρούσαν νόμιμο διάδοχο του θρόνου.
    Η βασιλεία του Θησέα σημαδεύτηκε από τη συνένωση των δήμων της Αττικής και τη θεμελίωση των πρώτων θεσμών της Αθηναϊκής πολιτείας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ο Θησέας είχε εμπλακεί και στην εκστρατεία των επτά εναντίον των Θηβών. Η εμπλοκή αυτή, βέβαια, ήταν έμμεση και είχε σχέση με τη διαφυγή του Αργείου βασιλιά Άδραστου και την ταφή των υπόλοιπων Αργείων. Ο Θησέας μόλις έμαθε την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας, τέθηκε επικεφαλής των πιο διαλεχτών παλικαριών της Αθήνας και έφτασε έξω από τα τείχη της Θήβας. Εκεί απαίτησε τους νεκρούς, κάτι το οποίο αρνήθηκαν οι υπερασπιστές της Θήβας.
    Έτσι άρχισε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του Θησέα από τη μια μεριά και του Κρέοντα και τους "σπαρτούς" από την άλλη. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά ο Θησέας ανέβασε το φρόνημα των αντρών του, πείθοντάς τους ότι μάχονται για την ίδια την υπόσταση της Αθήνας. Η νίκη έστεψε τον Θησέα και οι Αθηναίοι πήραν τα πτώματα των Αργείων, τα οποία έθαψαν ή έκαψαν είτε στην περιοχή της Θήβας, είτε στην Αθήνα.
    Ο μύθος θέλει στην εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων, των θρυλικών πολεμόχαρων γυναικών, να συνεργάζονται οι δυο κορυφαίοι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, ο Ηρακλής και ο Θησέας. Βέβαια, ο Θησέας φαίνεται πως έπαιξε κάπως υποδεέστερο ρόλο σ' αυτή την ιστορία η οποία είχε πρωταγωνιστή τον Ηρακλή. Παρόλα αυτά ο Θησέας βγήκε κερδισμένος απ' αυτή την εκστρατεία.
    Ο Ηρακλής του έδωσε, κατ' άλλους την πήρε μόνος του, την περίφημη "ζώνη" της Αμαζόνας Ιππολύτης . Απ' αυτή την εκστρατεία κέρδισε για γυναίκα του και την αμαζόνα Αντιόπη, που σύμφωνα με κάποιες παραλλαγές του μύθου ήταν η ίδια η Ιππολύτη. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν τον Θησέα οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, η οποία, όμως, δεν πέτυχε. Σ' αυτή την αναμέτρηση σκοτώθηκε η Αντιόπη πολεμώντας στο πλευρό του άντρα της.
    Μετά το θάνατο της Αντιόπης ο Θησέας παντρεύτηκε μια άλλη κόρη του Μίνωα, τη Φαίδρα. Η Φαίδρα, όμως, ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ο Ιππόλυτος ήταν ένας όμορφος νέος και επιδέξιος κυνηγός, γι' αυτό και τον προστάτευε η Άρτεμη. Απέκρουσε τον παράφορο έρωτα της μητριάς του Φαίδρας, η οποία απελπισμένη αυτοκτόνησε αφήνοντας ένα γράμμα στο οποίο περιέγραφε τους λόγους της πράξης της. Ο Θησέας επιστρέφοντας από μακρινό ταξίδι βρήκε το γράμμα και κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως συνυπεύθυνο τον καταράστηκε. Ο Ιππόλυτος προσπάθησε να φύγει μακριά, αλλά στο δρόμο του συνάντησε έναν ταύρο που έστειλε ο Ποσειδώνας και ο οποίος αφήνιασε τα άλογα του άρματος του νέου. Έτσι ο Ιππόλυτος βρήκε τραγικό θάνατο.

    Η Συμμετοχή του θησέα στή σύγκρουση κενταύρων και λαπηθών
    Ο Θησέας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Πειρίθου, βασιλιά μιας μυθικής θεσσαλικής φυλής, των Λαπήθων. Ο θρύλος αναφέρει ότι η βαθιά αυτή φιλία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πειρίθου, που ήθελε πάση θυσία να γνωρίσει τον Θησέα. Έκλεψε, λοιπόν, ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα από τον Μαραθώνα και περίμενε τον ήρωα να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική. Ο Πειρίθους τον περίμενε ήσυχα και όταν ήρθαν αντιμέτωποι, άρχισαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον. Στο τέλος, έγιναν φίλοι μια και ο Πειρίθους αναγνώρισε το λάθος του και δήλωσε έτοιμος να δεχτεί οποιαδήποτε ποινή, πράγμα το οποίο εκτίμησε ο Θησέας. ΄Όπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους ήρωες εκείνη την εποχή, η φιλία τους σφραγίστηκε από όρκους για μελλοντική βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετώπιζαν είτε ο ένας είτε ο άλλος. Έτσι ο Θησέας έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των Λαπήθων και των Κενταύρων μισών ανθρώπων, μισών αλόγων που κατοικούσαν στο Πήλιο.
    Ο μύθος λέει ότι οι Κένταυροι, καλεσμένοι στους γάμους του Πειρίθου με την Ιπποδάμεια, επιχείρησαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπήθων. Η προσβολή ήταν μεγάλη και έπρεπε να ξεπλυθεί μόνο με αίμα. Πράγματι, ο Πειρίθους με τη βοήθεια του Θησέα εξόντωσε πολλούς Κένταυρους. Η φιλία των δυο ηρώων συνδέεται και με την προσπάθεια ν' αρπάξουν δυο από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, τις κόρες του Δία, Ελένη και Περσεφόνη. Την Ελένη, τη γνωστή "ωραία Ελένη", που έγινε αιτία για τον Τρωικό πόλεμο, άρπαξαν όταν ήταν μόλις δώδεκα χρονών και την έφεραν στην Αττική, στην περιοχή των Αφιδνών. Ο Θησέας είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της και σκόπευε να την παντρευτεί. Έπρεπε, όμως, να "νοικοκυρευτεί" και ο Πειρίθους. Αυτός είχε βάλει στο μάτι την Περσεφόνη, την κόρη της Δήμητρας που είχε αρπάξει ο Πλούτωνας και την είχε πάει στον Κάτω Κόσμο. Έτσι, λοιπόν, οργάνωσαν μια κάθοδο στον Άδη για να πάρουν την όμορφη κόρη.

    Ο Θάνατος του Θησέα
    Όμως οι περιπέτειές τους δεν είχαν τέλος. Οι αδελφοί της Ελένης, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι γνωστοί Διόσκουροι, βρήκαν την ευκαιρία και άρπαξαν την Ελένη από την Αττική, ενώ παράλληλα ο Θησέας με τον Πειρίθου πιάστηκαν αιχμάλωτοι στον Κάτω Κόσμο. Ο Θησέας κατάφερε να γλιτώσει με τη βοήθεια του Ηρακλή, ο οποίος στην κάθοδό του στον Άδη τον απελευθέρωσε.
    Στην Αθήνα, στο μεταξύ, οι Διόσκουροι είχαν εγκαταστήσει στο θρόνο τον Μενεσθέα, ο οποίος, όπως ήταν φυσικό, αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει για τον Θησέα. Έτσι ο ήρωας κατέφυγε στο νησί της Σκύρου με την ελπίδα να πείσει το βασιλιά Λυκομήδη να τον βοηθήσει να ξαναπάρει το θρόνο του. Ο Λυκομήδης φέρθηκε πονηρά. Με την πρόφαση της ξενάγησης του σπουδαίου καλεσμένου του, τον οδήγησε σε μια απόκρημνη περιοχή του νησιού, απ' όπου τον γκρέμισε στη θάλασσα. Αυτό ήταν και το τέλος του μυθικού ήρωα.
Working...
X