ΖΑΓΟΡΙ: Ο ΤΟΠΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ...
Η υψηλότερη κορυφή της Τύρφης, με υψόμετρο 2.497 μέτρα.
Περίκλειστο ανάμεσα στα κορφοβούνια της Βόρειας Πίνδου βρίσκεται το Ζαγόρι, μια ορεινή περιοχή της Ελλάδας που αν και σήμερα δεν αποτελεί ιδιαίτερη διοικητική ενότητα, το σύνολο των 47 χωριών της συνθέτει ένα ενιαίο, αδιάσπαστο πολιτισμικό, ιστορικό και γεωγραφικό χώρο με έντονη παρουσία στην Βαλκανική. Αρχέγονες γεωλογικές ανακατατάξεις που ξεπερνούν την ανθρώπινη φαντασία, δημιούργησαν τη τραχιά γλυπτική αυτού του "τόπου πίσω απ' το βουνό"...
Βαθύσκιωτα φαράγγια, φιδωτά ποτάμια, σκιερά βαθυπράσινα δάση κατακλύζουν κάθε σπιθαμή γης και αφοπλίζουν με την άγρια ομορφιά τους. Κυρίαρχος του τοπίου η πυργωτή οροσειρά της Τύμφης, σκιάζει με τη πέτρινη στέγη της τα πολυάριθμα χωριά που δηλώνουν την από αιώνων ανθρώπινη παρουσία!
Εδώ οι ορεινές κοινότητες βιώνουν ακόμα και σήμερα, τον σεβασμό στις σκληρές ιδιομορφίες της γης που στήριξε την ιστορική και πολιτιστική τους πορεία στο χρόνο. Ετυμολογικά η ονομασία Ζαγόρι έχει σλαβική καταγωγή και προέρχεται από τη λέξη "ζα-γκόρι", που σε απλά Ελληνικά μεταφράζεται ως "ο τόπος πίσω από το βουνό". Το Ζαγόρι χωρίζεται σε Δυτικό, Κεντρικό και Ανατολικό. Οι τρεις αυτές γεωγραφικά ξεκάθαρες ενότητες υπάγονται στο νομό Ιωαννίνων και βρίσκονται στα όρια του γεωγραφικού διαμερίσματος της Ηπείρου.
Στα καλντερίμια της ιστορίας
Τα Ζαγοροχώρια εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας σαν ανεξάρτητη γεωγραφική ενότητα, ήδη από τον 14ο αιώνα. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας (1453 - 1913) η περιοχή του Ζαγορίου χαίρει πολλών προνομίων, αφού αρκετά από τα χωριά δήλωσαν υποταγή με ευνοϊκά ανταλλάγματα στον Σινάν Πασά, ο οποίος σχεδίαζε να καταλάβει τα Γιάννενα και έψαχνε για συμμάχους.
Τα παραδοσιακά δρομάκια στο χωριό Δίλοφο στο Κεντρικό Ζαγόρι.
Με τον τρόπο αυτό οι κάτοικοι απέκτησαν αυτονομία, όσο για τους φόρους, υπόγραψαν άντ' αυτών το "Βοϊνίκο", συνθήκη με την οποία ορισμένοι άντρες από κάθε χωριό υποχρεώνονταν να υπηρετήσουν για 2 μήνες στον Οθωμανικό στρατό. Αργότερα καταργήθηκε κι αυτή, και η "Επιστασία Ζαγορίου" απόκτησε συγκεκριμένα σύνορα, ερμητικά κλειστά ακόμα και για τους Τούρκους, ενώ απολάμβανε την ασυλία της, ως ευνοούμενο "κράτος εν κράτη", με θρησκευτική ανεξαρτησία και τοπική αυτοδιοίκηση.
Έξυπνοι, ευέλικτοι, διπλωμάτες οι Ζαγορίσιοι, με διασυνδέσεις στην κεντρική εξουσία και δραστήριοι καθώς ήταν, διέπρεψαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μέρος της μοίρας των Ζαγοριτών όπως και των περισσότερων ορεσίβιων της Πίνδου, ήταν η μετανάστευση. Απ' τον 17ο αιώνα πήραν τον δρόμο του ξενιτεμού τραβώντας για Μοναστήρι, Σίσκοβο, Βουκουρέστι. Τα οργανωμένα καραβάνια ωφελήθηκαν από τα ανοικτά σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και όργωναν την Βαλκανική.
Οι Ζαγορίσιοι έφερναν πίσω μαζί τους από την ξενιτιά πλούτο και δύναμη, αφού πρώτα βρέθηκαν να μεγαλουργούν παντού, από την Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία, έως την Αυστρία και την Αίγυπτο. Επιδράσεις από την Ανατολή και τη Δύση άρχισαν τότε να εισβάλλουν στον κοινωνικό ιστό της τοπικής κοινωνίας με τον εισαγόμενο πλούτο και την ανάπτυξη των γραμμάτων, που πήρε τη μορφή προ-αστικού χαρακτήρα.
Παρόλα αυτά το Ζαγόρι παρέμεινε κατ' εξοχήν αγροτική κοινωνία με πολυπολιτισμική σύνθεση από ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων, όπως γηγενείς Ζαγορίσιοι, Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι κ.α., οι οποίοι ζούσαν κυρίως από την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Ο πλούτος και η χλιδή αφορούσε την άρχουσα τάξη, πράγμα εμφανές και στον εσωτερικό διάκοσμο των αρχοντικών. Οι επιτοίχιες ζωγραφιές δυτικού τύπου παραπέμπουν σε ζωγραφική μπαρόκ, όπως σε πολλά αρχοντικά στα Αμπελάκια και στην Καστοριά.
Η αρχιτεκτονική των οικισμών είχε αμυντικό χαρακτήρα. Η δόμηση πυκνή γύρω από την πλατεία και μια ρυμοτομία που την καθόριζαν τα αθέατα σχεδόν καλντερίμια, φανέρωνε εκτός από την ανάγκη για ασφάλεια, την εσωστρέφεια της ζαγορίτικης πατριαρχικής κοινωνίας η οποία εξασφάλιζε έτσι την περιφρούρηση της ιδιωτικής ζωής. Χαρακτηριστικά είναι τα μονόπατα ή δίπατα σπιτικά με τις χαμηλές πόρτες και τα μικρά θολωτά παράθυρα που μοιάζουν να βρίσκονται σε κλοιό απομόνωσης, καθώς περιστοιχίζονται από ψηλούς μαντρότοιχους!
Η χρυσή εποχή του Ζαγορίου ήρθε κάπου εκεί, ανάμεσα στα 1750 και 1900. Τότε κτίστηκαν τα περισσότερα μεγάλα αρχοντικά, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια που κοσμούν ακόμη και σήμερα τον τόπο με την λαμπρή αρχιτεκτονική παρουσία τους. Ο μαρασμός άρχισε με την οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου (κραχ) και ολοκληρώθηκε με τα γεγονότα του Β Παγκοσμίου πολέμου και του αιματηρού Εμφυλίου (1940-1948).
Αδάμαστη γη
Το βουνό Γκαμήλα ή αλλιώς "όρος Τύμφη" όπως συχνά αναφέρεται με το αρχαιοπρεπές του όνομα στους περισσότερους χάρτες, δεσπόζει με τα 2.497 μέτρα του στην τοπιογραφία της Ηπείρου. Το πολύκορφο και αλπικό βουνό, ορατό σχεδόν από κάθε γωνιά του νομού, χωρίς να είναι το ψηλότερο, ξεχωρίζει με την κορμοστασιά του από τον υπόλοιπο κορμό της Πίνδου. Η ονομασία "Γκαμήλα" πολύ πιθανόν να προήλθε από τις πολλές κορφές που η αστείρευτη λαϊκή φαντασία ταύτισε με τη ράχη γκαμήλας.
Αν και αποψιλωμένη στα μεγάλα υψόμετρα από παλιές πυρκαγιές και από την υπερβόσκηση, η Γκαμήλα διαθέτει παρόλα αυτά μεγάλα δάση, κυρίως προς την πλευρά του Κεντρικού Ζαγορίου και του Βρυσοχωρίου, τα οποία απαρτίζονται από οξιές, ρόμπολα, μαυρόπευκα και έλατα. Η άγρια πανίδα της κάποτε ήταν εξαιρετικά πλούσια σε λύκους, αρκούδες, λίγκες, ελάφια και αγριόγιδα. Σήμερα από τους βιολόγους οι πληθυσμοί των περισσότερων θηλαστικών θεωρούνται οριακοί για την επιβίωση των ειδών.
Το σπουδαίο αυτό καταφύγιο άγριας ζωής διαγράφει το μέλλον του δυσοίωνο, αφού οι ανεξέλεγκτες ανθρώπινες δραστηριότητες δεν γνωρίζουν κανόνες και περιορισμούς. Παρ' όλο το έντονο ενδιαφέρον της πολιτείας, το παράνομο κυνήγι, η διάνοιξη άφθονων δασικών δρόμων, η ανεξέλεγκτη υλοτομία, αλλά και οι πυρκαγιές, προκαλούν ακόμα μεγάλη καταστροφή.
Η υψηλότερη κορυφή της Τύρφης, με υψόμετρο 2.497 μέτρα.
Περίκλειστο ανάμεσα στα κορφοβούνια της Βόρειας Πίνδου βρίσκεται το Ζαγόρι, μια ορεινή περιοχή της Ελλάδας που αν και σήμερα δεν αποτελεί ιδιαίτερη διοικητική ενότητα, το σύνολο των 47 χωριών της συνθέτει ένα ενιαίο, αδιάσπαστο πολιτισμικό, ιστορικό και γεωγραφικό χώρο με έντονη παρουσία στην Βαλκανική. Αρχέγονες γεωλογικές ανακατατάξεις που ξεπερνούν την ανθρώπινη φαντασία, δημιούργησαν τη τραχιά γλυπτική αυτού του "τόπου πίσω απ' το βουνό"...
Βαθύσκιωτα φαράγγια, φιδωτά ποτάμια, σκιερά βαθυπράσινα δάση κατακλύζουν κάθε σπιθαμή γης και αφοπλίζουν με την άγρια ομορφιά τους. Κυρίαρχος του τοπίου η πυργωτή οροσειρά της Τύμφης, σκιάζει με τη πέτρινη στέγη της τα πολυάριθμα χωριά που δηλώνουν την από αιώνων ανθρώπινη παρουσία!
Εδώ οι ορεινές κοινότητες βιώνουν ακόμα και σήμερα, τον σεβασμό στις σκληρές ιδιομορφίες της γης που στήριξε την ιστορική και πολιτιστική τους πορεία στο χρόνο. Ετυμολογικά η ονομασία Ζαγόρι έχει σλαβική καταγωγή και προέρχεται από τη λέξη "ζα-γκόρι", που σε απλά Ελληνικά μεταφράζεται ως "ο τόπος πίσω από το βουνό". Το Ζαγόρι χωρίζεται σε Δυτικό, Κεντρικό και Ανατολικό. Οι τρεις αυτές γεωγραφικά ξεκάθαρες ενότητες υπάγονται στο νομό Ιωαννίνων και βρίσκονται στα όρια του γεωγραφικού διαμερίσματος της Ηπείρου.
Στα καλντερίμια της ιστορίας
Τα Ζαγοροχώρια εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας σαν ανεξάρτητη γεωγραφική ενότητα, ήδη από τον 14ο αιώνα. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας (1453 - 1913) η περιοχή του Ζαγορίου χαίρει πολλών προνομίων, αφού αρκετά από τα χωριά δήλωσαν υποταγή με ευνοϊκά ανταλλάγματα στον Σινάν Πασά, ο οποίος σχεδίαζε να καταλάβει τα Γιάννενα και έψαχνε για συμμάχους.
Τα παραδοσιακά δρομάκια στο χωριό Δίλοφο στο Κεντρικό Ζαγόρι.
Με τον τρόπο αυτό οι κάτοικοι απέκτησαν αυτονομία, όσο για τους φόρους, υπόγραψαν άντ' αυτών το "Βοϊνίκο", συνθήκη με την οποία ορισμένοι άντρες από κάθε χωριό υποχρεώνονταν να υπηρετήσουν για 2 μήνες στον Οθωμανικό στρατό. Αργότερα καταργήθηκε κι αυτή, και η "Επιστασία Ζαγορίου" απόκτησε συγκεκριμένα σύνορα, ερμητικά κλειστά ακόμα και για τους Τούρκους, ενώ απολάμβανε την ασυλία της, ως ευνοούμενο "κράτος εν κράτη", με θρησκευτική ανεξαρτησία και τοπική αυτοδιοίκηση.
Έξυπνοι, ευέλικτοι, διπλωμάτες οι Ζαγορίσιοι, με διασυνδέσεις στην κεντρική εξουσία και δραστήριοι καθώς ήταν, διέπρεψαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μέρος της μοίρας των Ζαγοριτών όπως και των περισσότερων ορεσίβιων της Πίνδου, ήταν η μετανάστευση. Απ' τον 17ο αιώνα πήραν τον δρόμο του ξενιτεμού τραβώντας για Μοναστήρι, Σίσκοβο, Βουκουρέστι. Τα οργανωμένα καραβάνια ωφελήθηκαν από τα ανοικτά σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και όργωναν την Βαλκανική.
Οι Ζαγορίσιοι έφερναν πίσω μαζί τους από την ξενιτιά πλούτο και δύναμη, αφού πρώτα βρέθηκαν να μεγαλουργούν παντού, από την Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία, έως την Αυστρία και την Αίγυπτο. Επιδράσεις από την Ανατολή και τη Δύση άρχισαν τότε να εισβάλλουν στον κοινωνικό ιστό της τοπικής κοινωνίας με τον εισαγόμενο πλούτο και την ανάπτυξη των γραμμάτων, που πήρε τη μορφή προ-αστικού χαρακτήρα.
Παρόλα αυτά το Ζαγόρι παρέμεινε κατ' εξοχήν αγροτική κοινωνία με πολυπολιτισμική σύνθεση από ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων, όπως γηγενείς Ζαγορίσιοι, Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι κ.α., οι οποίοι ζούσαν κυρίως από την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Ο πλούτος και η χλιδή αφορούσε την άρχουσα τάξη, πράγμα εμφανές και στον εσωτερικό διάκοσμο των αρχοντικών. Οι επιτοίχιες ζωγραφιές δυτικού τύπου παραπέμπουν σε ζωγραφική μπαρόκ, όπως σε πολλά αρχοντικά στα Αμπελάκια και στην Καστοριά.
Η αρχιτεκτονική των οικισμών είχε αμυντικό χαρακτήρα. Η δόμηση πυκνή γύρω από την πλατεία και μια ρυμοτομία που την καθόριζαν τα αθέατα σχεδόν καλντερίμια, φανέρωνε εκτός από την ανάγκη για ασφάλεια, την εσωστρέφεια της ζαγορίτικης πατριαρχικής κοινωνίας η οποία εξασφάλιζε έτσι την περιφρούρηση της ιδιωτικής ζωής. Χαρακτηριστικά είναι τα μονόπατα ή δίπατα σπιτικά με τις χαμηλές πόρτες και τα μικρά θολωτά παράθυρα που μοιάζουν να βρίσκονται σε κλοιό απομόνωσης, καθώς περιστοιχίζονται από ψηλούς μαντρότοιχους!
Η χρυσή εποχή του Ζαγορίου ήρθε κάπου εκεί, ανάμεσα στα 1750 και 1900. Τότε κτίστηκαν τα περισσότερα μεγάλα αρχοντικά, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια που κοσμούν ακόμη και σήμερα τον τόπο με την λαμπρή αρχιτεκτονική παρουσία τους. Ο μαρασμός άρχισε με την οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου (κραχ) και ολοκληρώθηκε με τα γεγονότα του Β Παγκοσμίου πολέμου και του αιματηρού Εμφυλίου (1940-1948).
Αδάμαστη γη
Το βουνό Γκαμήλα ή αλλιώς "όρος Τύμφη" όπως συχνά αναφέρεται με το αρχαιοπρεπές του όνομα στους περισσότερους χάρτες, δεσπόζει με τα 2.497 μέτρα του στην τοπιογραφία της Ηπείρου. Το πολύκορφο και αλπικό βουνό, ορατό σχεδόν από κάθε γωνιά του νομού, χωρίς να είναι το ψηλότερο, ξεχωρίζει με την κορμοστασιά του από τον υπόλοιπο κορμό της Πίνδου. Η ονομασία "Γκαμήλα" πολύ πιθανόν να προήλθε από τις πολλές κορφές που η αστείρευτη λαϊκή φαντασία ταύτισε με τη ράχη γκαμήλας.
Αν και αποψιλωμένη στα μεγάλα υψόμετρα από παλιές πυρκαγιές και από την υπερβόσκηση, η Γκαμήλα διαθέτει παρόλα αυτά μεγάλα δάση, κυρίως προς την πλευρά του Κεντρικού Ζαγορίου και του Βρυσοχωρίου, τα οποία απαρτίζονται από οξιές, ρόμπολα, μαυρόπευκα και έλατα. Η άγρια πανίδα της κάποτε ήταν εξαιρετικά πλούσια σε λύκους, αρκούδες, λίγκες, ελάφια και αγριόγιδα. Σήμερα από τους βιολόγους οι πληθυσμοί των περισσότερων θηλαστικών θεωρούνται οριακοί για την επιβίωση των ειδών.
Το σπουδαίο αυτό καταφύγιο άγριας ζωής διαγράφει το μέλλον του δυσοίωνο, αφού οι ανεξέλεγκτες ανθρώπινες δραστηριότητες δεν γνωρίζουν κανόνες και περιορισμούς. Παρ' όλο το έντονο ενδιαφέρον της πολιτείας, το παράνομο κυνήγι, η διάνοιξη άφθονων δασικών δρόμων, η ανεξέλεγκτη υλοτομία, αλλά και οι πυρκαγιές, προκαλούν ακόμα μεγάλη καταστροφή.
Comment