Announcement

Collapse
No announcement yet.

Ιστορία Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Ιστορία Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων


    Ο Έλληνας οπλίτης στην αρχαιότητα

    Ο οπλίτης στην αρχαιότητα, ο στρατιώτης δηλαδή του πεζικού με βαρύ οπλισμό που πολεμούσε σε σχηματισμό φάλαγγας, ήταν ο κατεξοχήν πολεμιστής της κλασικής Ελλάδας. Όπως και σε πολλές άλλες εκφάνσεις της ζωής στην αρχαία Ελλάδα ο τρόπος πολέμου και ο τύπος του στρατιώτη που επικράτησε αντανακλούσε τη βαθύτερη φιλοσοφία και ιδεολογία του κλασικού κόσμου.
    Στη θέση των ομηρικών ηρώων που μονομαχούσαν υστερόβουλα μεταξύ τους προς απόκτηση προσωπικής δόξας εμφανίστηκε κατά τον 7ο αιώνα ο πειθαρχημένος Έλληνας οπλίτης της πόλης-κράτους που πολεμούσε πάντα μέσα από τις τάξεις της φάλαγγας για να προασπίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας του. Η αντίληψη της γενναιότητας και της στρατιωτικής ικανότητας επομένως άλλαξε κατά την κλασική εποχή. Το ατομικό ηρωικό μοντέλο αντικαταστάθηκε από το συλλογικό εκπαιδευμένο σώμα. Όπως αναφέρει και ο Ευριπίδης στον Ηρακλή μαινόμενο, γενναίος δεν είναι αυτός που αγωνίζεται επιδέξια με τόξα για την επίτευξη δόξας αλλά αυτός που κρατάει σταθερά τη θέση του στο πεδίο της μάχης και είναι έτοιμος να δεχτεί τις πληγές.
    Για να κατανοήσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά του Έλληνα οπλίτη είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τον κύριο τρόπο με τον οποίο πολεμούσε, δηλαδή μέσα από το σχηματισμό της φάλαγγας. Ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε τη λέξη φάλαγξ ήταν ο Όμηρος και στο ποίημά του είχε τη σημασία της οργανωμένης γραμμής μάχης. Ωστόσο η αναφορά αυτή ήταν καθαρά αναχρονιστική καθώς ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια που πιθανότατα συνετέθησαν τα έπη φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί αυτός ο τρόπος πολέμου. Η τακτική ήταν πολύ απλή στη σύλληψή της: επάλληλεςσειρές από βαριά οπλισμένους πεζικάριους σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους έρχονταν σε μετωπική σύγκρουση με την αντίπαλη φαλαγγιτική ομάδα οπλιτών. Η πρώτη σειρά μόνο πολεμούσε ενώ οι πίσω σειρές μόνο έσπρωχναν με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ρήγματος στις γραμμές του αντίπαλου. Κάθε οπλίτης κάλυπτε με την ασπίδα την αριστερή μόνο πλευρά του και τη δεξιά του διπλανού (παραστάτη) του. Η πιο εύλογη απορία που μπορεί να έχει ο σημερινός μελετητής είναι η εξής: έστω και ένα μικρό σώμα από ιππείς ή τοξότες που μπορούσε να υπερκεράσει τον αναγκαστικά αργό και μη ευέλικτο σχηματισμό της φάλαγγας θα έφερνε την καταστροφή στα νώτα ή στη δεξιά ακάλυπτη πλευρά του ζυγού. Ήδη ο Θουκυδίδης είχε παρατηρήσει ότι στις μάχες η φάλαγγα είχε τη τάση να στρίβει προς τα δεξιά καθώς ασυναίσθητα κάθε οπλίτης προσπαθούσε να καλύψει τη δεξιά πλευρά του.
    Η απάντηση βρίσκεται στη στρατιωτική λογική που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και στις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου. Σκοπός ενός πολέμου κατά την εποχή των ελληνικών πόλεων-κρατών δεν ήταν η απόλυτη καταστροφή της αντίπαλης πόλης αλλά η υποταγή της, ο εξαναγκασμός της στους επιθυμητούς όρους μιας συμφωνίας, η υφα ρπαγή των οικονομικών πόρων της.Η ολοκληρωτική καταστροφή μιας πόλης θα τάραζετην ευαίσθητη ισορροπία του αρχαίου κόσμου, μία ισορροπία δυνάμεων που πράγματι όταν διαταράχθηκε με τις ακρότητες του Πελοποννησιακού πολέμου σήμανε την αρχή του τέλους για τον κλασικό πολιτισμό. Οι οπλίτες προέρχονταν από τις μεσαίες τάξεις των ελεύθερων πολιτών, δηλαδή την πιο σημαντική και ανερχόμενη πολιτική δύναμη των πόλεων-κρατών. Οι οπλίτες, με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες, δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν πολίτες που έκαναν το χρέος τους προς την πατρίδα. Επομένως επιδίωξη των αρχαίων ήταν να αποφεύγουν τις πολύνεκρες μάχες, οι οποίες θα αποστερούσαν από την εκάστοτε πόλη το πιο ζωτικό οικονομικά και πολιτικά κομμάτι της: τη μεσαία τάξη (χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης τονίζει ότι οι ελεύθεροι πολίτες είναι το απαραίτητο κύτταρο κάθε πολιτειακής οργάνωσης: «άνδρες γαρ πόλις»).
    Είναι ενδεικτικό επίσης ότι όταν μία παράταξη τρέπονταν σε φυγή οι αντίπαλοι στρατιώτες σπάνια την καταδίωκαν. Αυτό που προείχε ήταν η νίκη στη μάχη και όχι η διάλυση του εχθρού. Η πολεμική σύρραξη έπρεπε να είναι σύντομη, ευθεία, αποφασιστική και όχι αντίθετα μακροχρόνια, βασισμένη σε περίπλοκες τακτικές κινήσεις και αμφιλεγόμενη. Οι κανόνες με βάση τους οποίους οι Έλληνες διεξήγαν τους πολέμους τους διέπονταν από την αρχή της ελαχιστοποίησης της αιματοχυσίας χωρίς όμως την ίδια στιγμή να αποστερούν τη μάχη από το στοιχείο του προσωπικού αγώνα όπως υπογράμμιζε και ο Ευριπίδης στο απόσπασμα που προαναφέραμε. Ο πόλεμος υπηρετούσε τα δημοκρατικά συμφέροντα της πόλης (διαφύλαξη του ανθρώπινου υλικού, συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των πολεμιστών-πολιτών) και όχι το αντίθετο (ολοκληρωτική υπεροχή με κάθε μέσο και κόστος). Ο σχηματισμός της φάλαγγας παρόλα τα εμφανή και εγγενή ελαττώματά της αντανακλούσε και ανταποκρινόταν στην ελληνική νοοτροπία σύμφωνα με την οποία «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα» αλλά, όπως το διατύπωσε ο Αριστοτέλης, «στην άμιλλα ενυπάρχει και η νίκη». Τέλος πρέπει να σημειώσουμε ότι σχεδόν όλοι οι γνωστοί φιλόσοφοι και ποιητές της αρχαιότητας είχαν υπηρετήσει σε κάποια στιγμή ως οπλίτες. Ορισμένοι, όπως ο Αισχύλος, τη θεωρούσαν ως την πιο ένδοξη στη ζωή τους.

    Ο οπλισμός

    Ο οπλισμός διακρίνεται σε αμυντικό και επιθετικό, αλλά από όσα έχουμε αναφέρει έως τώρα πρέπει να έχει γίνει φανερό ότι το βάρος του οπλισμού έπεφτε στην αμυντική θωράκιση του πολεμιστή. Η λέξη οπλίτης προέρχεται από το όπλον που σήμαινε αρχικά την ασπίδα, επομένως οπλίτης ήταν αυτός που έφερε την ασπίδα, το κύριο στοιχείο της εξάρτυσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες πολυάριθμες ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις των οπλιτών οι τελευταίοι αναπαρίστανται μόνο με τρία στοιχεία: ασπίδα, κράνος και δόρυ. Άλλα μέρη του οπλισμού ήταν: οι επωμίδες, οι κνημίδες, ο θώρακας και το ξίφος. Οι οπλίτες συνήθως φόραγαν την πανοπλία τους λίγο πριν τη μάχη καθώς ο εξοπλισμός ήταν ιδιαίτερα βαρύς (έφτανε τα 22-27 κιλά). Κάθε οπλίτης έπρεπε ο ίδιος να φροντίζει για την προμήθεια και τη συντήρηση του ατομικού του οπλισμού, υποχρέωση αρκετά πολυέξοδη. Κάποιοι γονείς μεταβίβαζαν τα όπλα τους στους γιους τους (κυρίως την ασπίδα η οποία διέθετε ιδιαίτερη συμβολική διακόσμηση) ενώ η πιο σύνηθες πηγή εξοπλισμού ήταν η λαφυραγωγία. Αυτές οι πρακτικές όμως επέτειναν την ανομοιομορφία κάθε στρατεύματος με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να μην αναγνωρίζονται μεταξύ του στον αναβρασμό της μάχης οι φίλιοι οπλίτες και να συμπλέκονται. Γνωρίζουμε ότι οι Σπαρτιάτες ήταν οι πρώτοι που καθιέρωσαν μία ομοιόμορφη εμφάνιση χαράζοντας το γράμμα «Λ» στις ασπίδες τους.

    Περιγραφή της οπλιτικής ασπίδας : Ασπίς: «Ήταν συνήθως στρογγυλή, με διάμετρο περίπου 0,9 μ, μπρούτζινη ή χάλκινη ή αποτελούνταν από επάλληλους δίσκους δέρματος ραμμένους μεταξύ τους και στερεωμένους σε ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό. Η εξωτερική πλευρά ήταν πάντοτε κυρτή και έφερε στο κέντρο τον ομφαλόν, που μερικές φορές είχε κάποια παράσταση, το επίσημον, ή κάποιο ρητό. Αρχικά τα επίσημα ήταν ατομικά και χρησίμευαν στην αναγνώριση του κατάφρακτου οπλίτη μέσα από την πανοπλία του. Με την επικράτηση όμως των δημοκρατικών πολιτευμάτων το επίσημον έγινε ομοιόμορφο και αντιπροσωπευτικό της πόλης. Η εσωτερική πλευρά είχε μία λωρίδα με υποδοχή στο μέσο της ασπίδας (πόρπαξ), από όπου ο οπλίτης περνούσε το βραχίονα, και ένα δερμάτινο ιμάντα (αντιλαβή ή όχανον) στο εσωτερικό χείλος, από όπου περνούσε το αριστερό χέρι. Χωρίς αυτά η ασπίδα ήταν άχρηστη και οι ανατιθέμενες ασπίδες ήταν υποχρεωτικά χωρίς αντιλαβές και πόρπακες, για να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ενδεχόμενη στάση κατά του Δήμου. Εκτός μάχης ένας τελαμών (λουρί) επέτρεπε να την κρεμούν στους ώμους, όπως τα σακίδια σήμερα. Στην περίμετρό της υπήρχε η ίτυς, ένα στεφάνι, που προσέθετε ακαμψία και σταθερότητα στην κατασκευή. Μερικές φορές την ασπίδα την επιμήκυναν προς τα κάτω με ένα είδος ποδιάς από δέρμα, για να προστατεύει τα πόδια του οπλίτη από τα εχθρικά τοξεύματα».

    #2
    Ιστορία Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων

    Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ

    Γενικά Χαρακτηριστικά

    Στο Βυζάντιο ο στρατός αποτελεί την κύρια συνεκτική δύναμη του κράτους, που σε συνδυασμό με το τελειότερο γραφειοκρατικό σύστημα, που γνώρισε ως τότε ο κόσμος, του εξασφάλισε και τη μακραίωνη ύπαρξη. Η ανωτερότητά του εξασφαλίζεται με την επιβολή απόλυτης πειθαρχίας μέσα στις μονάδες, τη συγκεκριμένη του οργάνωση, τον οπλισμό του και τη στρατηγική και τακτική του.
    Οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν συστηματικά με τη θεωρητική πλευρά της στρατιωτικής τέχνης. Τη στρατηγική και την τακτική τους τη στήριξαν στην ανάλυση: ανάλυση των δικών τους δυνάμεων,ανάλυση των δυνάμεων του εχθρού και ανάλυση του γεωγραφικού χώρου όπου γίνονται οι πόλεμοι. Ήξεραν να εκμεταλλεύονται κάθε δυνατότητα που τους έδινε αυτή η ανάλυση.
    Η ανάγκη δημιουργίας ισχυρού εθνικού στρατού του βυζαντινού κράτους προέκυψε από τη γεωγραφική θέση του, την έκτασή του και την αντιμετώπιση πολλών κατακτητικών επιθέσεων από μέρους γειτονικών βάρβαρων φυλών και κρατών.
    Με βάση τις προθέσεις αυτές δημιουργήθηκε ο καλύτερος στρατός του τότε κόσμου και στην πλήρη οργάνωσή του και η για τόσα πολλά χρόνια διατήρηση και επιβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
    Αποτελεί κληρονομιά της ρωμαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης και συνέχιση των ρωμαϊκών παραδόσεων και της ιστορίας της Ρώμης.
    Η εξέλιξή του και η οργάνωσή του στη συνέχεια με βάση νέες μεθόδους και η τακτική και στρατηγική του χρησιμοποίηση αποδεικνύουν ότι το Βυζάντιο χρησιμοποίησε ίδια πρότυπα, για τη δημιουργία του, βασισμένα στις επιστημονικές και τεχνικές προόδους της εποχής
    Ο κυριότερος πυρήνας για τη συγκρότηση του εθνικού στρατού υπήρξε το θέμα, δηλ. στρατιωτική μονάδα, η οποία έδρευε σε μια περιοχή και η οποία με την πάροδο του χρόνου έδωσε το όνομά της στη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια.
    Το θέμα αποτέλεσε ιδιόρρυθμο σύστημα επαρχιακής διοίκησης (στρατηγίδες) με την καθιέρωση ενιαίας στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο, τον στρατηγό.
    Η συνεχής πάλη και φροντίδα για την επιβίωσή της έναντι εξωτερικών κινδύνων και η διαρκής επαγρύπνηση για τη διατήρησή της, οδήγησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην εμπέδωση συμπαγούς και λεπτομερειακής στρατιωτικής οργάνωσης, η οποία επεκτεινόμενη σ' ολόκληρη τη χώρα αποτέλεσε το ισχυρότερό της όπλο, για την επιβολή της, προς όλους τους γείτονές της.
    Η οργάνωση της εκπαίδευσης του στρατού, η αυστηρή πειθαρχία, η επιστημονική κατάρτιση και τα ειδικά σχολεία φοίτησης των αξιωματικών, η αδιάσπαστη ενότητα των στρατιωτικών αρχηγών από τη μια και από την άλλη η οργάνωση άριστων και πολυάριθμων ναυτικών δυνάμεων, ήταν εκείνα που έδωσαν τις λαμπρές νίκες και γλίτωσαν το Βυζάντιο από την απειλούμενη κατάλυση από τη μωαμεθανική αραβική επιδρομή σε εποχή που και η Ευρώπη κινδύνευσε να υποδουλωθεί.
    Χάρη στην εφαρμοζόμενη στρατιωτική τακτική, απόρροια της άριστης πολεμικής τέχνης και άξιων στρατιωτικών ηγετών, η Αυτοκρατορία απώθησε τον κίνδυνο και μετέφερε τον πόλεμο μακριά από τα σύνορά της.

    Οργάνωση και Στρατολογία

    Πρωτοβυζαντινή περίοδος (324-565 μ.Χ.)

    Βασική μονάδα του στρατού ήταν η λεγεών. Όχι όμως η παλαιά, πολυπληθής και γι' αυτόν το λόγο δυσκίνητη ρωμαϊκή λεγεώνα με τους έξι χιλιάδες στρατιώτες της, αλλά μια ολιγάριθμη κι ευκίνητη λεγεώνα από χίλιους άνδρες. Τη νέα λεγεώνα πλαισίωναν μονάδες ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών, τα auxilia. Το ιππικό απετελείτο από vexilationes που κάθε μια τους είχε πεντακόσιους ιππείς.
    Η λεγεώνα όμως των λιμιτανέων (=συνοριακοί στρατιώτες) που ήταν εγκατεστημένος στρατός δεν χρειαζόταν να είναι ευκίνητη, διατηρούσε την παλαιά της δύναμη από έξι χιλιάδες άνδρες, η δύναμή της όμως αυτή ήταν κατανεμημένη σε τμήματα από χίλιους άνδρες περίπου το καθένα. Οι λιμιτανέοι, στην αρχή τουλάχιστον, διέθεταν και ιππικούς σχηματισμούς, τις alae, με δύναμη εξακοσίων ανδρών και τις cunei με μικρότερη δύναμη.
    Μεγάλες διαφορές παρουσιάζονται στη συγκρότηση του στρατού μετά τον 5ο αιώνα. Βασική μονάδα του στρατού του Ιουστινιανού δεν είναι πια η λεγεώνα των 1.000 ανδρών που εισήχθη από τον Μ. Κωνσταντίνο, αλλά νέα μικρότερη μονάδα, ο αριθμός (=τάγματα, κατάλογος), με δύναμη 300-400 άνδρες. Έξι ως οκτώ αριθμοί συνιστούν μία μοίρα και δύο τρείς μοίρες ένα μέρος. Η μεγάλη μονάδα δηλαδή του βυζαντινού στρατού περιλαμβάνει 6.000-9.000 άνδρες, πράγμα που την κάνει πιο αυτόνομη στις ενέργειές της.
    Εκτός, όμως, από τους αριθμούς ο στρατός του 6ου αι. περιλαμβάνει και σώματα φοιδεράτων (foederati), συμμάχων και βουκελλαρίων (από το bucellum=γαλέτα). Οι φοιδεράτοι ήταν ιππικά σώματα από βαρβάρους και ντόπιους, όχι μόνο από βαρβάρους όπως γινόταν παλαιότερα. Αντίθετα, οι σύμμαχοι ήταν συγκροτημένα βαρβαρικά σώματα στην υπηρεσία του βυζαντινού κράτους. Οι βουκελλάριοι τέλος, ήταν σώματα ενόπλων μισθοφόρων, που στρατηγοί κυρίως, αλλά και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι και απλοί μεγαλογαιοκτήμονες ακόμη, διατηρούσαν για την προσωπική τους φρουρά και ασφάλεια. Οι βουκελλάριοι διακρίνονταν σε υπασπιστές και δορυφόρους. Οι δορυφόροι ήταν ανώτεροι, αποτελούσαν είδος δόκιμων αξιωματικών, κι όταν αναλάμβαναν την υπηρεσία τους έδιναν όρκο πίστης όχι μόνο στον άμεσο αρχηγό τους αλλά και στον αυτοκράτορα. Μ' αυτό τον τρόπο καταβαλλόταν προσπάθεια να αμβλυνθεί η επιρροή του στρατηγού και να στερεοποιηθούν οι συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στο τμήμα αυτό του στρατού.
    Τρεις ήταν οι τρόποι στρατολογίας του βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αι.: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. Ο πρώτος περιελάμβανε άτομα που ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιελάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Οι βάρβαροι μπορούσαν να μπουν στη στρατιωτική υπηρεσία του Βυζαντίου, είτε σαν μεμονωμένα άτομα είτε μαζικά, όταν με τον όρο αυτό τους είχε επιτραπεί να εγκατασταθούν στο κράτος (laeti, dediticii, gentiles), είτε σαν οργανωμένα στρατιωτικά σώματα μισθοφόρων, έπειτα από ειδική συμφωνία με τις βυζαντινές αρχές. Τέλος, κατά το φορολογικό τρόπο στρατολογίας η περιουσία των βυζαντινών φορολογουμένων υπολογιζόταν σε capitula και οι φορολογούμενοι ή μόνοι τους ή μαζί με άλλους έδιναν για στράτευση έναν ή περισσότερους από τους ανθρώπους τους, ανάλογα με τον αριθμό των capitula.
    Τον 5ο αι. έγιναν μεγάλες μεταβολές στη στρατολογία του βυζαντινού στρατού. Η συνεχής αύξηση του βαρβαρικού στοιχείου και η κατάληψη από τους βαρβάρους ανωτάτων και καίριων θέσεων στο στρατό προκάλεσαν αντιδράσεις εκ μέρους των Βυζαντινών. Οι αντιδράσεις αυτές βρήκαν την πρώτη τους εκδήλωση στις σφαγές των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη (400), έπειτα από τις οποίες το κράτος απαλλάχτηκε από το γοτθικό κίνδυνο.
    Δεύτερο αντιβαρβαρικό κίνημα κατά τα μέσα του 5ου αι. και η σαφαγή του αλανού Άσπαρος μαζί με τη σε μεγάλη κλίμακα στρατολογία των εμπειροπόλεμων ισαυρικών φύλων, που εγκαινιάζεται από τότε, απάλλαξαν εντελώς το κράτος από τη βαρβαρική απειλή.
    Η μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευομένων προσδιορίζει τη σύνθεση και συγκρότηση του βυζαντινού στρατού στον επόμενο, 6ο αι. κ.ε. Πράγματι, ουσιώδεις μεταβολές συμβαίνουν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού κατά τον αιώνα αυτό. Οι οπλίτες των αριθμών, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, κι αντίθετα προς ό,τι πιστευόταν μέχρι προ ολίγου χρόνου, ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι και ονομάζονταν με το γενικό όνομα στρατιώτες.

    Μεσοβυζαντινή περίοδος (565-1081 μ.Χ.)

    Ο όρος θέμα στη σημασία του μέρους (στρατιωτικής μεγάλης μονάδας) μαρτυρείται ήδη για το έτος 611-612. Επομένως κατά την εποχή αυτή ο όρος χρησιμοποιείται ήδη για να δηλώσει τις μεγάλες μονάδες του βυζαντινού στρατού, αν και η λέξη θέμα επειδή ήταν όρος της εσωτερικής στρατιωτικής υπηρεσίας και ορολογίας δεν μνημονεύεται παρά πολύ σπάνια στις σύγχρονες πηγές.
    Όλο σχεδόν τον 7ο αι. τα θέματα του βυζαντινού στρατού βρίσκονται σε διαρκή κίνηση για να αποκρούσουν τους Πέρσες και έπειτα τους Άραβες. Τέλος κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. το Βυζάντιο κατορθώνει να αποκρούσει το πρώτο κύμα της αραβικής εισβολής και να ρίξει τους Άραβες οριστικά πέρα από τα όρια της Μ. Ασίας. Τα θέματα τότε αναλαμβάνουν στατική πια αποστολή. Συν τω χρόνω, και εξαιτίας των δυσκόλων περιστάσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα την έξαρση της σπουδαιότητας του στρατιωτικού παράγοντα, ο στρατιωτικός διοικητής του θέματος, συνεχίζοντας συνήθεια των πρώτων βυζαντινών αιώνων που τονίστηκε ιδιαίτερα από τον Ιουστινιανό Α΄, υποσκελίζει τους πολιτικούς αξιωματούχους της περιφέρειάς του και συγκεντρώνει σιγά σιγά όλες τις εξουσίες στα χέρια του.
    Σαν αποτέλεσμα των εξελίξεων που διαγράψαμε προηγουμένως, το κράτος διαιρείται σε στρατιωτικές διοικήσεις ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Αρχηγός όλων των διοικήσεων αυτών και αρχιστράτηγος των βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, που όμως μπορούσε να μεταβιβάσει σε καιρό πολέμου την αρχηστρατηγία σε οποιονδήποτε έκρινε ικανό γι' αυτήν. Παρόλο που οι νέες διοικήσεις ήταν ανεξάρτητες και ισότιμες η μια με την άλλη, διέφεραν μεταξύ τους στην έκταση και, φυσικά, στην αριθμητική δύναμη των στρατευμάτων τους. Κατά το πρώτο τρίτο του 9ου αι. υπήρχαν οι εξής στρατιωτικές διοικήσεις (θέματα): των Αρμενιακών, Ανατολικών, Οψικίου, Κιβυρραιωτών, Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος, Θεσσαλονίκης και Ελλάδας. Στα επόμενα χρόνια η κατάτμηση των διοικήσεων συνεχίστηκε και τούτο είχε σαν συνέπεια τη σμίκρυνση των παλαιών και τη δημιουργία πολλών νέων, μικρών στην έκταση θεμάτων. Ορισμένα περάσματα των συνόρων (=κλεισούρες), στρατηγικά καίρια για την άμυνα των βυζαντινών συνόρων, απέκτησαν ενισχυμένη φρουρά κι αποτελούσαν ειδικές στρατιωτικές διοικήσεις, τις κλεισουραρχίες.
    Εκτός από τα θεματικά στρατεύματα, τις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις συμπλήρωναν τα τάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Κατά τον 9ο αι. τα τάγματα συγκατέλεγαν τα εξής τμήματα:
    α) τις σχολές, που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες. Επικεφαλής τους ήταν ο δομέστικος των σχολών,
    β) τους εξκουβήτορες, σώμα που το ίδρυσε ο Λέων Α΄το 468. Διοικούνταν στην αρχή από έναν κόμητα, κι από τον καιρό του Λέοντα Γ΄ από ένα δομέστικο. Οι εξκουβήτορες χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές,
    γ) τον αριθμό ή βίγλα, μ' επικεφαλής ένα δρουγγάριο. Το σώμα τούτο συγκροτήθηκε από τον Αρκάδιο και κύρια αποστολή του ήταν η φρούρηση του παλατιού ή στις περιπτώσεις εκστρατείας, της αυτοκρατορικής σκηνής,
    δ)
    των ικανάτων, του νεότερου σώματος της φρουράς, που συγκροτήθηκε από τον Νικηφόρο Α΄ .
    Τα τμήματα που αναφέραμε, ήταν, αντίθετα με την παλαιότερη ανακτορική φρουρά, μάχιμα. Ήταν καταυλισμένα εν μέρει στην Κωνσταντινούπολη την ίδια και εν μέρει στα περίχωρά της.
    Tην κυρίως αυτοκρατορική φρουρά αποτελούσε η εταιρία, σώμα ξένων μισθοφόρων, αρχικά σλαβικής και τουρκικής καταγωγής, αργότερα όμως παντοδαπής προελεύσεως.
    Κατά τα τέλη του 10ου αι. η εταιρία ενισχύεται με τη συγκρότηση ενός νέου σώματος, των Βαράγγων, μισθοφόρων σκανδιναβικής και ρωσικής καταγωγής που αποτελούσαν την Ντρουζίνα.
    Συν τω χρόνω οι Βαράγγοι εξετόπισαν τα τάγματα που αναφέραμε προηγουμένως και απόμειναν σαν η μόνη αυτοκρατορική φρουρά.
    Ενώ όμως πρώτα αποτελούνταν από Σκανδιναβούς και Ρώσους, άρχισαν από τα τέλη του 11ου αι. να στρατολογούνται κατά προτίμηση από Άγγλους.
    Δεύτερο αντιβαρβαρικό κίνημα κατά τα μέσα του 5ου αι. και η σαφαγή του αλανού Άσπαρος μαζί με τη σε μεγάλη κλίμακα στρατολογία των εμπειροπόλεμων ισαυρικών φύλων, που εγκαινιάζεται από τότε, απάλλαξαν εντελώς το κράτος από τη βαρβαρική απειλή.
    Η μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευομένων προσδιορίζει τη σύνθεση και συγκρότηση του βυζαντινού στρατού στον επόμενο, 6ο αι. κ.ε. Πράγματι, ουσιώδεις μεταβολές συμβαίνουν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού κατά τον αιώνα αυτό. Οι οπλίτες των αριθμών, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, κι αντίθετα προς ό,τι πιστευόταν μέχρι προ ολίγου χρόνου, ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι και ονομάζονταν με το γενικό όνομα στρατιώτες.

    Comment


      #3
      Ιστορία Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων


      Οπλισμός του Βυζαντινού Στρατού

      Ο οπλισμός του βυζαντινού στρατού θεωρούνταν ο καλύτερος και ο πιο τέλειος της εποχής του.
      Ήταν ακόμη και καλύτερος του περσικού, ο οποίος και πολύ αρχαιότερος ήταν, αλλά και η τεχνική κατασκευής όπλων στην Περσία είχε εξελιχτεί σε ύψιστο βαθμό με την πάροδο των χρόνων.
      Τόσο τα φορητά (ελαφρά) όσο και τα βαριά όπλα του βυζαντινού στρατού υπερείχαν από όλα τα όπλα των άλλων εθνών, και την υπεροχή αυτή, το Βυζάντιο, τη διατήρησε σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, χάρη στα αυστηρά κρατικά νομοθετικά μέτρα, τον έλεγχο και την επίβλεψη τα οποία εφάρμοσε σε ό,τι αφορούσε τον οπλισμό.
      Κατασκευή όπλων επιτρεπόταν μόνο από κρατικά ελεγχόμενα ή στρατιωτικά οπλοποιεία και εργαστήρια.
      Οι οπλοποιοί (δεπωτάτοι ή φαβρικίσιοι) και γενικά οι κατασκευαστές όπλων ήταν γνωστοί στο κράτος, ελέγχονταν, επιτηρούνταν και απαγορευόταν σ' αυτούς η πώληση όπλων ή η γνωστοποίηση του τρόπου και μεθόδων κατασκευής τους σε ξένους.
      Οι παραβάτες τιμωρούνταν με σωματικές ή χρηματικές ποινές, ακόμη και με θάνατο.
      Η εμφάνιση των όπλων ήταν απλή, χωρίς κοσμήματα και παραστάσεις.
      Με την πάροδο του χρόνου όμως (10ο αι.), οι κατασκευαστές όπλων άρχισαν να τα διακοσμούν με κοσμήματα χρυσού, αργύρου, καθώς και με πολύτιμες πέτρες. Παρ' όλα αυτά, η χρήση διακοσμημένων και γενικά πολυτελών όπλων είναι περιορισμένη και μόνο επιβλητικά ήταν για να προξενούν τρόμο στον εχθρό. Τα όπλα διακρίνονταν σε φορητά (αμυντικά και επιθετικά) και σε βαριά (όπλα θέσης).

      Α. Φορητά όπλα.

      α) Αμυντικά φορητά όπλα. Αυτά ήταν:
      1. οι ασπίδες, οι οποίες καλούνταν «σκουτάρια» και οι στρατιώτες σκουτάριοι. Ο Λέοντας ΣΤ΄ ονομάζει τις ασπίδες των οπλιτών «θυρεούς» και εκείνες των ψιλών «ασπιδίκια»,
      2. οι περικεφαλαίες γνωστές ως κασίδες και κασίδια, ανάλογα με το μέγεθός τους και ως κόρυθες (Λέοντας ΣΤ΄), και οι οποίες έφεραν στην αρχή αιχμή και αργότερα (6ο αι.) λοφίο,
      3. οι θώρακες οι οποίοι ήταν, ή αλυσιδωτοί ή κεράτινοι ή από δέρμα βουβάλου (γνωστοί ως ζάβες, ή σάλβες, ή λωρίκια ή κλιβάνια), ή από κένδουκλο, δηλ. πίλημα κν. κετσέ (γνωστοί ως νευρικά, ή καββάδια ή κένδουκλα),
      4. τα χειρομάνικα, τα οποία λέγονταν και χειρόψελλα ή μανικέλλια,
      5. οι κνημίδες, οι οποίες καλούνταν και ποδόψελλα ή χαλκότουβλα,
      6. τα προμετώπια ή προμετωπίδια, τα οποία χρησίμευαν για την προστασία των μετώπων των ίππων των κατάφρακτων ιππέων,
      7. τα περιστέρνια ή περιστήθια ή στηθάρια, για την προστασία των τραχήλων των ίππων και 8) τα κατανώτια, για την προστασία των οπισθίων των ίππων.
      β) Επιθετικά φορητά όπλα. Αυτά ήταν:
      1. τα δόρατα, τα οποία λέγονταν κοντάρια, ή μέναυλα και είχαν μήκος 3,50-4,70μ.,
      2. τα δορυδρέπανα, τα οποία ήταν δόρατα μακριά και έφεραν κοντά στην αιχμή τους κοφτερό δρεπάνι, σαν άγκιστρο, για την κατάρριψη των επιβοηθητικών αμυντικών μέσων των επάλξεων,
      3. τα ακόντια, τα οποία λέγονταν και ρικτάρια, ή ριπτάρια ή βυρίττες, ή λαγκίδια και τα οποία είχαν μήκος 2,5μ. (με αυτά εφοδιάζονταν οι πελταστές και στο ιππικό οι ψιλοί ακοντιστές),
      4. οι σπάθες ή τα σπαθιά, αναρτώμενα από τον ώμο και από τη ζώνη (παραμήρια ή μάχαιρες) και τα οποία έφεραν οι σκουτάριοι. Οι κατάφρακτοι ιππείς έφεραν ξίφη δίστομα, μεγάλα ή μικρά, αναρτώμενα από τον ώμο και παραμήρια διαζωσμένα,
      5. τα μαρτζοβάβουλα ή τα πελεκίδια, με τα οποία οπλίζονταν οι πελταστές και όλοι οι ιππείς. Ονομάζονταν και τζικούρια ή τρικούρια ή σαλίβες,
      6. οι κορύννες ή κορύνια. Καλούνταν και δίστρια ή βαρδούκια ή ματζούκια, ή ρόπαλα ή γλάβες ή σιδηροράβδια, ή πελατίκια,
      7. τα τόξα, τα οποία καλούνταν και τοξάρια, ενώ τα βέλη τους σαγίτες και οι τοξότες και σαγιτάτορες και αρκάτοι. Οι θήκες των βελών ονομάζονταν κούκουρα (φαρέτρες) και αναρτιόνταν από τον ώμο,
      8. τα σωληνάρια μικρά τόξα,
      9. οι τζάγρες ή τζαγγρές μεγάλα και πολύ ισχυρά τόξα, τα οποία έβαλλαν μικρά αλλά βαριά βέλη (εισήχτηκαν στο Βυζάντιο από τους σταυροφόρους της Α΄ σταυροφορίας τον 11. αι.),
      10. οι άγγωνες, μικρά δόρατα που χρησιμοποιούνταν και ως ακόντια. Είχαν σχήμα τριφυλλιού με δύο άγκιστρα και χρησίμευαν να καταξεσκίζουν τις σάρκες του εχθρού, αλλά και να βοηθούσαν στην κλίση της εχθρικής ασπίδας, ώστε να αποκαλύπτεται το στήθος και η κεφαλή του αντιπάλου και
      11. οι σφενδόνες, οι οποίες καλούνταν και σφενδοβόλα (εισήχτηκαν όπως και οι τζάγγρες από τη Δ. Ευρώπη). Επίσης τα χειροσίφωνα και οι σιφώνες για την εκσφενδόνιση «εσκευασμένου πυρός», δηλ. του υγρού πυρός.
      Β. Βαριά όπλα.

      Αυτά ήταν πολεμικές μηχανές ή όργανα που χρησιμοποιούνταν για την άμυνα ή την προσβολή τειχών. Καλούνταν, γενικά, μάγγανα ή μηχανές και οι κατασκευαστές τους μαγγανάριοι ή μηχανάριοι, ενώ εκείνοι που τις συντηρούσαν και τις χειρίζονταν, κουράτορες των μαγγάνων. Είδη πολεμικών μηχανών ήταν πολλά. Οι κυριότερες όμως πολεμικές μηχανές ήταν:
      1. οι κριοί,
      2. οι πετροβόλοι (πετροβόλα μαγγανικά και βαλλίστρες ή αλακάτια ή τετραρείς),
      3. οι τοξοβολίστρες ή καταπέλτες,
      4. οι χελώνες (χωστρρίδες, λαίσαι ή σπαλίωνες, έμβολοι, γεροχελώνες, ορεικτρίδες, αμπελοχελώνες),
      5. οι ελεπόλεις ή μόσσινοι,
      6. οι κλίμακες,
      7. οι αυλοί και
      8. τα τρύπανα. Επίσης βαριά όπλα ήταν και τα πυροβόλα, τα οποία εμφανίστηκαν κατά τον 15ο αι. (1422) και ονομάζονταν μεγάλες σκευές και μπουμπάρδες και τηλέβολοι και αφετήρια.
      Στολή, υπόδηση και εξάρτηση

      Oι στολές των βυζαντινών ήταν απλές, πρακτικές και χωρίς κοσμήματα ή πολύχρωμα εξαρτήματα.
      Τόσο οι στολές των ιππέων όσο και των πεζών ήταν όμοιες, διέφεραν μόνο στο βάρος, μέγεθος και σε μικρολεπτομέρειες.
      Έφεραν χιτώνα (ο οποίος λεγόταν ζωστάριο και αρμελαύσιο), μανδύα (ο οποίος λεγόταν και γουνίο ή γουνοβερονίκιο ή κένδουκλο), αναξυρίδες (οι οποίες λέγονταν και βρακία ή τουβία), περικνημίδες και σκιάδιο (το οποίο λεγόταν και πίλος ή κάλυμμα ή καλύπτρα δηλ. σκούφια). Τα υποδήματά τους ήταν ελαφρά και στερεά.
      Οι στολές των κατώτερων αξιωματικών ήταν πολυτελείς, των ανωτέρων πολυτελέστερες και των στρατηγών πολυτελέστατες. Έφεραν σκιάδιο (κάλυμμα κεφαλής) «χρυσοκόκκινο κλαπωτόν άνευ αέρος» και σάγιο (χλαμύδα) από μεταξωτό ύφασμα.
      Ομοίως, οι χιτώνες τους ήταν μεταξωτοί χρυσοκέντητοι και έφεραν διάφορες ονομασίες (σκαραμάγγια ή καββάδια, ή σκαρανίκια ή διβητήσια ή σάκοι).
      Τα υποδήματα καλούνταν τζαγγία ή παραπόδια ή σάνδαλα ή παπούτζες. Οι στρατηγοί κρατούσαν επίσης και αργυρή ράβδο με χρυσούς κόμβους ή οποία καλούνταν δικανίκιο (ματζούκα).

      Η εξάρτυση αποτελούνταν από:
      1. τα λωρία για την ανάρτηση της σπάθης,
      2. τα θηκάρια ή πουγγία, για την τοποθέτηση των τροφών,
      3. τα δερμάτινα θηκάρια, για την τοποθέτηση των μαρτζοβάβουλων και
      4. τα τοξοφάρετρα (δερμάτινος γύλιος), για την τοποθέτηση του τόξου και δύο κουκούρων για τα βέλη και το σωληνάριο.

      Comment


        #4
        Ιστορία Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων

        Κάντε κλικ στoύς παρακάτω συνδέσμους για να διαβάσετε της αντίστοιχες παρουσίασεις για τον Ελληνικό Στρατό.




        Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (.pdf 3MB)




        Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη (.pdf 1.5MB)

        Comment


          #5

          Φωτογραφικό Υλικό

          Πατήστε και μεταφερθείτε σε αντίστοιχους συνδέσμους του ΓΕΣ

          Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1897
          Μακεδονικός Αγώνας
          Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
          Βαλκανικοί Πόλεμοι
          Μικρασιατική Εκστρατεία
          Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
          Κορέα
          Φωτογραφίες από διάφορες περιόδους της Ιστορίας

          Comment

          Working...
          X