Announcement

Collapse
No announcement yet.

Με φόντο την αγάπη...

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Με φόντο την αγάπη...

    Γονατισμένος, ανακάτεψε τη φωτιά στο τζάκι. Έδωσε καινούργια ζωή στη φλόγα, χαμογελώντας. Με αργές κινήσεις, σηκώθηκε και επέστρεψε στην παλιά πολυθρόνα. Τύλιξε την σκοροφαγωμένη μάλλινη κουβέρτα γύρω από τα λεπτά γερασμένα του πόδια και έσφιξε μέσα στα ζαρωμένα χέρια του, την άκρη της κουβέρτας.
    Έμεινε να κοιτάει τη φλόγα, μέχρι που τα βλέφαρα του βάρυναν από τη νύχτα.

    Ονειρεύτηκε…
    Την πρώτη μέρα που ήρθε σ’ αυτό το σπίτι…
    Μπήκε στο σπίτι, κρεμασμένος από το χέρι του πατέρα του. Μπροστά του έτρεχε η μεγάλη του αδελφή, φωνάζοντας από χαρά. Η μητέρα, στεκόταν ήδη στη μέση της μεγάλης σάλας. Είχε τα μακριά λεπτά χέρια της στη μέση. Κοιτούσε τον πατέρα του στα μάτια, έχοντας ένα απίστευτα γλυκό και συνάμα μεγάλο χαμόγελο στα καστανά της μάτια. Ο ήλιος έμπαινε κλεφτά μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων. Μύριζε έντονα βερνίκι και μπογιά. Είδε την αδελφή του να ανεβαίνει τρέχοντας τη στριφογυριστή σκάλα, για να διαλέξει πρώτη το δωμάτιό της. Άφησε το δυνατό χέρι του πατέρα του και την ακολούθησε στον επάνω όροφο.

    Η φωτιά γερασμένη κι αυτή, έμοιαζε να ξεψυχά, μέσα στο ψύχος της βραδιάς. Το λιγοστό φως της, δεν ζέσταινε πια τη μεγάλη σάλα. Τα ζαρωμένα χέρια, παγωμένα, σφίχτηκαν πιο πολύ γύρω από την κουβέρτα, ελπίζοντας να τα ζεστάνει. Δεν ήθελε να αφήσει το όνειρο να φύγει.

    Ονειρεύτηκε πάλι…
    Την ημέρα που εκείνος έφερε αγκαλιά την αγαπημένη του στο σπίτι…
    Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της βεράντας, κρατώντας την αγκαλιά. Εκείνη με δεμένα τα μάτια, είχε σφιχτεί γύρω από το λαιμό του και τον παρακάλαγε να την αφήσει να σταθεί στα πόδια της. Μπήκε στο σπίτι και την άφησε να σταθεί στη μέση της σάλας. Της έλυσε τα μάτια και κείνη τα άνοιξε διάπλατα. Είδε στα μάτια της, ένα γνώριμο βλέμμα, σαν αυτό που είχε δει και στα μάτια της μητέρας του. Την είδε να γυρνά γύρω από τον εαυτό της και να κοιτάζει αμίλητη και χαμογελαστή το μεγάλο χώρο. Όταν τον ξανακοίταξε, τα μάτια της ήταν σαν δυο μικρές λίμνες που έζησαν το μεγάλο Χειμώνα και τώρα επιτέλους συναντούσαν πάλι την Άνοιξη. Έπεσε στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας «Σ’ αγαπώ ζωούλα μου» και τον φίλησε απαλά στο λαιμό. Την σήκωσε πάλι στα χέρια του και ανέβηκε την ίδια στριφογυριστή σκάλα…

    Η φωτιά αργοπέθαινε. Όσο κι αν έσφιγγε την κουβέρτα, το κρύο δεν τον άφηνε ήσυχο. Δεν ήθελε τίποτα άλλο. Μόνο να κρατηθεί από κείνο το όνειρο.

    Ονειρεύτηκε πάλι…
    Την ημέρα που αποχαιρέτησε για πάντα την καλή του…
    Στέκεται θλιμμένος μέσα στο μαύρο του κουστούμι. Έχει τα μάτια του καρφωμένα στη γη, μπροστά του. Βλέπει το αμείλικτο χώμα να πέφτει πάνω στο σκεπαστό κρεβάτι της αγαπημένης του. Σε λίγο, δεν βλέπει ούτε λίγη από την άκρη αυτού του κρεβατιού. Είναι τυλιγμένος στη λύπη του. Δεν ακούει και δεν βλέπει τίποτα. Μόνο τις δυο μικρές λίμνες των γαλανών ματιών της βλέπει. Όταν πήρε τα μάτια του από το χώμα, όλοι είχαν φύγει. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό. Περίμενε να τη δει να φεύγει. Περίμενε να βρει την απάντηση στο αγωνιώδες του γιατί. Το μόνο που είδε, ήταν ο ουρανός που δάκρυζε το ίδιο θλιμμένος με εκείνον.

    Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γκρίζο για ώρα. Μέσα στην αγωνία του να τη δει, νομίζει ότι βλέπει πάλι τα γαλανά της μάτια. Του χαμογελάει και του γνέφει να πάει κοντά της. Ξέρει ότι είναι η τελευταία του ευκαιρία, για να είναι και πάλι μαζί της. Απλώνει το χέρι του και την αγγίζει. Εκείνη χώνεται πάλι στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας «Σ’ αγαπώ ζωούλα μου» και τον φιλά απαλά στο λαιμό.

    Η φωτιά έχει σβήσει από ώρα. Τα γερασμένα χέρια έχουν κρυσταλλώσει γύρω από την παλιά μάλλινη κουβέρτα. Η μικρή γερασμένη καρδιά, έχει από ώρα σταματήσει να σαλεύει.
Working...
X