Announcement

Collapse
No announcement yet.

Μυστράς

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Μυστράς

    ΜΥΣΤΡΑΣ

    Σε έναν βραχώδη λόφο, στις παρυφές του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σπάρτης, βρίσκεται η μεσαιωνική, έρημη σήμερα καστροπολιτεία του Μυστρά, το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού πριν την Οθωμανική κατάκτηση. Ο λόφος αποτελεί από μόνος του ένα φυσικό οχυρό σε μία στρατηγική θέση. Τα πλεονεκτήματα της θέσης αυτής κατενόησε αρχικά ο Γουλιέλμος Β Βιλλεαρδουίνος, ένας περιφερειακός ηγεμόνας των σταυροφόρων, που με τη βοήθεια των Ενετών είχε υποτάξει τη Μονεμβασιά. Το κάστρο που έχτισε τότε, έμεινε στην κατοχή του μόλις 10 χρόνια. Στα 1259, στην περίφημη μάχη της Πελαγονίας, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, νίκησε το στρατό των Φράγκων και αιχμαλώτισε το Βιλλεαρδουίνο, τον οποίο υποχρέωσε να παραδώσει τρία κάστρα: αυτό της Μονεμβασιάς, το κάστρο της Μεγάλης Μάινας και τέλος το κάστρο του «Μυζηθρά», όπως λεγόταν τότε και σύμφωνα με το χρονικό του Μορέως, ‘το λαμπρότερο και ομορφότερο’. Από τότε ο Μυστράς καθίσταται βυζαντινή βάση και έδρα του διοικητή της Πελοποννήσου.
    Η ασφάλεια που παρείχε η θέση σε μία δύσκολη και ανήσυχη εποχή, έκανε τους γύρω κατοίκους βαθμιαία να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν γύρω από την έδρα του διοικητή τους. Έτσι δίπλα στο κάστρο, άρχισε να αναπτύσσεται μία πολιτεία. Από το 1308 ο ρόλος του Μυστρά αναβαθμίζεται ακόμα περισσότερο, όταν η Βασιλεύουσα αποφασίζει να τοποθετεί στη θέση αυτή μόνιμους πλέον διοικητές, που προέρχονται από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του αυτοκράτορα. Την ίδια εποχή ο Μυστράς γίνεται έδρα του Δεσποτάτου του Μορέως και κέντρο εξορμήσεως για την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Για τα επόμενα 150 χρόνια θα αποτελέσει ένα φάρο πνευματικής ακτινοβολίας σε μία βυζαντινή αυτοκρατορία που ουσιαστικά κατέρρεε. Θα φτάσει στην ύψιστη στιγμή του και λάμψη όταν στα 1449, ο Δεσπότης Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στέφεται μέσα στην Μητρόπολη του Μυστρά, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, πριν πάει στην Πόλη και σφραγίσει με τη ζωή του το τέλος της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μυστράς θα παραδοθεί μερικά χρόνια αργότερα στους Τούρκους από τον αδελφό του Δημήτριο Παλαιολόγο.
    Ο Μυστράς θα ακμάσει και υπό Τουρκοκρατίας, ως έδρα του Τούρκου διοικητή και ως κέντρο παραγωγής μεταξιού. Θα καταληφθεί από τους Βενετούς του Μοροζίνι το 1687, μόλις όμως το 1715 θα ξαναπέσει στα χέρια των Τούρκων. Η επόμενη απελευθέρωσή του θα γίνει για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά τα ‘Ορλωφικά’ το 1770, με αποτέλεσμα να λεηλατηθεί αμέσως μετά από τους Αλβανούς. Τέλος θα καταστραφεί για τελευταία φορά από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ το 1825. Μετά την απελευθέρωση, ο νέος μονάρχης της Ελλάδας, βασιλιάς Όθωνας, ιδρύει στον παρακείμενο κάμπο μία νέα πόλη, τη Σπάρτη. Βαθμιαία ο Μυστράς εγκαταλείπεται και οι κάτοικοί του εγκαθίστανται στη νέα πόλη.
    Η κατοικημένη πλευρά του λόφου του Μυστρά, ήταν χωρισμένη σε τρεις ζώνες που μαρτυρούν και τη βαθμιαία εξάπλωση της καστροπολιτείας κατά τους χρόνους της ακμής της. Η κορυφή του λόφου καταλαμβανόταν από το Κάστρο, στο μέσο του λόφου βρισκόταν η Πάνω Χώρα, με τα παλάτια και τα παλαιά αρχοντικά, ενώ τα ριζά του λόφου κατελάμβανε η Κάτω Χώρα ή Μεσοχώρα, όπου βρίσκονταν οι οικίες της αστικής τάξης, τα περισσότερα μοναστήρια και φυσικά η Μητρόπολη. Κάθε μία από αυτές τις ζώνες περιβαλλόταν από οχυρό τείχος ενισχυμένο με πύργους και καστρόπορτες. Τέλος εκτός του τελευταίου τείχους σχηματίστηκε η Έξω Χώρα, η τελευταία συνοικία της πόλης.
    Η είσοδος στην Κάτω Χώρα γίνεται σήμερα από την πόρτα που είναι πάνω από την πηγή της Μαρμάρας ή από την πόρτα που είναι κάτω από τη Μητρόπολη. Εντύπωση κάνει αμέσως στον επισκέπτη το πλήθος των εκκλησιών σε μία σχετικά μικρή συνοικία. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι οι εκκλησίες εκείνη την εποχή εκτός από δείγματα ευλάβειας αποτελούσαν και ένα μέσο επίδειξης και προπαγάνδας των ισχυρών ηγεμόνων.
    Η Μητρόπολη (Άγιος Δημήτριος) απαρτίζεται σήμερα από ένα σύμπλεγμα κτιρίων που δεν ανήκουν όλα στην ίδια εποχή. Επιγραφή στο εσωτερικό της εκκλησίας μας πληροφορεί ότι κτίστηκε από τον πρόεδρο Κρήτης μητροπολίτη Νικηφόρο το έτος 6800 από κτήσεως κόσμου, κάτι που αντιστοιχεί με το 1292 μ.Χ. Στο εσωτερικό της φέρει εκπληκτικής τέχνης τοιχογραφίες, όπως αυτές με την ‘ετοιμασία του θρόνου’ στο διακονικό. Στη μαρμάρινη πλάκα με την παράσταση του δικέφαλου αετού στο δάπεδο της εκκλησίας,πάτησε σύμφωνα με την παράδοση ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, όταν στέφθηκε «πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Στο συγκρότημα της Μητρόπολης στεγάζεται και το Μουσείο, με εκθέματα κυρίως εκκλησιαστικής τέχνης.
    Σε μικρή απόσταση από τη Μητρόπολη βρίσκεται η μικρή εκκλησιά της Ευαγγελίστριας, χρονολογημένη στα τέλη του 14ου αιώνα με εντυπωσιακό γλυπτό διάκοσμο. Οι τάφοι γύρω της και το μικρό της μέγεθος δηλώνουν ότι ήταν η εκκλησία του νεκροταφείου.
    Ο χώρος δυτικά της Ευαγγελίστριας καταλαμβάνεται από τη Μονή Βροντοχίου, όπου ο φιλόδοξος αρχιμανδρίτης Παχώμιος, ηγούμενος και Μέγας Πρωτοσύγγελος της Πελοποννήσου ίδρυσε τις δύο εκκλησιές της μονής: Τους Αγ. Θεοδώρους και την Παναγία Οδηγήτρια (Αφεντικό).
    Οι Άγιοι Θεόδωροι κτίστηκαν γύρω στο 1295 στον τύπο του οκταγωνικού ναού (όπου ο τρούλος στηρίζεται σε οκτώ στηρίγματα). Εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη με την κλιμάκωση των στεγών και την επιμελημένη διακόσμηση της ανατολικής πλευράς, με την πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία, τις οδοντωτές ταινίες και τις ζώνες με τις ένθετες πλάκες. Στο βορειοανατολικό παρεκκλήσιο, όπως μας πληροφορεί επιγραφή υπάρχει ο τάφος του Μανουήλ Παλαιολόγου, της γνωστής οικογένειας. Η πολυτελέστερη Παναγία Οδηγήτρια κτίστηκε λίγο αργότερα, το 1310 και αποτελεί έναν συνδιασμό τρίκλιτης βασιλικής και πεντάτρουλου σταυρικού ναού. Είχε την πολυτέλεια ενός αυτοκρατορικού μνημείου και πιθανολογείται ότι οι μαστόροι που την ανέγειραν, είχαν έρθει από τη Βασιλεύουσα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες σώζονται στο νάρθηκα (ίαση του τυφλού, γάμος εν Κανά), το βήμα (ιεράρχες) και το βορειοδυτικό παρεκκλήσιο (Χορός Μαρτύρων). Ο τρούλος είναι αναστηλωμένος από τον αείμνηστο καθηγητή Ορλάνδο.
    Από την Κάτω Χώρα ανεβαίνοντας τα λιθόστρωτα σοκάκια και περνώντας κάτω από τα καμαροσκέπαστα «διαβατικά», ο επισκέπτης φτάνει στην Πάνω Χώρα από την «Πόρτα της Μονεμβασιάς», που λεγόταν έτσι γιατί από εκεί έμπαιναν όσοι έρχονταν από τη θάλασσα, σε αντίθεση από την «Πόρτα τ’ Αναπλιού» που βρίσκεται πίσω από τα παλάτια και προοριζόταν γι’ αυτούς που έρχονταν από την στεριά. Και εδώ υπάρχουν σημαντικές εκκλησίες: η Αγία Σοφία, κτισμένη τον 14ο αιώνα από τον πρώτο Δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνό, σταυρικός δίστυλος ναός με τρούλο, η Περίβλεπτος, στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο με εκπληκτικής ομορφιάς τοιχογραφίες και τον εικονογραφικό διάκοσμο να σώζεται σχεδόν ακέραιος και τέλος η Παντάνασσα με τους πολλούς τρούλους και το τετραώροφο καμπαναριό, που ήταν και η τελευταία πολυδάπανη εκκλησία που κτίστηκε στο Μυστρά (1428).
    Στην πάνω χώρα βρίσκονται και τα περίφημα «παλάτια», δηλ. οι κατοικίες των οικογενειών ευγενικής καταγωγής, αρχικά των Φράγγων και αργότερα των βυζαντινών. Εδώ θα συναντήσει ο επισκέπτης τα εντυπωσιακά έστω και στη σημερινή ερειπιώδη τους κατάσταση αρχοντικά των Καντακουζηνών και των Παλαιολόγων, που είχαν στα χέρια τους την τύχη όλης της καστροπολιτείας και της Πελοποννήσου.
    Συνεχίζοντας ο επισκέπτης τα ανηφορικά μονοπάτια φτάνει στην κορυφή του λόφου, στο Κάστρο του Βιλλεαρδουίνου, που η αρχική του μορφή έχει αλλοιωθεί δραματικά από τις αλλεπάλληλες νεώτερες μετασκευές. Σήμερα πάνω στο Κάστρο σώζονται ερειπωμένα η κατοικία του διοικητή και ένα παρεκκλήσιο. Μία μεγάλη στέρνα χρησίμευε για τις ανάγκες των αποκλεισμένων σε περιόδους πολιορκίας. Από το Κάστρο μπορεί να έχει κανείς και μία συνολική θέαση ολόκληρης της καστροπολιτείας και της κοιλάδας της Σπάρτης που απλώνεται στο βάθος.
Working...
X