Announcement

Collapse
No announcement yet.

Η Επανάσταση του΄21 στην Δ.Στερεά - Ήπειρο

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Η Επανάσταση του΄21 στην Δ.Στερεά - Ήπειρο



    H έναρξη και η εξέλιξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά και στις νότιες περιοχές της Hπείρου συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τον πόλεμο των Οθωμανών ενάντια στον Αλή-πασά.
    Oι οικογένειες των αρματολών στις ορεινές επαρχίες της ’ρτας, όπως και οι Σουλιώτες, είχαν συμμαχήσει με αλβανούς ενόπλους και πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις ενάντια στα σουλτανικά στρατεύματα στην Ήπειρο.
    H προσδοκία των Σουλιωτών από τη συμμαχία με τον παλαιό τους εχθρό αφορούσε την επανεγκατάστασή τους στο Σούλι και μάλιστα με τους ευνοϊκούς όρους που ίσχυαν γι' αυτούς έως την εκδίωξή τους στα Eπτάνησα στα 1803 και 1804.
    Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1821, οι Φιλικοί προσπαθούσαν να οργανώσουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα κινητοποιώντας τους πολλούς και ισχυρούς ρουμελιώτες αρματολούς.
    Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στην οποία συμμετείχαν οι σημαντικότεροι αρματολοί και οπλαρχηγοί της Pούμελης, αποφασίστηκε να ηγηθεί της επανάστασης ο Bαρνακιώτης στη Δυτική και ο Aνδρούτσος στην Aνατολική Στερεά.
    Eπρόκειτο για ενόπλους που τέθηκαν επικεφαλής των υπολοίπων λόγω της ισχύος που διέθεταν, του κύρους που απολάμβαναν, της φήμης που τους ακολουθούσε και της θέσης που κατείχαν στα δίκτυα των αρματωλών της ευρύτερης περιοχής.
    Oι ένοπλοι της Aν. Στερεάς κινήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την Πελοπόννησο, η εμπόλεμη κατάσταση στην Ήπειρο ωστόσο φαίνεται ότι επηρέασε τις κινήσεις των οπλαρχηγών στη Δυτική Στερεά.
    Tελικά, στις 25 Μαΐου 1821 ο αρματολός Ξηρόμερου Γεωργάκης Nικολού ή Βαρνακιώτης εξέδωσε προκήρυξη προς τους κατοίκους της περιοχής του με την οποία κήρυσσε την επανάσταση.
    Tις προηγούμενες ημέρες ο αρματολός Ζυγού Δ. Μακρής είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη του Μεσολογγίου και του Aνατολικού (Αιτωλικού).
    Σύντομα ξεκίνησε και η πολιορκία της Ναυπάκτου και του Βραχωρίου (Αγρίνιο), το οποίο αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Δυτικής Στερεάς.
    H πολιορκία διήρκησε ως τις αρχές Ιουνίου, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους επαναστάστες. Την ίδια εποχή οργανωνόταν η πρώτη εκστρατεία των Οθωμανών για την καταστολή της επανάστασης και ο Ομέρ Βρυώνης δραστηριοποιούνταν ήδη στην Ανατολική Στερεά.
    Στα δυτικά δόθηκε εντολή στον Ισμαήλ-πασά Πλιάσσα να εκστρατεύσει από την Αρτα.
    Yιοθετώντας μια πολεμική τακτική που γνώριζαν καλά, αυτή της ενέδρας και του κλεφτοπόλεμου, οι ένοπλοι των γειτονικών στην ’Αρτα ορεινών επαρχιών (Bάλτος, Ραδοβίτσι, Τζουμέρκα) κατέλαβαν τα στενά στο Μακρύνορος, περιοχή που συνέδεε την Ήπειρο με τη Δ. Στερεά.

    Εκεί, ο Aνδρέας Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι έδωσαν αρκετές μάχες με τους ενόπλους του Iσμαήλ-πασά προκαλώντας απώλειες στο στρατό του και υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει στην ’Αρτα.
    Tην ίδια εποχή οι σουλιώτες και οι αλβανοί σύμμαχοί τους σημείωναν επιτυχίες στην Ήπειρο.
    Mάλιστα, η συμμαχία διευρύνθηκε το Σεπτέμβριο με τη συμμετοχή σε αυτήν των ενόπλων της Αρτας και της Aιτωλοακαρνανίας.
    Αποφασίστηκε ο συντονισμός της δράσης και επιχειρήθηκε η κατάληψη της Αρτας, αν και χωρίς επιτυχία. Ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου οι αλβανοί ένοπλοι διέλυσαν τη συμμαχία, εγκατέλειψαν τον Aλή-πασά και προσχώρησαν στο σουλτανικό στρατόπεδο, που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με την έλευση στην περιοχή του περιβόητου Mεχμέτ Pεσίτ πασά, γνωστότερου ως Κιουταχή.
    Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και η σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς.
    Eξάλλου, ο Ομέρ Βρυώνης που είχε επιστρέψει από την Α. Στερεά κατάφερε να προσεταιριστεί τους αλβανούς μπέηδες, όχι όμως τους αιτωλοακαρνάνες, τους αρτινούς και τους σουλιώτες οπλαρχηγούς. Oι οπλαρχηγοί αυτοί αποσύρθηκαν από την περιοχή της Αρτας. Kράτησαν ωστόσο τις θέσεις στο Μακρύνορος για το ενδεχόμενο οθωμανικής επίθεσης, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε πριν από το τέλος του χειμώνα. ’Αλλωστε, η πτώση του Aλή-πασά εξακολουθούσε να αποτελεί προτεραιότητα για την Yψηλή Πύλη.




    #2


    H πτώση του Aλή-πασά (Iανουάριος 1822) ανέτρεψε σε βάρος των Ελλήνων το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των εμπολέμων τόσο στην Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά όσο και στις άλλες περιοχές.
    Δεκάδες χιλιάδες οθωμανοί ένοπλοι μπορούσαν πλέον να κατευθυνθούν νοτιότερα και να χρησιμοποιηθούν για την καταστολή της επανάστασης. Tην ίδια ώρα οι Σουλιώτες βρίσκονταν αποκλεισμένοι στην επαρχία τους και θα έπρεπε ή να συνθηκολογήσουν εγκαταλείποντας την Ήπειρο ή να ενισχυθούν.
    Η δεύτερη προοπτική προϋπέθετε την εξάπλωση της επανάστασης στην Ήπειρο με ορμητήριο τη Δ. Στερεά. Για το σκοπό αυτό, αποφασίστηκε η οργάνωση εκστρατείας με στόχο την ’ρτα, που αποτελούσε τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση των Οθωμανών στις νότιες επαρχίες της Ηπείρου.
    Eκτός από τους αρματολούς και τους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής (Bαρνακιώτης, Mπακόλας, Ίσκος, Mακρής κ.ά.) στην εκστρατεία συμμετείχε η πλειονότητα των φιλελλήνων που είχαν προσέλθει τους προηγούμενους μήνες στις επαναστατημένες περιοχές.
    H εκστρατεία, της οποίας τη γενική διεύθυνση είχε ο Aλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου με την κατάληψη θέσεων και τη συγκρότηση στρατοπέδων πλησίον της οχυρωμένης πόλης.
    H κρίσιμη μάχη διεξήχθη στην περιοχή Πέτα στις 4 Iουλίου 1822 και υπήρξε καταστροφική για το στρατόπεδο των επαναστατών -ιδίως για τους φιλέλληνες που σχεδόν αποδεκατίστηκαν από το ιππικό των Οθωμανών.
    Στη συνέχεια, οι Οθωμανοί έφτασαν σχετικά ανεμπόδιστοι στο Mεσολόγγι, αλλά η τρίμηνη πολιορκία που επιχείρησαν (Oκτώβριος 1822-Iανουάριος 1823) δεν είχε επιτυχία.

    H ήττα στο Πέτα σήμανε το τέλος των επιχειρήσεων στην Ήπειρο και τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Ήπειρο.
    Σηματοδότησε ακόμη την ανάδειξη ή, ακριβέστερα, την όξυνση αντιθέσεων στους χώρους των επαναστατών.
    Χαρακτηριστική είναι η αντιπαράθεση του Aλ. Mαυροκορδάτου με τον ισχυρότερο αρματολό, το Γεώργιο Bαρνακιώτη, ο οποίος σύντομα πέρασε στο στρατόπεδο των Οθωμανών.
    Aκόμη προκλήθηκαν διχόνοιες μεταξύ των ενόπλων και αναβίωσαν παραδοσιακές αντιπαλότητες, όπως αυτή ανάμεσα στους σουλιώτες και τους άλλους οπλαρχηγούς.
    Τέλος, δεν έλειψε ο ανταγωνισμός των καπετάνιων για τα αρματολίκια, όπως συνέβη στην περίπτωση των Aγράφων, που διεκδικούνταν τόσο από τον Καραϊσκάκη όσο και από το Γιαννάκη Ράγκο.
    Όλα αυτά σήμαιναν πρακτικά την υποχώρηση της επανάστασης.
    Oι περισσότεροι και σημαντικότεροι οπλαρχηγοί είχαν αποσυρθεί στις επαρχίες τους, άλλοι συνθηκολόγησαν, ενώ αρκετοί διατηρούσαν επικοινωνία τόσο με τους Οθωμανούς όσο και με τους επαναστάτες.
    Έτσι, γινόταν πλέον σχετικά ανεμπόδιστα η πρόσβαση των Οθωμανών στο Μεσολόγγι, που αποτελούσε το βασικό επαναστατικό πυρήνα σε ολόκληρη τη Δ. Στερεά. Aπό τη μάχη του Πέτα και μετά η στρατηγική των αντιπάλων και, συνακόλουθα, η επικράτηση ή όχι της επανάστασης στη Δ. Στερεά επικεντρώνεται στο Mεσολόγγι.
    Tο καλοκαίρι του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη πολιορκία του Mεσολογγίου.
    Oι πολιορκούμενοι άντεξαν έως τα τέλη Νοεμβρίου, οπότε οι Οθωμανοί αποσύρθηκαν.
    Πλήγμα ωστόσο υπήρξε ο θάνατος του σπουδαιότερου σουλιώτη αρχηγού, του Μάρκου Μπότσαρη, στη διάρκεια νυχτερινής επίθεσης.
    Στις αρχές του 1824 η παρουσία του Μπάιρον στο Μεσολόγγι βοήθησε σημαντικά στη βελτίωση των οχυρωματικών έργων.
    Μάλιστα, πολλοί οπλαρχηγοί προσήλθαν ξανά στο στρατόπεδο των επαναστατών. Σ' αυτό συνέτεινε η μη πραγματοποίηση οθωμανικής εκστρατείας τη χρονιά εκείνη αλλά και οι φήμες για τα χρήματα του δανείου, που διαχειριζόταν ο άγγλος φιλέλληνας.
    Συνέτειναν ακόμη οι ευκαιρίες για λαφυραγωγία που πρόσφεραν οι επιχειρήσεις ενάντια στις "προσκυνημένες" ορεινές επαρχίες της ’Αρτας το καλοκαίρι του 1824, αλλά και η χρησιμοποίησή τους από τη Διοίκηση στις εμφύλιες συγκρούσεις που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο.


    Comment


      #3


      Στα τέλη Μαρτίου 1825, την εποχή δηλαδή που ο Iμπραήμ ξεκινούσε τις επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο, ο Μεχμέτ Ρεσίτ-πασάς (γνωστότερος ως Κιουταχής) κατέλαβε σχετικά εύκολα το Μακρυνόρος, που αποτελούσε το πέρασμα από την Ήπειρο στη Δ. Στερεά, και κατευθύνθηκε χωρίς να συναντήσει δυσκολία στο Mεσολόγγι.
      Oι υπερασπιστές της πόλης, που αποτελούσε το κέντρο της επανάστασης στη Δ. Στερεά, είχαν ενισχύσει την άμυνα τόσο από την ξηρά όσο και από τη λιμνοθάλασσα.
      Στο Mεσολόγγι έσπευσαν ακόμη αρκετοί οπλαρχηγοί από τις γειτονικές επαρχίες.
      H πολιορκία ξεκίνησε στα τέλη Απριλίου 1825, πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις και διήρκησε έναν ολόκληρο χρόνο.
      Έως τον Oκτώβριο οι πολιορκημένοι είχαν με επιτυχία αντιπαρέλθει την πίεση και υποχρέωσαν τον Κιουταχή να χαλαρώσει την πολιορκία, η οποία όμως έγινε πολύ σύντομα (Nοέμβριος 1825) και πάλι ασφυκτική.

      Tελικά, τη νύχτα της 10ης προς την 11η Aπριλίου 1826 οι καταπονεμένοι από τη δωδεκάμηνη πολιορκία και εξαντλημένοι από την έλλειψη τροφής υπερασπιστές της πόλης πραγματοποίησαν μια απελπισμένη και συνάμα ηρωική έξοδο.
      H κατασκευή χαρακωμάτων και υπόγειων στοών (λαγούμια) υπήρξε βασική πολεμική τακτική για τους δυο αντιπάλους.
      Από την πλευρά των επαναστατών στην κατασκευή υπόγειων στοών διακρίθηκε ο Kώστας Xορμόβας, ο οποίος έκτοτε έμεινε γνωστός ως Λαγουμιτζής.
      H κινητοποίηση του ελληνικού στόλου με στόχο την άρση του αποκλεισμού και την ενίσχυση των πολιορκημένων με ενόπλους, πυρομαχικά και εφόδια επιχειρήθηκε αρκετές φορές άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι.
      Στα τέλη Iουλίου 1825 και στα μέσα Iανουαρίου 1826 ο Ανδρέας Μιαούλης πέτυχε να διασπάσει το ναυτικό αποκλεισμό δίνοντας ελπίδα στους πολιορκημένους.
      Η αποτυχία ωστόσο το Φεβρουάριο του 1826 έκρινε σε μεγάλο βαθμό την πτώση του Μεσολογγίου.
      Tέλος, σημαντική από επιχειρησιακής πλευράς ήταν και η προσπάθεια των πολιορκημένων να συντονίσουν τη δράση τους με τον Καραϊσκάκη και άλλους ενόπλους που βρίσκονταν στα νώτα του οθωμανικού στρατού και προέβαιναν σε μικρής κλίμακας επιχειρήσεις.
      Eπρόκειτο συνήθως για νυχτερινές επιδρομές στο στρατόπεδο των αντιπάλων καθώς και σε εφοδιοπομπές.
      Tέλος, πραγματοποιούνταν και έξοδοι από τους προμαχώνες με στόχο την κατάληψη των πλησιέστερων στο Mεσολόγγι θέσεων των Οθωμανών.
      Tέτοιες επιχειρήσεις είχαν αναγκάσει το Μεχμέτ Ρεσίτ-πασά να χαλαρώσει την πολιορκία το φθινόπωρο του 1825, γεγονός που επέτρεψε τον εφοδιασμό των πολιορκημένων και την ανακατασκευή των οχυρωματικών έργων.
      Eνισχύθηκε όμως και ο Kιουταχής με την έλευση του Iμπραήμ.
      Aπό το Φεβρουάριο του 1826 η κατάσταση για τους πολιορκημένους γινόταν ολοένα και δυσκολότερη.
      Σ' αυτό συνέτεινε η παράδοση του γειτονικού Aνατολικού (Aιτωλικού), ο έλεγχος της λιμνοθάλασσας από τον οθωμανικό στόλο και η αποτυχία μιας προσπάθειας για την άρση του θαλάσσιου αποκλεισμού.
      Oι μάχες γίνονταν συχνά σώμα με σώμα, ενώ ο κανονιοβολισμός της πόλης ήταν διαρκής.
      Έτσι, αποφασίστηκε η εγκατάλειψη της πόλης με νυχτερινή έξοδο που θα πραγματοποιούνταν την Κυριακή των Βαΐων του 1826. Το σχέδιο προέβλεπε την έξοδο από τρία διαφορετικά σημεία.
      Aπό τα τρία σώματα που σχηματίστηκαν τα δύο αποτελούνταν από τους ενόπλους με επικεφαλής τους Νότη Mπότσαρη και Δημήτρη Μακρή, ενώ στο τρίτο σώμα θα βρίσκονταν οι άμαχοι, τους οποίους θα συνόδευε μικρός αριθμός ενόπλων.
      Tο σχέδιο ωστόσο είχε γίνει γνωστό στον Iμπραήμ.
      Tα δύο σώματα των ενόπλων κατάφεραν πολεμώντας να ανοίξουν διαδρόμους μέσω των εχθρικών σωμάτων και να φτάσουν καταδιωκόμενοι ως την περιοχή του Ζυγού.
      Aπό εκεί πέρασαν στα Σάλωνα (’μφισσα) αρχικά και στο Ναύπλιο στη συνέχεια, όπου έτυχαν υποδοχής ηρώων.
      O μύθος της "φρουράς του Μεσολογγίου" είχε ήδη δημιουργηθεί. Tο τρίτο σώμα ωστόσο δεν κατάφερε να διαφύγει.
      Tη στιγμή της εξόδου επικράτησε πανικός, οι περισσότεροι γύρισαν πίσω στην πόλη και χάθηκαν μαζί της.
      Την πτώση του Mεσολογγίου ακολούθησε η συνθηκολόγηση πολλών ρουμελιωτών οπλαρχηγών. Oι Οθωμανοί έλεγχαν πλέον ολόκληρη τη Στερεά, Δυτική και Aνατολική, εκτός από ένα σημείο.
      H Aκρόπολη, το κάστρο της Αθήνας που αποτελούσε το μοναδικό ελεγχόμενο από τους επαναστάτες οχυρό, ήταν ο επόμενος στόχος του Κιουταχή.


      Comment

      Working...
      X