Announcement

Collapse
No announcement yet.

Η Επέκταση του Ελληνικού Κράτους 1897 - 1922

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Η Επέκταση του Ελληνικού Κράτους 1897 - 1922


    Η περίοδος που αρχίζει με την ήττα στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 χαρακτηρίζεται από μια καθολική δυσαρέσκεια και το αίτημα της ανανέωσης της εθνικής ζωής σε όλους τους τομείς και ειδικά της αναδιάρθρωσης της κρατικής λειτουργίας.
    Η "ντροπή του '97" θα σημαδέψει ανεξίτηλα το πολιτικό κλίμα ως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, προσφέροντας την καταλυτική αφορμή για τη συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας του πολιτικού κατεστημένου και της ανάγκης για πολιτική μεταρρύθμιση τόσο σε επίπεδο δομών όσο και σε επίπεδο προσώπων.
    Στις τάξεις του στρατού, ειδικά των κατώτερων στρατιωτικών, ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι η εμπλοκή των πριγκήπων στην ηγεσία του στρατεύματος και η συνολικότερη ανικανότητα και διαφθορά πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων ήταν άμεσα υπεύθυνες για την εθνική αποτυχία.
    Η οξύτατη έκφραση της λαϊκής αγανάκτησης και ενός γενικευμένου αντιδυναστικού αισθήματος την αμέσως μετά την ήττα εποχή δεν οδήγησε σε ανατροπές, όπως προς στιγμήν διαφάνηκε, λόγω της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ της δυναστείας αλλά και της πρόθυμης συνεπικουρίας των πολιτικών που φοβούνταν ο καθένας για τη δική του τύχη. Έτσι, παρά την αντιδημοτικότητα της βασιλείας ο θρόνος διατήρησε αλώβητη την εξουσία του.
    Ταυτόχρονα, τα οικονομικά προβλήματα λαμβάνουν διαστάσεις κρίσης που οξύνεται με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, γεγονός που εξάλλου έρχεται και αυτό να προστεθεί στο αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης. Την πρώτη δεκαετία του αιώνα σημειώθηκε ευρύτατο κύμα μετανάστευσης κυρίως προς την Αμερική, τροφοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τη σταφιδική κρίση, ενώ το 1908 η διεθνής οικονομική ύφεση μείωσε τα εμβάσματα των ομογενών και των μεταναστών και κατά συνέπεια τα εισοδήματα των πολιτών.
    Την πολιτική αστάθεια και τις ζυμώσεις της πρώτης περιόδου μετά τον πόλεμο του 1897 τερματίζει σε κάποιο βαθμό το 1899 η εκλογική νίκη του τρικουπικού κόμματος, στην ηγεσία του οποίου είχε αναδειχθεί ο Γεώργιος Θεοτόκης.
    Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που είχε εξαγγείλει ο Θεοτόκης συγκέντρωσε τις ελπίδες και την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας.
    Στο πρώτο διάστημα της πρωθυπουργίας του (1899-1901) ο Θεοτόκης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το στρατιωτικό και το σταφιδικό ζήτημα, ενώ ένα μάλλον ξένο προς αυτόν γεγονός, τα "Ευαγγελικά", του στοίχισε την πτώση του.
    Η πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη προκάλεσε νέα πολιτική ανωμαλία, με αποκορύφωση βίαια γεγονότα όπως τα "Σανιδικά", ενώ η κυβερνητική αστάθεια τα επόμενα έτη (1902-4) κατέστησε ακόμα πιο αισθητό το αδιέξοδο της χώρας, την "κακοδαιμονία", κατά την κοινή έκφραση των συγχρόνων. Στην εξουσία εναλλάσσονταν το τρικουπικό και το δηλιγιαννικό κόμμα.
    Το 1905 δολοφονείται ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης.
    Η οικονομική κρίση που ακολούθησε την πρόσκαιρη ανάκαμψη μετά το τέλος του πολέμου, η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και ταραχή, η ιδεολογική σύγχυση που εκδηλωνόταν με περιστατικά όπως τα "Oρεστειακά" το 1903, όλα αυτά οδηγούν όλο και περισσότερο στο αίτημα εξόδου από το τέλμα. Το 1906 σχηματίζεται, κατόπιν νίκης στις εκλογές, και πάλι κυβέρνηση του Γεώργιου Θεοτόκη.
    Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου εμφανίστηκε στη Βουλή μια μικρή αλλά μαχητική αντιπολιτευτική ομάδα ανεξάρτητων βουλευτών, προτείνοντας μεταρρυθμίσεις και στηλιτεύοντας την κακή διαχείριση της πολιτικής και της διοίκησης.
    Η μαχητικότητα και ο δυναμισμός τους θύμισαν στον εκδότη της Ακροπόλεως Βλάσση Γαβριηλίδη τους ιάπωνες μεταρρυθμιστές που εξέλιξαν τη χώρα τους σε πρώτη δύναμη, νικήτρια των Ρώσων το 1905, γι' αυτό και τους ονόμασε "ομάδα των Ιαπώνων".
    Η ομάδα αυτή υποστηρίχθηκε έντονα από τον τύπο. Μέλη της υπήρξαν ο Στέφανος Δραγούμης, ο Δημήτριος Γούναρης, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, ο Χαράλαμπος Βοζίκης και ο Απόστολος Αλεξανδρής. Η υπουργοποίηση του Δημήτριου Γούναρη στον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Θεοτόκη το 1908 διέλυσε την ομάδα, ενώ ούτε και εκείνος προώθησε κάποιες από τις μεταρρυθμιστικές του αντιλήψεις.
    Ο Γεώργιος Θεοτόκης, ο οποίος χρημάτισε με κάποιες διακοπές σχεδόν μια δεκαετία πρωθυπουργός, οδήγησε γενικά τη χώρα έστω με αργά και κάποτε αμφίρροπα βήματα στην κατεύθυνση της αναδιοργάνωσης μετά την ήττα παρά τη σταδιακή του υποχώρηση από το προοδευτικό και ανακαινιστικό πρόγραμμα του Τρικούπη.
    Ασχολήθηκε ειδικά με την ανασυγκρότηση της οικονομίας μετά την πτώχευση, ενώ, κυρίως στην τετραετία 1906-9, στόχευσε στην αναδιοργάνωση του στρατού, εκτιμώντας ότι η διεθνής πολιτική κατέτεινε όλο και περισσότερο στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Ελλάδα έπρεπε να είναι αξιόμαχη για επικείμενες πολεμικές αναμετρήσεις.
    Η επιλογή της κυβέρνησης να μεριμνήσει για την άμυνα της χώρας και τον εξοπλισμό του στρατού δεν επέτρεψε όμως κανένα μέτρο κοινωνικής πρόνοιας ούτε έργα υποδομής κατά την τετραετία 1906-9.
    Η έκρυθμη κατάσταση, φανερή από την αρχή κιόλας του 1909, οδήγησε στην οριστική παραίτηση του Θεοτόκη (έπειτα από μια πρώτη που ανακλήθηκε το Μάιο του ίδιου χρόνου) το καλοκαίρι του 1909.
    Τον διαδέχεται η τέταρτη κατά σειρά μέσα στα χρόνια αυτά κυβέρνηση του Δημήτριου Ράλλη, η οποία θα κληθεί να διαχειριστεί τις εξελίξεις του κινήματος στο Γουδί.

    #2


    Η συνολική κατάσταση της Ελλάδας το 1909 προκαλούσε δυσαρέσκεια στην πλειοψηφία των Ελλήνων.
    Την εικόνα της γενικής κρίσης συνέθεταν τα σοβαρότατα προβλήματα στην οικονομία, η κοινωνική αναστάτωση λόγω της δυσμενούς θέσης κοινωνικών ομάδων, οι αποτυχίες της εθνικής πολιτικής και η ενοχοποίηση του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου αλλά και του θρόνου για αυτές.
    Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στη διακήρυξη εκ μέρους των Κρητών της Ένωσης με την Ελλάδα το 1908, δηλαδή η αποδοχή της διατήρησης της Κρήτης υπό την τουρκική επικυριαρχία, προτάσσοντας την πάση θυσία αποφυγή ελληνοτουρκικού πολέμου και υπακούοντας στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, έπληξε για άλλη μια φορά το κύρος του βασιλιά και του περιβάλλοντός του, ως προς την ικανότητά τους στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων.
    Ειδικότερα, στο χώρο των ελλήνων αξιωματικών κυριαρχούσε αίσθημα ταπείνωσης και μειονεξίας, καταγόμενο από την ήττα του '97 και διαιωνιζόμενο από την "άψογον", όπως ειρωνικά ονομάστηκε, στάση της Ελλάδας στις σχέσεις με την Τουρκία, ειδικά με αφορμή την προαναφερθείσα διακήρυξη της Ένωσης της Κρήτης.
    Ταυτόχρονα, καθολική είναι η δυσαρέσκεια απέναντι στον πολιτικό κόσμο, υπεύθυνο για την ανεπάρκεια του εξοπλισμού του στρατού, την εν γένει κακή κατάστασή του.
    Το κλίμα αναστάτωσης συμπλήρωναν τα παράπονα για ευνοιοκρατία αλλά και κάποιες γερμανικής εμπνεύσεως ρυθμίσεις που παρακώλυαν τις προαγωγές και απειλούσαν με στασιμότητα τη σταδιοδρομία πολλών αξιωματικών, φαινόμενα συνδεμένα και τα δύο με τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο, τον επικεφαλής του στρατεύματος.
    Εξάλλου, η οικονομική κρίση το 1908, αποτέλεσμα της αδυναμίας διάθεσης των γεωργικών προϊόντων στο εξωτερικό και της διεθνούς ύφεσης που μείωσε τα εμβάσματα Ελλήνων από την Αίγυπτο και την Αμερική, έπληξε και τα εισοδήματα των στρατιωτικών, οι οποίοι, όπως και άλλες επαγγελματικοκοινωνικές ομάδες, στηρίζονταν εκτός του μισθού τους σε οικογενειακούς, αγροτικούς κυρίως, πόρους.
    Στον αναβρασμό στο χώρο του στρατού πρέπει να υπολογιστεί και η επίδραση που είχε στους έλληνες αξιωματικούς η κίνηση των Νεοτούρκων, της "Ένωσης και Προόδου", η οποία ενέτεινε το υπάρχον αίσθημα μειονεξίας, αντιπαραθέτοντας στην αναγεννητική προσπάθεια των Τούρκων το τέλμα της Ελλάδας.
    Έτσι, αρκετοί κατώτεροι κυρίως αξιωματικοί ίδρυσαν μια μυστική εταιρεία, η οποία άρχισε να αριθμεί όλο και περισσότερα μέλη, το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, που τέθηκε τελικά υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά.
    Το κίνημα ή "προνουντσιαμέντο" στο Γουδί εκδηλώθηκε στις 15 Αυγούστου 1909. Με αρχικές επιδιώξεις σχετικές με επαγγελματικά τους ζητήματα, την αναδιοργάνωση του στρατού και τη βελτίωση της πολεμικής ετοιμότητας της χώρας γενικότερα, οι στρατιωτικοί πρόβαλαν εντέλει ευρύτερους μεταρρυθμιστικούς στόχους που αφορούσαν τη ριζική εξυγίανση του κρατικού μηχανισμού.
    Η κυβέρνηση Δημήτριου Ράλλη, αποτυγχάνοντας να διαχειριστεί την κατάσταση, παραιτήθηκε και ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος δέχτηκε να εφαρμόσει πολλά από τα αιτήματα του Συνδέσμου.
    Οι στρατιωτικοί έλεγχαν στην ουσία και το Κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία.
    Η όλη ενέργεια των στρατιωτικών βρήκε θερμή λαϊκή ανταπόκριση, που εκδηλώθηκε δυναμικά με ένα μαζικό συλλαλητήριο στην Αθήνα στο τέλος του Σεπτέμβρη.
    Η επόμενη περίοδος, ως το τέλος του 1909, πέρασε μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας και συγκρούσεων.
    Παρά την καταρχήν επιτυχία των στρατιωτικών και την προώθηση αρκετών από τα μεταρρυθμιστικά τους αιτήματα με ψήφιση ανάλογων νόμων η μεταρρύθμιση αντιμετώπιζε την αντίδραση του παλαιού πολιτικού κόσμου. Εξάλλου, ο Σύνδεσμος δε διακρινόταν από σαφή πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα, η παρέμβασή του είχε περισσότερο να κάνει με την εκδήλωση μιας δυσαρέσκειας απέναντι στα παλιά κόμματα και στα ανάκτορα.
    Η κατάσταση ήταν μάλλον αδιέξοδη και ο Σύνδεσμος προσανατολιζόταν σε αναζήτηση πολιτικού συμβούλου, τον οποίο αναγνώρισε στο πρόσωπο του κρητικού πολιτικού, του Ελευθέριου Βενιζέλου.
    Tο Κίνημα στο Γουδί απασχόλησε τους ιστορικούς- μελετητές.
    Θεωρήθηκε αντίδραση του στρατού ως αυτόνομου πολιτικού παράγοντα -πράγμα όχι παράδοξο για τις κοινωνικές δομές της Ελλάδας της εποχής- σε μια "ανάξια" ηγεσία με αίτημα να αντικατασταθεί από μια "αξιότερη", χωρίς όμως στόχους θεσμικών ανατροπών. Χαρακτηρίστηκε επίσης ως αστική επανάσταση, η οποία ωστόσο στην Ελλάδα του 1909 είναι σε αναντιστοιχία με την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας, ως ενδοαστική, προκειμένου να δηλωθεί η επιδιωκόμενη παραμέριση μιας κρατικής αστικής τάξης από μια ανερχόμενη επιχειρηματική.
    Γεγονός πάντως είναι ότι το κίνημα υποστηρίχθηκε κυρίως από τις κατώτερες τάξεις, μικροαστούς, εργάτες και τους επίδοξους μετανάστες που κυκλοφορούσαν υποαπασχολούμενοι ή άνεργοι στην Αθήνα αδημονώντας να αναχωρήσουν.
    Αυτοί αποτελούσαν τη μεγάλη μάζα του συλλαλητηρίου του Σεπτέμβρη και στρέφονταν εναντίον των ανώτερων τάξεων, συμπεριλαμβανομένης και της αστικής. ’αμεσα όμως η ριζοσπαστικότητα των κατώτερων τάξεων εξέπνευσε λόγω έλλειψης κάθε δύναμης και ιδεολογικής ωριμότητας και προωθήθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο επιλογές εκσυγχρονιστικές, αστικές, που αποτελούν τις επιδιώξεις των ανερχόμενων μεσαίων στρωμάτων.
    Σε κάθε περίπτωση, η Επανάσταση στο Γουδί άνοιξε το δρόμο για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και την εδραίωση του αστικού καθεστώτος. Πράγματι, η επανάσταση στο Γουδί σφραγίζει μια εποχή και εγκαινιάζει μια νέα για την Ελλάδα.

    Comment


      #3


      Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δε διέθετε κάποιο σαφές πολιτικό πρόγραμμα· περισσότερο αποτελούσε την έκφραση μιας αντίδρασης απέναντι στην παλιά πολιτική τάξη και τα ανάκτορα.
      Τους επόμενους μήνες, ως το τέλος του 1909, δεν επιδίωξε να παραβιάσει τη συνταγματική τάξη, ασκούσε μόνο πιέσεις στην κυβέρνηση και στα κόμματα να προβούν σε μεταρρυθμίσεις. Τελικά, αναγνωρίζοντας αδυναμία, επέλεξε το γνωστό στην Ελλάδα κρητικό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ως το κατάλληλο πρόσωπο να του εμπιστευτεί το ρόλο του πολιτικού του συμβούλου. Η επιλογή του Βενιζέλου υπαγορευόταν από την εξαιρετική φήμη του για τη δράση του στην Κρήτη όλα αυτά τα χρόνια του αυτόνομου καθεστώτος του νησιού, την αίγλη που είχε αποκτήσει από τη δυναμική αντίθεσή του με τον πρίγκηπα Γεώργιο και το γεγονός ότι αποτελούσε ένα εντελώς νέο πρόσωπο, "αμόλυντο" από κάθε εμπλοκή με τις ελληνικές πολιτικές φατρίες.
      Πράγματι, ο Βενιζέλος πέτυχε μια έντιμη και αξιοπρεπή αποχώρηση των στρατιωτικών και την εκ νέου εκχώρηση της εξουσίας στους πολιτικούς. Ο ίδιος αρνήθηκε τις προτάσεις πρωθυπουργοποίησής του, αλλά δέχτηκε να μεσολαβήσει ανάμεσα στο Σύνδεσμο από τη μια και στα κόμματα και τ' ανάκτορα από την άλλη. Η συμβουλή του για σύγκληση Εθνοσυνέλευσης με σκοπό την αναθεώρηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος έγινε δεκτή και το Μάρτιο ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε, αποποιούμενος τις πολιτικές του ευθύνες. Στις εκλογές του Αυγούστου του 1910, που διενήργησε η από τον Ιανουάριο υπηρεσιακή κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξελέγη βουλευτής συγκεντρώνοντας έναν εντυπωσιακό αριθμό ψήφων, ενώ και γενικότερα οι ανεξάρτητοι βουλευτές που ταυτίζονταν με τη μεταρρύθμιση κέρδισαν αξιόλογη νίκη παρά το γεγονός ότι ήταν άγνωστοι και πρωτοεμφανιζόμενοι. Ο ελληνικός λαός καταψήφιζε στην ουσία τον παλαιό πολιτικό κόσμο.
      Ας σημειωθεί ότι εξελέγησαν και σοσιαλιστές βουλευτές, γεγονός που αποκαλύπτει τη διάδοση σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα.
      Θυελλώδεις συζητήσεις άρχισαν τότε για το αν η νέα Βουλή θα ήταν Αναθεωρητική ή Συντακτική. Ο Βενιζέλος, αφού παραιτήθηκε από τις θέσεις του στην Κρητική Συνέλευση και την Εκτελεστική Επιτροπή, για να μπορέσει να λάβει μέρος στην ελληνική πολιτική ζωή, μετέβη στην Αθήνα. Η άφιξή του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Μιλώντας σε συγκεντρωμένο πλήθος, κατάφερε να κάμψει την απαίτηση για Συντακτική Βουλή, χαρακτηρίζοντας με επιμονή τη νεοσχηματισμένη Βουλή ως Αναθεωρητική. Γενικά κατάφερε να εξασφαλίσει τη συναίνεση υπέρ Αναθεωρητικής Βουλής και πίστης στο βασιλιά. Ο βασιλιάς τού ανέθεσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά εκείνος, προβλέποντας τις δυσκολίες συνεργασίας με τους παλιούς πολιτικούς, τον έπεισε να προχωρήσει σε νέες εκλογές παρά τη διαφωνία του παλαιού πολιτικού κόσμου, ο οποίος πράγματι απείχε από αυτές. Τις εκλογές κέρδισε το νεοσύστατο κόμμα του, των Φιλελευθέρων, το Νοέμβριο του 1910 με συντριπτική πλειοψηφία. Η Β' Αναθεωρητική Βουλή ετοιμάζεται να αρχίσει τις εργασίες της. Η χώρα εισέρχεται σε μια νέα εποχή.

      Comment


        #4


        Η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου θα σχηματιστεί μετά τη συντριπτική νίκη του κόμματός του, των Φιλελευθέρων, στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910, εγκαινιάζοντας μια περίοδο ανασυγκρότησης και μεταρρύθμισης για τη χώρα.
        Ήδη, από τα χρόνια αυτά θα προβεί, πλαισιωμένος από νέους αστούς διανοούμενους, σε πρόγραμμα οικονομικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού με μια σειρά θεσμικών και νομοθετικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, που θέτουν τις βάσεις ενός "Kράτους Δικαίου" και συντελούν συνολικά προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας κατά τα δυτικά πρότυπα.
        Ο Βενιζέλος θα αναδειχθεί σε έναν από τους πλέον σημαντικούς έλληνες πολιτικούς και σε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, αναλαμβάνοντας με συνέπεια να οδηγήσει τη χώρα στη διπλή κατεύθυνση του οικονομικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού και της μαχητικής υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας.
        Η κυβέρνηση Βενιζέλου επανέφερε το διάδοχο Κωνσταντίνο στη διοίκηση του στρατεύματος παρά τη διαφορετική αξίωση του Κινήματος, αποκαθιστώντας έτσι τη σχέση του με το παλάτι, βελτιωμένη ήδη και από το γεγονός ότι αντιτάχθηκε και στο πολιτειακό ζήτημα που ήθελαν να θέσουν οι καινούργιοι προοδευτικοί πολιτικοί, εκλεγμένοι από τον Αύγουστο του 1910. Αποκατέστησε επίσης και βασιλόφρονες στρατιωτικούς, ενώ απομάκρυνε κάποιους από τους κινηματίες.
        Η Β' Αναθεωρητική Βουλή άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1911. Θα επεξεργαστεί το Σύνταγμα του 1911, το οποίο αποτέλεσε αναθεώρηση αυτού του 1864. Με το νέο αυτό Σύνταγμα και κυρίως το σύνολο της νομοθεσίας που επακολούθησε ο Βενιζέλος κατορθώνει να θέσει τις βάσεις ενός σύγχρονου κράτους.
        Καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό του κρατικού μηχανισμού και την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας. Γαλλική και αγγλική αποστολή κλήθηκαν για να αναλάβουν αντίστοιχα το στρατό και το ναυτικό. Καταβλήθηκε φροντίδα για δικαιοσύνη και δημόσια εκπαίδευση. Μέτρα πάρθηκαν για την εθνική οικονομία, ιδιαίτερα για τη γεωργία. Έντονος δασμολογικός προστατευτισμός υιοθετήθηκε για την προώθηση της υποτυπώδους ελληνικής βιομηχανίας, ενώ ταυτόχρονα η επέκταση των αγορών που ακολούθησε την εδαφική επέκταση μετά τους Βαλκανικούς και η γενικότερη διεθνής συγκυρία ενίσχυε την επενδυτική διάθεση των κεφαλαιούχων σε βιομηχανικές δραστηριότητες. Τεχνικοί οργανισμοί, επανδρωμένοι από ενημερωμένους μηχανικούς και άλλους τεχνικούς, αναλάμβαναν παρεμβάσεις και προγραμματισμούς σε διάφορους τομείς.

        Όλη αυτή η δραστηριότητα πάντως διασκέδασε οριστικά το αίσθημα της ηττοπάθειας και της απογοήτευσης που ταλάνιζε τη χώρα από την εποχή της ήττας και δημιούργησε κλίμα αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης. Γενικά, η περίοδος 1910-20 παρά την παράλληλη πολεμική περιπέτεια στην οποία ενεπλάκη η χώρα υπήρξε περίοδος προόδου, διαδικασιών ολοκλήρωσης της Ελλάδας ως σύγχρονου κράτους.

        Comment


          #5


          Η εθνική ενότητα και η ευεξία που είχε δημιουργήσει ο θρίαμβος των Βαλκανικών Πολέμων δε διήρκεσαν πολύ.
          Η διαφωνία του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου ως προς τη θέση της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο θα οδηγήσει σε αμείλικτη σύγκρουση τον ελληνικό λαό.
          Η αδυναμία συνεννόησης με το βασιλιά οδηγεί το Βενιζέλο στην απόφαση να παραιτηθεί το Φεβρουάριο του 1915. Θα επανέλθει στην κυβέρνηση με τις εκλογές του Μαΐου του 1915, που διενήργησε η διορισμένη από το βασιλιά υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημήτριου Γούναρη, κυριότερου και αξιολογότερου εκπροσώπου της αντιβενιζελικής παράταξης. Η διαφωνία όμως των δύο αντρών παίρνει ολοένα και κρισιμότερες διαστάσεις. Ο βασιλιάς εξακολούθησε να αντιστρατεύεται με κάθε τρόπο την πολιτική του Βενιζέλου προκαλώντας την οριστική παραίτηση του τελευταίου τον Οκτώβριο του 1915.
          Ακολουθεί περίοδος δικτατορικής σχεδόν διακυβέρνησης της χώρας από το βασιλιά μέσω ανίσχυρων, υποταγμένων στις θελήσεις του κυβερνήσεων με τη Βουλή διαλυμένη, ενώ σφοδρή τρομοκρατία εξαπολύεται εναντίον των βενιζελικών.
          Η νέα, δυσμενής για τους Συμμάχους, κατάσταση στο μακεδονικό μέτωπο και η εκτίμηση ότι διακυβεύονται τα ελληνικά κέρδη των Βαλκανικών Πολέμων οδηγούν μια ομάδα βενιζελικών αξιωματικών και πολιτών στην οργάνωση του κινήματος της Εθνικής Αμύνης τον Αύγουστο του 1916, με στόχο την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Εntente. Η παράδοση της στρατιάς της Καβάλας στους Γερμανούς κατ' εντολή του βασιλιά και η κατάληψη του οχυρού Ρούπελ από τους Βούλγαρους (Μάιος 1916) καθώς και η προέλασή τους στην ανατολική Μακεδονία είχαν οξύνει την κατάσταση. Ο Βενιζέλος μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη την προσωρινή κυβέρνηση που έχει ήδη σχηματίσει στην Κρήτη, όπου είχε πάει αναχωρώντας από την Αθήνα μετά την παραίτησή του.

          Η τριανδρία που αναλαμβάνει την ανώτατη αρχή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, αποφασίζει την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Εntente.
          Ο Εθνικός Διχασμός είναι γεγονός. Από τον Οκτώβριο του 1916 δύο ελληνικά κράτη συνυπάρχουν, των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, ορίζοντας και γεωγραφικά την κοινωνική και πολιτική σύγκρουση που σήμαινε ο Διχασμός.
          Ο αποκλεισμός της Αθήνας από τα αγγλογαλλικά στρατεύματα προς εκβιασμό της κατάστασης, καταδικάζει σε πείνα τον πληθυσμό της νότιας Ελλάδας. Το λαϊκό αίσθημα, που στην αρχή του πολέμου έκλινε υπέρ των Αγγλογάλλων, μετατοπίζεται εναντίον τους, που τώρα μετατρέπονται σε εχθρούς για τους μισούς Έλληνες. Η Αθήνα συγκλονίζεται από διαδηλώσεις και αντιδιαδηλώσεις, οι διώξεις των βενιζελικών κορυφώνονται, ενώ ένα εξαιρετικό γεγονός, το "ανάθεμα" του Βενιζέλου, λαμβάνει χώρα στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Η άρνηση του βασιλιά στο αίτημα των Γάλλων για παράδοση των αντιτορπιλικών, των σιδηροδρόμων και του λιμανιού του Πειραιά οδηγούν στη μάχη των Αθηνών μεταξύ Γάλλων από τη μια και των "επίστρατων", πολιτών πιστών στο βασιλιά, και τμήματος στρατού από την άλλη γύρω από το λόφο του Φιλοπάππου (Νοέμβριος 1916). Τα Νοεμβριανά, όπως έμειναν στην ιστορία τα γεγονότα αυτά, καταδεικνύουν την κρισιμότητα της κατάστασης που είναι στα όρια του εμφύλιου πολέμου.

          Comment


            #6


            Οι εξελίξεις του Διχασμού και οι πιέσεις των Δυνάμεων ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί υπέρ του δευτερότοκου γιου του, Αλέξανδρου (Ιούνιος 1917) και να εγκαταλείψει τη χώρα.

            Ο Βενιζέλος γύρισε στην Αθήνα και σχημάτισε καινούργια κυβέρνηση επαναφέροντας τη Βουλή τη διαλυμένη από το βασιλιά το 1915, την επονομαζόμενη "Βουλή των Λαζάρων". Η νέα κυβέρνηση από τη μια υλοποιεί την εξωτερική της πολιτική και από την άλλη επιχειρεί την εκκαθάριση της κρατικής μηχανής από τους αντιβενιζελικούς με διώξεις της ίδιας σφοδρότητας με αυτές που είχαν υποστεί οι οπαδοί της την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Συνεχίζει δε το συνολικότερο μεταρρυθμιστικό έργο της προηγούμενης θητείας της, ενώ η Μικρασιατική Εκστρατεία βρίσκεται σε εξέλιξη.

            Comment


              #7


              Τον Αύγουστο του 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε θριαμβευτής στην Αθήνα έχοντας μόλις υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία ικανοποιούσε στο μέγιστο βαθμό τις εθνικές επιδιώξεις της Ελλάδας υλοποιώντας τη Μεγάλη Ιδέα.

              Το τελευταίο διάστημα στη χώρα είχε περάσει μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και αντεκδικήσεων από την πλευρά τώρα των βενιζελικών που βρίσκονταν στην εξουσία και που απαντούσαν στις διώξεις που είχαν υποστεί από τους αντιπάλους τους στην αμέσως προηγούμενη περίοδο της δικής τους εξουσίας.
              Ο Βενιζέλος αποφάσισε να διεξάγει εκλογές εκτιμώντας ότι χρειαζόταν την ανανέωση της λαϊκής εμπιστοσύνης, για να συνεχίσει την πολιτική του. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία συνεχίζεται, προκειμένου να διασφαλιστούν οι ελληνικές διπλωματικές κατακτήσεις. Το ίδιο διάστημα, ο αιφνίδιος θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου επαναφέρει το δυναστικό ζήτημα. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης αναλαμβάνει αντιβασιλιάς προσωρινά, ενώ πρόθεση του Βενιζέλου είναι η ανάρρηση στο θρόνο κάποιου από τους γιους του Κωνσταντίνου, Γεώργιου ή Παύλου. Οι οπαδοί του Κωνσταντίνου επιμένουν για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πρόσωπο του βασιλιά. Ο αναβρασμός είναι τεράστιος, ενώ η συνθηματολογία αφορά την εξωτερική πολιτική. Από τη μια η Ηνωμένη Αντιπολίτευση, οι βασιλόφρονες, με σύνθημα "μικρή αλλά τιμημένη Ελλάδα" και επαγγελία τον τερματισμό του πολέμου. Από την άλλη οι Φιλελεύθεροι με σύνθημα τη "μείζονα Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών", που ήταν ήδη διπλωματική πραγματικότητα, αλλά απαιτούσε τη συνέχιση του πολέμου στο μικρασιατικό μέτωπο, για να διασφαλιστούν τα διπλωματικά κέρδη.

              Κουρασμένοι από τον πόλεμο και την αγωνία για τα στρατευμένα παιδιά τους οι Έλληνες δέχτηκαν την ειρηνιστική προπαγάνδα και στέρησαν το Βενιζέλο από την εμπιστοσύνη τους.
              Ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές, ενώ οι βασιλόφρονες, οι οποίοι είναι πλέον στην κυβέρνηση, διενεργούν δημοψήφισμα που επαναφέρει στο θρόνο τον Κωνσταντίνο (Δεκέμβριος 1920), γεγονός που θα λειτουργήσει προσχηματικά, προκειμένου οι Σύμμαχοι να απεμπλακούν και τυπικά από κάθε υποχρέωση απέναντι στη χώρα για υποστήριξη στον αγώνα της στη Μικρά Ασία.
              Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία συνεχίζεται από μια Ελλάδα ουσιαστικά πλέον εγκαταλειμμένη από τους Συμμάχους της, ενώ στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση είναι απελπιστική, με οξύτατο το οικονομικό πρόβλημα. Κάθε προσπάθεια δανειοδότησης από το εξωτερικό αποτυγχάνει, ενώ η επαχθής για το λαό δημοσιονομική πολιτική του Δημήτριου Γούναρη και ο αναγκαστικός εσωτερικός δανεισμός στον οποίο προβαίνει το κράτος μειώνουν στο μισό το εισόδημα των πολιτών. Το στρατιωτικό αδιέξοδο, η οικονομική παράλυση, η λαϊκή δυσφορία δεν επιλύονται με τις συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές, οι οποίες φέρνουν διαδοχικά στην πρωθυπουργία μετά το Δημήτριο Γούναρη, το Νικόλαο Στράτο και τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη.

              Comment


                #8


                Μετά την κατάρρευση του μετώπου (τέλος Αυγούστου 1922), και υπό το βάρος των ραγδαίων εξελίξεων, η κοινωνικοπολιτική κρίση κορυφώθηκε.

                Οι τελευταίες κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος, υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (9 Μαΐου-28 Αυγούστου) και στη συνέχεια το Νικόλαο Τριανταφυλλάκο (Αύγουστος-Σεπτέμβριος), κοινοβουλευτικά βραχύβιες, αποδείχτηκαν αδύναμες στο χειρισμό των συγκυριών.
                Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας του Σεπτεμβρίου αποχώρησε από το μικρασιατικό έδαφος και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα. Mέσα σε ένα δραματικό κλίμα ωμής βίας, από μέρους των Tούρκων εθνικιστών, το ρεύμα των προσφύγων προς την Eλλάδα πήρε διαστάσεις κοσμοπλημμύρας.
                Στις αρχές του φθινοπώρου του 1922, τρία ήταν τα κύρια και άμεσα προβλήματα που απασχολούσαν την ελληνική διοίκηση: η αντίδραση του στρατού μετά την επιστροφή του από τη Μικρά Ασία, η περίθαλψη των προσφύγων και η διατροφή του πληθυσμού. Η σύγχυση και ο αποπροσανατολισμός χαρακτήριζαν το κλίμα των ημερών και οι προθέσεις ανατροπής και κάθαρσης του πολιτικού βίου της χώρας, εκ μέρους μιας μερίδας αξιωματικών, γρήγορα φάνηκε ότι δε θα έμεναν χωρίς αντίκρυσμα.

                Comment


                  #9

                  Λίγες εβδομάδες μετά τη συγκλονιστική καταστροφή που έπληξε το μικρασιατικό Ελληνισμό στα τέλη του καλοκαιριού του 1922, οι εξελίξεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή, μετά από παρέμβαση του στρατεύματος, ήταν άμεσες.
                  Ένας μεγάλος αριθμός μονάδων, που είχε αποβιβαστεί στη Χίο και τη Μυτιλήνη, συσπειρωμένος γύρω από τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, προχώρησε σε κίνημα, καταλύοντας τις τοπικές αρχές. Με την προσχώρηση και του στόλου, η επικράτηση των επαναστατών επί του καθεστώτος των Αθηνών ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Παράλληλα, η προσωρινή επαναστατική επιτροπή που είχε σχηματιστεί στην Αθήνα, συνέλαβε ένα μεγάλο αριθμό αντιβενιζελικών στρατιωτικών και πολιτικών παραγόντων. Στα μέσα Σεπτεμβρίου, αμέσως μετά την άφιξη των πρώτων μονάδων στην Αττική, ο Κωνσταντίνος, εξαναγκαζόμενος σε παραίτηση εγκατέλειψε την Ελλάδα και λίγο αργότερα πέθανε στην Ιταλία.
                  H πτώση του μετώπου και οι συνακόλουθες επιπτώσεις συνέθεσαν μια τραυματική εμπειρία ανυπέρβλητου μεγέθους. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα και υπό την εσωτερική πίεση, ιδιαίτερα στις τάξεις των μεσαίων και κατώτερων στελεχών του στρατεύματος, η -αρχικά διστακτική- ηγεσία της Eπανάστασης πήρε την απόφαση να εναρμονιστεί με τη διάχυτη λαϊκή βούληση και να προχωρήσει στην αναζήτηση στρατιωτικών και πολιτικών ευθυνών.

                  Comment


                    #10


                    H ανάγκη απόδοσης ευθυνών για την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας, και κυρίως για τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού, αποτελούσε το βασικό μέλημα της Eπαναστατικής Eπιτροπής που διοικούσε προσωρινά τη χώρα το φθινόπωρο του 1922.

                    Tο διάγγελμα της 17ης Oκτωβρίου, περί "παραδειγματικής ποινικής τιμωρίας των εχθρών της πατρίδος", έδινε το στίγμα της εποχής. Η κοινή γνώμη αλλά και οι ξένοι παρατηρητές δεν αιφνιδιάστηκαν από τα γεγονότα. Η σκιά της ήττας γινόταν όλο και πιο αισθητή και η αναζήτηση των αιτιών, αλλά και των υπευθύνων, γι' αυτό που κρίθηκε ως προδοσία, προβλήθηκε από τους στασιαστές στρατιωτικούς ως άμεση προτεραιότητα. Αυτή η οπτική καθόρισε και την περαιτέρω ιδεολογία και πρακτική του κινήματος, την απόδοση δηλαδή στην "προδοσία" και στον "ξένο δάκτυλο", των δεινών που γνώριζε η χώρα.
                    To αίτημα της προσδοκώμενης κάθαρσης έλαβε υπόσταση μέσα από από την προσαγωγή (και τελικά καταδίκη σε θάνατο) των στελεχών που κυβερνούσαν τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια, σ' αυτό που έμεινε γνωστό ως Δίκη των Έξι. H προσαγωγή σε δίκη των κορυφαίων στελεχών της παράταξης που κατείχε την εξουσία από το 1920, με την κατηγορία της "εσχάτης προδοσίας", ήταν αναμφίβολα πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Aνεξάρτητα από τις αναμφισβήτητες ευθύνες αυτών που παραπέμπονταν, το κατηγορητήριο τυπικά δεν ευσταθούσε. Aυτό ωστόσο δεν εμπόδισε την επιβολή της θανατικής ποινής σε έξι από αυτούς -στους Γεώργιο Χατζηανέστη (αρχιστράτηγο), Δημήτριο Γούναρη, Νικόλαο Στράτο, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη (πολιτικούς, βασικά στελέχη του Λαϊκού Κόμματος)- παρά τη σθεναρή προσπάθεια παρέμβασης των Mεγάλων Δυνάμεων.

                    Comment

                    Working...
                    X