Παροιμίες
Ξεφόρτωσε τη την ελιά, να σε φορτώσει λάδι.
Δυο γαϊδάροι εμάλωναν σε ξένο αχυρώνα.
Να μη σου δίνει ο Θεός όσα μπορείς ν' αντέξεις.
Βάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή σου.
Άνθρωπος χωρίς υπομονή, λυχνάρι δίχως λάδι.
Απ' τον κόρακα «κρα» θ' ακούσεις.
Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι.
Κάλλιο άσχημη φάτσα παρά άσχημη γλώσσα.
Αν δεν δώσεις την ελιά, πώς θα πάρεις λάδι;
Εκεί που καρτερώ να ξεχειμάσω, πέφτει το χιόνι και με πλακώνει.
Κάθε θαύμα τρεις ημέρες , το μεγάλο τέσσερις
Καλύτερα να γλιστρήσεις με τα πόδια παρά με τη γλώσσα.
Eίπ’ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Άκουσε γέρου συμβουλή και παθημένου γνώμη.
Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Άλλοι σπέρνουν, άλλοι θερίζουν.
Άλλοι προγκάνε το λαγό κι άλλοι τον μαγειρεύουν.
Δίχως προδότη, κάστρο δεν πατιέται.
Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί ίδιο δάγκωμα.
Όποιος έχει γρόσια στην παλάσκα όπου θέλει κάνει Πάσχα.
Ο γέρος κι αν στολίζεται, σ' ανηφοριά γνωρίζεται.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του.
Όποιος αέρα κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει.
Όσο να μπει και να βγει η νύφη, στραβώθηκε ο γαμπρός.
Αν δε μπει η ελιά στα μάγκανα (λιοτρίβι), δε βγαίνει λάδι.
Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα.
Άλλα σχεδιάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαιδουριάρης.
– Πώς παν, κόρακα, τα παιδιά σου;
– Όσο παν, τόσο μαυρίζουν.
Δεν ξυπνάει το χωριό , αν δεν ακούσει πετεινό.
Η μια ελιά κι η άλλη, το βγάνουνε το λάδι.
Η καλή νοικοκυρά απ' τα ρούχα της φαίνεται.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
Το κρασί όσο παλιώνει, τόσο δυναμώνει.
Του διακονιάρη καρβέλια δωσ' του. Τις στράτες τις ξέρει.
Δες το μικρό πολυξερούλι, στον ώμο παίρνει το σακούλι.
Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει.
Ας ήξερα δυο γράμματα κι ας είχα ένα μάτι.
Μην καμαρώνεις την αρχή προτού να δεις το τέλος.
Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς.
Χαζό παιδί, χαρά γεμάτο.
Αν κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ' τα παιδιά σου.
Εγώ γελώ με δώδεκα και δεκατρείς με 'μένα.
Η καμήλα την καμπούρα του παιδιού της καμαρώνει.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
Άλλοι παπάδες κι άλλα καλυμμαύχια.
Από φτωχό μη δανειστείς, τι περπατεί και κλαίει.
Η καλή νοικοκυρά με το κουτάλι γνέθει.
Η ομορφιά είναι μπάλωμα και η γνώση βασίλειο.
Ο γάμος προσδιάβαινε κι η γριά ξεροχτενιζόταν.
Φίλος επιζήμιος εχθρός επικαλείται.
Φύλα φίδι το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Θείος κι ανηψιός , διάολος και μισός.
Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο τους γυρεύουν.
Γιός ο γαμπρός δεν γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Πολλοί νεκροί 'που κάθονται στ' αρρώστου το κρεββάτι.
Μάζευε κι ας είν' και ρώγες.
Ξεφόρτωσε τη την ελιά, να σε φορτώσει λάδι.
Δυο γαϊδάροι εμάλωναν σε ξένο αχυρώνα.
Να μη σου δίνει ο Θεός όσα μπορείς ν' αντέξεις.
Βάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή σου.
Άνθρωπος χωρίς υπομονή, λυχνάρι δίχως λάδι.
Απ' τον κόρακα «κρα» θ' ακούσεις.
Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι.
Κάλλιο άσχημη φάτσα παρά άσχημη γλώσσα.
Αν δεν δώσεις την ελιά, πώς θα πάρεις λάδι;
Εκεί που καρτερώ να ξεχειμάσω, πέφτει το χιόνι και με πλακώνει.
Κάθε θαύμα τρεις ημέρες , το μεγάλο τέσσερις
Καλύτερα να γλιστρήσεις με τα πόδια παρά με τη γλώσσα.
Eίπ’ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Άκουσε γέρου συμβουλή και παθημένου γνώμη.
Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Άλλοι σπέρνουν, άλλοι θερίζουν.
Άλλοι προγκάνε το λαγό κι άλλοι τον μαγειρεύουν.
Δίχως προδότη, κάστρο δεν πατιέται.
Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί ίδιο δάγκωμα.
Όποιος έχει γρόσια στην παλάσκα όπου θέλει κάνει Πάσχα.
Ο γέρος κι αν στολίζεται, σ' ανηφοριά γνωρίζεται.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του.
Όποιος αέρα κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει.
Όσο να μπει και να βγει η νύφη, στραβώθηκε ο γαμπρός.
Αν δε μπει η ελιά στα μάγκανα (λιοτρίβι), δε βγαίνει λάδι.
Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα.
Άλλα σχεδιάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαιδουριάρης.
– Πώς παν, κόρακα, τα παιδιά σου;
– Όσο παν, τόσο μαυρίζουν.
Δεν ξυπνάει το χωριό , αν δεν ακούσει πετεινό.
Η μια ελιά κι η άλλη, το βγάνουνε το λάδι.
Η καλή νοικοκυρά απ' τα ρούχα της φαίνεται.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
Το κρασί όσο παλιώνει, τόσο δυναμώνει.
Του διακονιάρη καρβέλια δωσ' του. Τις στράτες τις ξέρει.
Δες το μικρό πολυξερούλι, στον ώμο παίρνει το σακούλι.
Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει.
Ας ήξερα δυο γράμματα κι ας είχα ένα μάτι.
Μην καμαρώνεις την αρχή προτού να δεις το τέλος.
Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς.
Χαζό παιδί, χαρά γεμάτο.
Αν κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ' τα παιδιά σου.
Εγώ γελώ με δώδεκα και δεκατρείς με 'μένα.
Η καμήλα την καμπούρα του παιδιού της καμαρώνει.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
Άλλοι παπάδες κι άλλα καλυμμαύχια.
Από φτωχό μη δανειστείς, τι περπατεί και κλαίει.
Η καλή νοικοκυρά με το κουτάλι γνέθει.
Η ομορφιά είναι μπάλωμα και η γνώση βασίλειο.
Ο γάμος προσδιάβαινε κι η γριά ξεροχτενιζόταν.
Φίλος επιζήμιος εχθρός επικαλείται.
Φύλα φίδι το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Θείος κι ανηψιός , διάολος και μισός.
Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο τους γυρεύουν.
Γιός ο γαμπρός δεν γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Πολλοί νεκροί 'που κάθονται στ' αρρώστου το κρεββάτι.
Μάζευε κι ας είν' και ρώγες.
Comment