Announcement

Collapse
No announcement yet.

Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού γεννήθηκε στην Κρήτη ένας ιδιότυπος πολιτισμός, τον οποίο ο πρώτος ανασκαφέας της Κνωσού, sir Arthur Evans, ονόμασε μινωικό, από το θαλασσοκράτορα και νομοθέτη βασιλιά Μίνωα, που κατά τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας βασίλευε στην Κνωσό.
    Η γεωγραφική θέση της Κρήτης ανάμεσα στις χώρες όπου άνθισαν οι πρωιμότεροι πολιτισμοί, την έφερε πολύ νωρίς σε επαφή με τον κόσμο της Ανατολής, απ' όπου οι Μινωίτες άντλησαν τεχνικά και πνευματικά επιτεύγματα υψηλής στάθμης και, αφού τα προσάρμοσαν στα δικά τους μέτρα και σταθμά, τα εισήγαγαν στο υπόλοιπο Αιγαίο. Έτσι, ο μινωικός πολιτισμός θεωρείται ο πρώτος υψηλός πολιτισμός του προοϊστορικού Αιγαίου, αλλά και ολόκληρης της Eυρώπης.
    Η σταθερή εξέλιξη της Κρήτης σε μία δύναμη με διεθνή ακτινοβολία και κύρος φαίνεται στην εξέλιξη των οικισμών της εποχής του Χαλκού. Οι μικροί αγροτικοί οικισμοί της Νεολιθικής περιόδου εξελίχθηκαν σε οργανωμένα αστικά κέντρα, με κορυφαίο στάδιο την ίδρυση των ανακτόρων στα σημαντικότερα κέντρα της Κρήτης. Τα μινωικά ανάκτορα δεν αποτέλεσαν μόνο μία νέα μορφή οικιστικής οργάνωσης, αλλά επέφεραν και ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών, των εθίμων και της οικονομικής ζωής, ώστε να γίνεται λόγος για ανακτορική κοινωνία και οικονομία.
    Σε σύγκριση με τα δεδομένα άλλων πρώιμων πολιτισμών, ο μινωικός αναδύει μία πρωτοφανή αίσθηση ελευθερίας και ελαφρότητας που εκφράζεται κυρίως στην τέχνη και θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως χαλαρότητα του διοικητικού συστήματος. Μετά από μία προσεκτικότερη όμως μελέτη της κοινωνίας, διαπιστώνεται ότι στη μινωική Κρήτη ίσχυαν συγκεκριμένοι και μάλλον αυστηροί κοινωνικοί κανόνες, ενώ σχεδόν παντού κυριαρχούσε η θρησκεία.
    Ο μινωικός πολιτισμός καλύπτει χρονικά τη μετάβαση από την Προϊστορία στην Πρωτοϊστορία, και οι γνώσεις μας γι' αυτόν αντλούνται κυρίως από αρχαιολογικά δεδομένα, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της αρχειοθέτησης των γραπτών πινακίδων στα ανακτορικά κέντρα. Και αυτά όμως τα πρώτα, αποσπασματικά δείγματα γραφής, δεν είναι ακόμη αρκετά ή και κατάλληλα να φωτίσουν όλες τις πτυχές του μινωικού πολιτισμού. Η μινωική τέχνη από την άλλη πλευρά κληροδότησε ένα πλήθος από αντικείμενα και παραστάσεις, που προσφέρουν μία αρκετά γλαφυρή εικόνα της ζωής στη Μινωική εποχή. Γι' αυτό τα κατάλοιπα του μινωικού πολιτισμού παρομοιάζονται συχνά με ένα εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς κείμενα, του οποίου την πλοκή καλείται η σύγχρονη έρευνα να ερμηνεύσει.

    #2
    Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

    ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
    Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, στο νοτιότερο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, και το φυσικό της περιβάλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση, την εξέλιξη και το χαρακτήρα του μινωικού πολιτισμού. H γεωγραφική της θέση, κοντά στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, την έφερε από νωρίς σε επαφή με τους πρώιμους μεγάλους πολιτισμούς, από τους οποίους άντλησε τα νεότερα πολιτιστικά επιτεύγματα. Ο νησιωτικός όμως χαρακτήρας της Κρήτης και το εύκρατο μεσογειακό κλίμα συνέβαλαν παράλληλα στην πολιτιστική διαφοροποίηση του μινωικού πολιτισμού σε σχέση με τους ανατολικούς. Σημαντικοί γεωλογικοί παράγοντες, όπως η γεωμορφολογία, οι νεοτεκτονικές μετατοπίσεις, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, αλλοίωσαν κατά διαστήματα σε τέτοιο βαθμό το φυσικό περιβάλλον της Kρήτης ώστε να έχουν αντίκτυπο στη ροή των ιστορικών εξελίξεων. Και άλλοι όμως δευτερογενείς παράγοντες, οι οποίοι οφείλονταν σε ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η αποψίλωση των δασών και οι μακρόχρονες και εντατικές αγροτικές καλλιέργειες που οδήγησαν σε φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους, συνέτειναν στην αλλοίωση του φυσικού τοπίου, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις πολιτιστικές εξελίξεις της εποχής του Xαλκού.

    Comment


      #3
      Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

      ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ

      Oι μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την Πρώιμη Xαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Αυτή την εποχή ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές, και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Η κατοίκηση αυτής της περιόδου εμφανίζεται πυκνότερη στην κεντρική και την ανατολική Κρήτη και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου αργότερα κτίστηκαν και τα μινωικά ανάκτορα. Κατά τη Μεσομινωική II περίοδο (2000-1550 π.Χ.) η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μία νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που προέρχεται από την Ανατολή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα μινωικά ανάκτορα δέσποζαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων, όπως στην περίπτωση της Κνωσού, και σε οροπέδια, όπως η Φαιστός. Τα παραθαλάσσια ανάκτορα της Ζάκρου και των Μαλίων δείχνουν τη σημασία της γειτνίασης τέτοιων εγκαταστάσεων με τη θάλασσα.
      Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες μινωικές επαύλεις. Σε πολλές εγκαταστάσεις μάλιστα η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση είναι τόσο περιορισμένη ώστε να παραμένει ακόμη αμφίβολο, αν πρόκειται για ανάκτορα ή επαύλεις. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων. Παρόλο που και στις δύο αυτές μορφές εγκατάστασης είχαν προβλεφθεί ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την τέλεση θρησκευτικών τελετών, ιδρύθηκαν σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως σε βουνοκορφές ή σε σπήλαια και μεμονωμένα ιερά κτίσματα.
      Μία σειρά εγκαταστάσεων της Υστερομινωικής κυρίως περιόδου, που κτίστηκαν σε εύφορες περιοχές της ενδοχώρας, χαρακτηρίζονται αγροτικές κατοικίες. Mία χαρακτηριστική τέτοια αγροικία αποτελεί το κτήριο στο Bαθύπετρο, στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών, όπου σε σχετικά περιορισμένη έκταση συνυπάρχουν χώροι κατοικίας, εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ένα τριμερές ιερό.
      Κατά το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου και κατά την Υπομινωική παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια και παράλληλα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.

      Comment


        #4
        Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

        ΚΟΙΝΩΝΙΑ

        Τα πλούσια κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού της μινωικής Κρήτης επιτρέπουν την παρακολούθηση της εξέλιξης της μινωικής κοινωνίας που εμφανίζει διαφορετικά σχήματα σε κάθε περίοδο της Μινωικής εποχής. Μέσα από τα οικιστικά κατάλοιπα, τα νεκροταφεία και τα έργα τέχνης διαφαίνεται η ραγδαία εξέλιξη μιας γεωγραφικά κλειστής κοινωνίας που είναι δεκτική στις ξένες επιδράσεις, χρησιμοποιεί κατάλληλα τους πόρους της και δημιουργεί έναν υψηλό πολιτισμό. Κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000-2000 π.Χ.) παρουσιάζονται για πρώτη φορά συλλογικά έργα, τεχνική εξειδίκευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και κοινωνική διαστρωμάτωση, ως αποτέλεσμα των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων και της επιτυχημένης εκμετάλλευσης πρώτων υλών, πιθανότατα από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής τονώθηκε η κοινωνική συνείδηση και επιβλήθηκε μια άρχουσα τάξη που οδήγησε στην ίδρυση των ανακτόρων.
        Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000-1550 π.Χ.), με την εμφάνιση των ανακτόρων, που εκτός από ένα ιδιάζον οικιστικό σχήμα ήταν και ο άξονας της κεντρικής διοίκησης, η μινωική κοινωνία υπόκειται σε ριζικές αλλαγές και εμφανίζεται, σε όλες τις εκδηλώσεις της, άριστα οργανωμένη και συγκεντρωτική. Η εσωτερική οργάνωση των ανακτορικών κέντρων προϋπέθετε την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών τάξεων, που έπαιζαν συγκεκριμένο ρόλο στην ιεραρχία. Ο χαρακτήρας της ανακτορικής διοίκησης επιτρέπει το χαρακτηρισμό της κοινωνίας ως θεοκρατικής, αφού η συγκέντρωση της εξουσίας, που ασκούνταν σαφώς στα ανάκτορα, συνοδευόταν από την κυρίαρχη παρουσία της θρησκείας. Τα όρια όμως μεταξύ της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, παραμένουν ακόμη ασαφή, καθώς για το μεγαλύτερο μέρος της Ανακτορικής περιόδου, η έρευνα στηρίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα που δεν τεκμηριώνονται από γραπτά μνημεία. Και ενώ η μυθολογική παράδοση του κρητικού ηγέτη Μίνωα επηρέασε για ένα μεγάλο διάστημα την ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων, έχουν επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα προβλήματα αναγνώρισης και αυτών των ηγετικών προσώπων της μινωικής Κρήτης.
        Η μυκηναϊκή κυριαρχία εισήγαγε στην Κρήτη μία διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή της μυκηναϊκής Ελλάδας, με το σύστημα αρχειοθέτησης και τη δημιουργία ορισμένων νέων θεσμών, στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι πλούσιοι τάφοι πολεμιστών. Κατά την Μετανακτορική περίοδο (1400-1050 π.Χ.) παρατηρούνται κοινωνικά φαινόμενα που συνοδεύουν συνήθως την εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας. Η εξουσία ασκούνταν πια από πολλούς άρχοντες, που κατοικούσαν μάλλον σε αγροτικές επαύλεις και έλεγχαν μικρότερες γεωγραφικές περιοχές.
        Κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού η εξουσία ασκείται σε γεωγραφικά περιορισμένη κλίμακα, ενώ έχουν χαθεί οι εξειδικευμένες ομάδες που εξυπηρετούσαν το διοικητικό μηχανισμό. Η έλλειψη κεντρικής εξουσίας οδηγεί στον ολοένα αυξανόμενο ρόλο των αστικών κέντρων, όπου παρατηρούνται φαινόμενα διοικητικής ανεξαρτησίας που έχουν επίδραση και στη θρησκευτική οργάνωση. Η επιλογή νέων θέσεων κατοίκησης σε φυσικά οχυρωμένες περιοχές δείχνει την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων, που οφείλεται μάλλον στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.
        Καθ' όλη τη διάρκεια της Μινωικής εποχής απουσιάζει τελείως από την Κρήτη ένα αμυντικό σύστημα, ανάλογο με τις ακροπόλεις της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Η διαπίστωση αυτή είναι μια ένδειξη ότι η ασφάλεια των κατοίκων εξασφαλιζόταν στο μεγαλύτερο μέρος της εποχής του Χαλκού από τη λεγόμενη μινωική ειρήνη.

        Comment


          #5
          Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

          ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

          Καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού η οικονομία της Κρήτης παρέμεινε προνομισματική, βασιζόταν δηλαδή στις ανταλλαγές προϊόντων και όχι στη χρήση νομισμάτων. Mέχρι τα τέλη της Μινωικής περιόδου οι κύριοι οικονομικοί πόροι ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και κατά δεύτερο λόγο το εμπόριο των βιοτεχνικών προϊόντων. Ανάμεσα στα πρώτα ανταλλάξιμα είδη της Πρωτομινωικής εποχής θεωρούνται τα μέταλλα, ο οψιανός και σπανιότερα τα έργα της τέχνης. Την οργανωμένη άσκηση του εμπορίου κατ' αυτή την περίοδο υποδηλώνει η ευρεία χρήση των σφραγίδων που βρίσκονται κυρίως σε ταφικά σύνολα. Το διοικητικό σύστημα της ανακτορικής εποχής οδήγησε σε μία νέα μορφή συγκεντρωτικής οικονομίας, όπου τα προϊόντα συλλέγονταν και διατίθενταν αποκλειστικά από τα ανακτορικά κέντρα. Τα αγαθά που διακινούνταν στα ανάκτορα ήταν κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα εργαλεία και τα πολυτελή έργα της μινωικής τέχνης. Όπως προκύπτει από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, μεγάλη εμπορική αξία θα πρέπει να είχαν και βιοτεχνικά προϊόντα από φθαρτές ύλες, όπως τα υφάσματα και τα έργα της ξυλουργικής. Τα χάλκινα τάλαντα που βρέθηκαν σε μερικές θέσεις, αν και μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί ως ανταλλάξιμα είδη, μάλλον δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως καθαρή νομισματική αξία, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. Για τον έλεγχο του εμπορίου αναπτύχθηκε ένα ασφαλές γραφειοκρατικό σύστημα. Τα προϊόντα σφραγίζονταν και αποθηκεύονταν σε ειδικούς χώρους μέχρι τη μεταφορά τους στον τόπο του τελικού τους προορισμού. Η συστηματική και ευρείας κλίμακας αποθήκευση αγαθών δημιούργησε στη συνέχεια την ανάγκη της αρχειοθέτησης που οδήγησε με τη σειρά της, όπως και στη Μεσοποταμία, στην επινόηση και τη συστηματική χρήση του συστήματος γραφής. Η αναζήτηση πρώτων υλών για τις ανάγκες της ανακτορικής βιοτεχνίας αποτέλεσε ένα καθοριστικό έναυσμα για την άσκηση του εμπορίου σε διεθνή κλίμακα και κατά συνέπεια για την εντατικοποίηση των μεταφορών και της ναυτιλίας. Το εξωτερικό εμπόριο συνίστατο στις ανταλλαγές κρητικών προϊόντων με δυσεύρετες πρώτες ύλες και πολυτελή προϊόντα ξένων χωρών, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι οι κρήτες ναυτικοί είχαν αναλάβει και το διαμετακομιστικό εμπόριο στο πλαίσιο ενός διεθνούς εμπορικού δικτύου. Η εισαγωγή των αναγκαίων πρώτων υλών και η ειρηνική περίοδος που εξασφάλιζε η μινωική θαλασσοκρατία βοήθησαν την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την άσκηση των τεχνών σε επίπεδο σημαντικής οικονομικής εκμετάλλευσης. Ανάμεσα στα αποτελέσματα της ακμάζουσας οικονομίας ήταν και η κατασκευή δημόσιων έργων, όπως δρόμοι, γέφυρες και υδραγωγεία. Η μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη οδήγησε σταδιακά σε μια οικονομία αυστηρά γραφειοκρατική και μάλλον στρατοκρατούμενη που κατά τα τέλη της Ύστερης Xαλκοκρατίας άρχισε να εμφανίζει έντονα σημάδια παρακμής. Ως κύρια αίτια της οικονομικής παρακμής θεωρούνται η φυσική φθορά του πολιτικού συστήματος αλλά και οι διεθνείς αναταραχές αυτής της εποχής που εξιστορούνται γλαφυρά στις γραπτές πηγές της Ανατολής. Οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ανατολή είχαν αντίκτυπο και στο εσωτερικό του νησιού λειτουργώντας έτσι ανασταλτικά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εξαιτίας τους αποκλείσθηκαν ίσως πολλές από τις διεθνείς αγορές, ενώ η πιθανή εμπλοκή της Κρήτης στις πολεμικές συρράξεις κατέστειλε την ανάπτυξη των ειρηνικών έργων. Μετά τη συρρίκνωση της οικονομίας της, η Κρήτη έχασε τη διεθνή της ακτινοβολία, που στηριζόταν κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο και ακολούθησε την ιστορική πορεία της μυκηναϊκής Ελλάδας που εισήλθε στην οικονομική παρακμή και την απομόνωση των σκοτεινών χρόνων.

          Comment


            #6
            Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

            ΘΡΗΣΚΕΙΑ

            Χάρις στην πλούσια εικονογραφική κληρονομιά που άφησε η Μινωική εποχή, είμαστε σήμερα σε θέση να συλλάβουμε την κεντρική ιδέα της μινωικής θρησκείας. Η βασική έκφραση όλων των θρησκευτικών εκδηλώσεων είναι η λατρεία μιας γυναικείας θεότητας, που φαίνεται να έχει στενή σχέση με τη λατρεία της θεάς Aστάρτης στη Μέση Ανατολή. Η θεότητα αυτή νυμφεύεται ένα νέο θεό, ο οποίος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, μεταφέροντας έτσι σε θεϊκό επίπεδο την αναγέννηση της φύσης.
            Η λατρεία της θεότητας εκφράζεται με την τέλεση συγκεκριμένων ιερών τελετουργιών, η απεικόνιση των οποίων επαναλαμβάνεται συχνά στη μινωική τέχνη. Οι τελετουργίες αυτές είχαν σκοπό την έκκληση της εύνοιας της θεότητας ή και την εμφάνισή της στους θνητούς, μέσω μίας οραματικής διαδικασίας, της θεοφάνειας.
            Η τέλεση των ιερών τελετουργιών γινόταν από το ιερατείο, σε χώρους που είχαν διαμορφωθεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό στις ιδιωτικές κατοικίες και τα ανάκτορα και χαρακτηρίζονται ως ιερά, αλλά και σε τοποθεσίες μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε ιερά σπήλαια και σε απρόσιτες βουνοκορφές, τα λεγόμενα ιερά κορυφής. Aυτοί οι ιδιαίτεροι χώροι, που συνδέθηκαν τόσο νωρίς με τη θρησκευτική λατρεία και χαρακτηρίστηκαν ήδη από τη Μινωική εποχή ιεροί, απέκτησαν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε να συνεχιστεί εκεί η λατρεία μέχρι την κλασική Αρχαιότητα. Ένα σύνολο από λειτουργικά σκεύη, που η ακριβής τους χρήση δεν εξηγείται στον οικιακό ή εργαστηριακό χώρο, ερμηνεύονται ως ιερά και χρησίμευαν κυρίως σε χοές και προσφορές. Τέτοια σκεύη, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα ρυτά και οι κέρνοι, απεικονίζονται πολλές φορές σε παραστάσεις θρησκευτικών τελετών και με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η χρήση τους.

            Comment


              #7
              Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

              ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

              Ο ιδιότυπος χαρακτήρας και οι πνευματικές αναζητήσεις του μινωικού πολιτισμού γίνονται περισσότερο σαφείς μέσα από τα έργα τέχνης. Μέσα από την εξέλιξη των τεχνών παρακολουθούνται τα βήματα της τεχνολογίας που από την κατασκευή απλών χρηστικών αντικειμένων φθάνει στο επίπεδο της υψηλής τέχνης. Η λαμπρότητα και η ακτινοβολία της μινωικής τέχνης ήταν αποτέλεσμα της ακμάζουσας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου. Η εισαγωγή πρώτων υλών, χρήσιμων στην τεχνολογία, βοήθησαν στην κατασκευή μίας τεράστιας ποικιλίας εργαλείων, ενώ τα πολυτιμότερα εισηγμένα υλικά, όπως ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο, μπορούσαν να εκφράσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των ανώτερων τάξεων. Η τέχνη της Πρωτομινωικής περιόδου (3000-2000 π.Χ.), όπως εκφράζεται κυρίως στη σφραγιδογλυφία, είχε έναν απλό διακοσμητικό χαρακτήρα, όπου κυριαρχούσε ο αφαιρετικός συμβολισμός. Από τη Μεσομινωική περίοδο όμως η παραστατική τέχνη οδηγήθηκε σταδιακά σε μία φυσιοκρατική έκφραση που απέδιδε τις ανθρώπινες μορφές και τις μορφές του ζωικού και του φυτικού βασιλείου με ρεαλιστικό τρόπο. Ο συνδυασμός του ρεαλισμού, των καλλιτεχνικών συμβάσεων και του αφαιρετικού συμβολισμού δημιούργησε μία μοναδική καλλιτεχνική έκφραση. Οι μορφές και τα διακοσμητικά θέματα αυτής της τέχνης αποδίδονται με χάρη και ζωντάνια, ενώ συχνά μεταφέρεται η κίνηση που κάνει ακόμη και τα πιο απλά διακοσμητικά θέματα να δονούνται από μία κυρίαρχη ζωτική δύναμη. Οι θεμελιώδεις αρχές της μινωικής τέχνης, η γλαφυρότητα, η πολυχρωμία και η κίνηση ακολουθούνται και στην αρχιτεκτονική, όπου βρίσκουν την καλύτερη έκφρασή τους κυρίως στο σχεδιασμό των μινωικών ανακτόρων.
              Κατά την Ανακτορική περίοδο, οι καλύτερα ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα βασιλικά εργαστήρια που βρίσκονταν σε ειδικά διαμερίσματα των ανακτόρων. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τους χώρους αυτούς βεβαιώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, λιθοτεχνίας, μεταλλοτεχνίας, μικρογλυπτικής και κατεργασίας της φαγεντιανής. Παράλληλα με τα ανακτορικά λειτουργούσαν και εργαστήρια στις πόλεις και την ύπαιθρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη πλανόδιων καλλιτεχνών. Τέχνες όπως η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ασκούνταν μάλλον σε οικιακές βιοτεχνίες.
              Η παραστατική τέχνη είτε αποδίδεται σε μικρές επιφάνειες, όπως στις σφραγίδες, είτε στις μεγάλες επιφάνειες του τοιχογραφικού διακόσμου, αναπτύσσει χαρακτηριστικούς θεματικούς κύκλους, εμπνευσμένους κυρίως από την κοινωνική, την πολιτική και τη θρησκευτική ζωή. Οι συνθέσεις αυτές, που καταγράφουν με λεπτομέρεια τις συνήθειες αλλά και τις ηθικές αξίες των Μινωιτών, αποτελούν ένα χρήσιμο μέσο ερμηνείας της μινωικής κοινωνίας.
              Όσον αφορά στην αισθητική πλευρά του χαρακτήρα της μινωικής τέχνης καταγράφεται η ζωντάνια, η χάρη και η απόλυτη εναρμόνιση με τη φύση, στοιχεία που αποδίδονται στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών και στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον. Από την πλευρά της θεματογραφίας όμως διαπιστώνεται ένας συντηρητισμός που οφείλεται μάλλον στο συγκεντρωτικό και θεοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος.

              Comment


                #8
                Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ

                Οι εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών, που τους έφερναν συχνά σε επαφή με τους περισσότερο προηγμένους λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόοδο σε τομείς της επικοινωνίας και των επιστημών. Έτσι ο μινωικός πολιτισμός είναι ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης, στον οποίο εμφανίστηκαν η γραφή και οι εφαρμογές των θετικών επιστημών. Το μέγεθος της προόδου στην επικοινωνία και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων της μινωικής Κρήτης δείχνουν κυρίως οι προ-αλφαβητικές μορφές γραφής και τα μετρικά συστήματα. Η κρητική προέλευση των πνευματικών επιτευγμάτων ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα, καθώς οι μεταγενέστερες ελληνικές παραδόσεις παρουσίαζαν το Μίνωα ως εμπνευστή πολλών επιστημών. Τα συστήματα διαχείρισης και επικοινωνίας που άντλησαν οι Κρήτες από τους ξένους πολιτισμούς, τα προσάρμοσαν, πριν να τα χρησιμοποιήσουν, στις δικές τους ανάγκες. Τα μινωικά γραφικά συστήματα είχαν ανατολική προέλευση, αλλά στη συγκεκριμένη τους μορφή θεωρούνται κρητικές επινοήσεις. Από τη χρήση ενός ακόμη και σήμερα ακατανόητου συστήματος γραφής που διασώζεται στο δίσκο της Φαιστού, οι Κρήτες έφθασαν στο σημείο να καταγράφουν τα προϊόντα τους και κατόπιν να δημιουργήσουν ολόκληρα γραπτά αρχεία διαχείρισης των ανακτορικών πόρων. Δεδομένου ότι τα σωζόμενα κείμενα έχουν αποκλειστικά αρχειονομικό χαρακτήρα, δε γνωρίζουμε αν στη μινωική Κρήτη υπήρχε γραπτή φιλολογία, αν δηλαδή γράφονταν τα θρησκευτικά κείμενα, οι ύμνοι και οι εξορκισμοί που υποθέτουμε πως απαγγέλλονταν στις θρησκευτικές τελετουργίες ή αν ακόμα υπήρχε γραπτή λαϊκή ποίηση που θα αναφερόταν στις παραδόσεις και τους ήρωες της κρητικής μυθολογίας. Χάρις στα κείμενα των γραπτών πινακίδων, που είναι δείγματα αρχειοθέτησης και λογιστικής, είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες ήταν γνώστες των μαθηματικών. Τα στοιχεία των αριθμών αλλά και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Μινωικής Κρήτης προϋποθέτουν την κατάκτηση και την εφαρμογή των μαθηματικών αρχών, που οι Μινωίτες είχαν διδαχθεί από τις προηγμένες χώρες της Ανατολής και από την Αίγυπτο. Η μινωική αριθμητική είναι δύσκολο να αποκατασταθεί πλήρως, παρά το γεγονός αυτό όμως γνωρίζουμε ότι το αριθμητικό σύστημα ήταν ακριβώς ίδιο με το αιγυπτιακό και στηριζόταν στο δεκαδικό σύστημα, με τη διαφορά ότι οι μινωικοί αριθμοί έφθαναν τις χιλιάδες ενώ οι αιγυπτιακοί το εκατομμύριο. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της μινωικής αριθμητικής ήταν το σύστημα των εκατοστιαίων ποσοστών. Χωρίς να υπάρχουν απόλυτα σαφείς ενδείξεις, θεωρείται βέβαιο ότι οι Μινωίτες κατείχαν και αστρονομικές γνώσεις, οι οποίες τους ήταν χρήσιμες στη γεωργία και τη ναυσιπλοΐα. Οι Μινωίτες κατείχαν και τις αρχές της γεωμετρίας, όπως φαίνεται από το σύστημα μέτρησης αποστάσεων που χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό των ανακτόρων. Είχαν επίσης γνώσεις μηχανικής, υδραυλικής, εμπειρία στα εγγειοβελτιωτικά έργα και μια αρκετά προηγμένη τεχνολογία στα αποχετευτικά έργα, όπως δείχνει το περίπλοκο δίκτυο αποχέτευσης της Κνωσού. Τα μετρικά συστήματα της μινωικής Κρήτης που γνωρίζουμε καλύτερα ήταν τα συστήματα μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας. Το σύστημα μέτρησης του βάρους δείχνουν τα σφραγισμένα πήλινα και μολύβδινα βάρη που βρίσκονται συχνά σε μινωικές θέσεις. Το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας εμφανίζεται διαφορετικό στη Γραμμική Α και τη Γραμμική Β γραφή. Το σύστημα της Γραμμικής Β παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό της Μεσοποταμίας, που σημαίνει ότι το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας στη μυκηναϊκή Κρήτη εκπροσωπούσε μια διαφορετική παράδοση από αυτή που διακρίνεται στις πρωιμότερες μινωικές γραφές.

                Comment


                  #9
                  Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                  ΓΡΑΦΗ
                  Η πρώτη μορφή γραφής που απαντά στη Μινωική Κρήτη, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, αντιπροσωπεύεται από ένα αινιγματικό εύρημα που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το δίσκο της Φαιστού. Η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δίσκο λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου της δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, αλλά το περιεχόμενό της φαίνεται ότι συνδέεται με το μινωικό κόσμο. Κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη τρία διαφορετικά συστήματα γραφής που διέκρινε πρώτος ο Arthur Evans: η ιερογλυφική, η Γραμμική Α και η Γραμμική Β γραφή. Τα κείμενα του πρώτου συστήματος, του ιερογλυφικού, συναντώνται σε μία μικρή ομάδα σφραγιδολίθων και σφραγισμάτων και είχαν μάλλον θρησκευτικό περιεχόμενο. Τα κείμενα της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β που είναι συλλαβικές γραφές έχουν αντίθετα οικονομικό χαρακτήρα. H γραφή σε αυτή την περίπτωση εξυπηρετούσε ένα είδος λογιστικού συστήματος, απαραίτητου για τον έλεγχο της διακίνησης ανθρώπων και προϊόντων στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ίδια αναγκαιότητα είχε αναπτυχθεί και στη Μεσοποταμία, όπου είχε διαμορφωθεί ένα παρόμοιο σύστημα γραπτής αρχειοθέτησης ήδη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Οι διαφορές των δύο γραμμικών γραφών εντοπίζονται στη διάταξη του κειμένου, στον αριθμό των πικτογραμμάτων και τα διαφορετικά σύμβολα για τα βάρη και τα σταθμά. Από αυτές τις γραφές μόνο η Γραμμική Β είναι αναγνώσιμη.
                  Η Γραμμική Α διαμορφώθηκε κατά το τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή κατά το 18 αιώνα π.X. και η χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την τελική καταστροφή των μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1425 π.Χ. Η γραφή αυτή συναντάται κυρίως χαραγμένη σε πινακίδες και δελτάρια από πηλό αλλά και σε διάφορα χρηστικά αντικείμενα. Η πρώτη αυτή γραμμική γραφή δεν είναι ακόμη αναγνώσιμη, τα κοινά ιδεογράμματα όμως με τη Γραμμική Β είναι τόσα πολλά, ώστε να μπορούν συχνά να διατυπωθούν βάσιμες υποθέσεις για το περιεχόμενο των κειμένων.
                  Η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α και ήταν η επίσημη γραφή των ανακτόρων της Κνωσού κατά τη μυκηναϊκή δυναστεία. Τα κείμενά της σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στα μυκηναϊκά ανακτορικά αρχεία -και μάλιστα στην αρχική τους θέση- επειδή η μάζα τους στερεοποιήθηκε κατά την καταστροφή των ανακτόρων από φωτιά. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952 απέδειξε ότι η γλώσσα της μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν η ελληνική, μεταθέτοντας έτσι το όριο της ελληνικής ιστορίας κατά επτά αιώνες πριν από τις πρώτες ελληνικές επιγραφές.
                  Λίγες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη χρήση της γραφής εκτός του πλαισίου της διοικητικής διαχείρισης. Τα μόνα και γι' αυτό εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για την ευρύτερη χρήση της γραφής στην εποχή του Χαλκού προσφέρουν οι τρεις ξύλινες πινακίδες από το ναυάγιο του Ulu Burun, οι οποίες ερμηνεύονται ως γραφικές πινακίδες και συνοδεύονται από ελεφάντινες γραφίδες. Οι επιφάνειες των αντικειμένων αυτών αλείφονταν με κερί και κατόπιν χαράζονταν επάνω τους κείμενα, όπως ακριβώς συνηθιζόταν στους μεταγενέστερους αιώνες της ιστορικής αρχαιότητας.

                  Comment


                    #10
                    Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                    ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΒΑΡΟΥΣ

                    Οι αυξημένες απαιτήσεις του εμπορίου, το οποίο στηριζόταν στις ανταλλαγές προϊόντων, οδήγησαν σχετικά γρήγορα στην επινόηση ενός συστήματος μέτρησης βάρους, προκειμένου να πραγματοποιούνται οι συναλλαγές με ένα κοινό σύστημα αξιών. Η χρήση ενός κοινού συστήματος δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι τεχνίτες και οι έμποροι μιας προνομισματικής κοινωνίας αντιλαμβάνονταν την αξία των εμπορικών αγαθών. Οι γνώσεις μας για τις αξίες βάρους που ίσχυαν στο μινωικό εμπόριο προκύπτουν από τα πολυάριθμα μολύβδινα σταθμά που βρίσκονται συχνά στους μινωικούς οικισμούς. Μερικά από αυτά είχαν επάνω τους χαραγμένα σύμβολα που δήλωναν την αξία τους. Όλα τα μινωικά σταθμά φαίνεται ότι αντιστοιχούσαν σε ένα κοινό σύστημα και ξεκινούσαν από τα 60 έως τα 64 γραμμάρια, ενώ το βάρος μιας δεύτερης κατηγορίας σταθμών κυμαινόταν από τα 480 έως τα 510 γραμμάρια. Θεωρείται ότι κατά την εποχή πριν από τις καταστροφές της Υστερομινωικής Ι περιόδου (1600-1550 π.Χ.) ήταν σε παράλληλη χρήση και ένα δευτερεύον σύστημα μέτρησης βάρους, το οποίο όμως στις επόμενες περιόδους καταργήθηκε. Τόσο η βασική μονάδα βάρους, όσο και οι υποδιαιρέσεις της, συμφωνούν απόλυτα με τα δεδομένα των πινακίδων Γραμμικής_Α και Β γραφής, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ειδικά ιδεογράμματα για την απόδοση του βάρους των προϊόντων. Από τη διάδοση των διαφόρων συστημάτων μέτρησης βάρους στους πρώιμους πολιτισμούς προκύπτει ότι οι προϊστορικές κοινωνίες είχαν αναπτύξει μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Έτσι η χρήση του ίδιου συστήματος σε διάφορες περιοχές του αιγαιακού κόσμου υποδεικνύει την ύπαρξη τακτικών συναλλαγών. Το μινωικό σύστημα μέτρησης βάρους είχε μεγάλη διάδοση στον αιγαιακό κόσμο αντικατοπτρίζοντας έτσι τις εντατικές εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών. Μολύβδινα βάρη μινωικού τύπου βρέθηκαν στην Αγία Ειρήνη της Κέας, ενώ ίσως ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα βαρών εκτός Κρήτης βρέθηκε στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας, όπου είναι φανερή η πλήρης υιοθέτηση του μινωικού συστήματος μέτρησης βάρους. Το ίδιο σύστημα μεταδόθηκε κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1600-1050 π.Χ.) και στην ηπειρωτική Ελλάδα .

                    Comment


                      #11
                      Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                      ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ

                      Η τεχνική της λάξευσης του λίθου έφθασε στην Κρήτη κατά τις αρχές της εποχής του Χαλκού (3000 π.X.) από την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και τις Κυκλάδες, όπου ήταν διαδεδομένη πολύ νωρίτερα. Οι Μινωίτες άρχισαν να κατασκευάζουν λίθινα αγγεία από την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο (2600-2300 π.X.). Τα αγγεία αυτής της εποχής εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες με τα εισηγμένα πρότυπά τους. Η επιρροή της αιγυπτιακής λιθοτεχνίας ειδικότερα γίνεται περισσότερο εμφανής στην τεχνική κατασκευής και λιγότερο στα σχήματα των λίθινων αγγείων. Σταδιακά όμως δημιουργήθηκε μια μακρά παράδοση που μεταδόθηκε κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600-1070 π.X.) και στη μυκηναϊκή Ελλάδα. Τα πρώτα λίθινα αγγεία κατασκευάζονταν για να χρησιμοποιηθούν ως ταφικά κτερίσματα, μια πρακτική που συνηθιζόταν και στους αιγυπτιακούς τάφους. Στους πρωτομινωικούς τάφους της Μεσαράς και των Αστερουσίων και σε θέσεις όπως ο Μόχλος, η Ψείρα και το Παλαίκαστρο συνηθίζονταν οι προσφορές πολλών μικρών λίθινων αγγείων στο εσωτερικό των τάφων και στους προθαλάμους των ταφικών κτηρίων. Από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. παρατηρείται ριζική αλλαγή στη χρήση των λίθινων αγγείων. Χρησιμοποιούνται πια σε νέα, διαφοροποιημένα σχήματα, σε οικιακούς και εργαστηριακούς χώρους. Για την κατασκευή των λίθινων αγγείων χρησιμοποιήθηκαν πολλά είδη εγχώριων πετρωμάτων αλλά και εισηγμένα από τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο. Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα κροκαλοπαγή πετρώματα και εκείνα με τις έντονες χρωματιστές φλεβώσεις που έδιναν ένα διακοσμητικό τόνο στα σκεύη. Τα πολυτελέστερα λίθινα σκεύη έφεραν διακοσμητικές λεπτομέρειες από μέταλλο, κυρίως χαλκό και χρυσό, μιμούμενα χρυσά ανάγλυφα αγγεία.
                      Τα σχήματα των λίθινων αγγείων μεταφέρονταν συχνά αυτούσια από την κεραμική, μερικές φορές όμως επινοούνταν ιδιότυπα σχήματα που απαντούν μόνο στα λίθινα σκεύη. Τα συνηθέστερα ήταν τα άωτα κύπελλα, τα κύπελλα με ψηλό πόδι, ένα είδος προχυτικών αγγείων που θυμίζουν τσαγιέρες και τα αλάβαστρα. Από λίθο κατασκευάζονταν και σκεύη οικιακής και εργαστηριακής χρήσης, όπως τα λυχνάρια, τα τριβεία, οι λουτήρες και οι λεκάνες για το πάτημα των σταφυλιών.
                      Από το σύνολο των αντικειμένων της λιθοτεχνίας προέρχονται μερικά από τα αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, όπως ένα ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής από την Κνωσό, ένα δίωτο αγγείο από λευκό μάρμαρο και ένα σύνολο κομψών λίθινων αγγείων από τη Ζάκρο, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα μοναδικό για το ιδιόμορφο σχήμα και την κομψότητά του ρυτό από ορεία κρύσταλλο. Από την Αγία Τριάδα προέρχονται τρία από τα πιο γνωστά λίθινα κύπελλα με ανάγλυφες παραστάσεις, το λεγόμενο κύπελλο της αναφοράς όπου απεικονίζεται ένα τριμερές ιερό, το αγγείο των θεριστών με παράσταση αγροτικής λατρείας και το αγγείο των πυγμάχων με αθλητικές σκηνές κατανεμημένες σε ζώνες.
                      Μία ιδιαίτερη κατηγορία λίθινων αγγείων, η οποία αποτελείται από τα ρυτά, τους κέρνους και έναν τύπο κοχλιαρίου φαίνεται ότι προοριζόταν για τελετουργική χρήση, όπως υποδεικνύουν τα ιδιόμορφα σχήματά τους, η εύρεσή τους σε χώρους που χαρακτηρίζονται ιεροί και οι χαραγμένες αφιερώσεις Γραμμικής Α γραφής που διακρίνονται σε μερικά από αυτά.

                      Comment


                        #12
                        Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                        ΕΛΕΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ

                        Η τέχνη της ελεφαντουργίας ήταν μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες των ανακτορικών βιοτεχνιών. Tο ελεφαντόδοντο εισαγόταν στην Κρήτη από τη Συρία, όπου υπήρχαν άγριοι ελέφαντες μέχρι τον 9ο αιώνα π.X.
                        Η πρώτη ύλη της ελεφαντουργίας ήταν οι χαυλιόδοντες του συριακού ελέφαντα αν και νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα και χαυλιόδοντες ιπποπόταμου. Όπως δείχνουν οι χαυλιόδοντες που βρέθηκαν σε εργαστηριακούς χώρους των ανακτόρων, το ελεφαντόδοντο εισαγόταν ως ακατέργαστη ύλη, ενώ η κατεργασία της ολοκληρωνόταν στα κρητικά εργαστήρια. Παράλληλα με την εισαγωγή της πρώτης ύλης εισήχθησαν και έτοιμα ελεφάντινα αντικείμενα από τη Συρία και την Αίγυπτο. Η τεχνοτροπία των πρώτων ελεφάντινων έργων τέχνης επηρεάστηκε από την αντίστοιχη της Συρίας αλλά, σύντομα, δημιουργήθηκε μία καθαρά μινωική παράδοση με χαρακτηριστική τεχνοτροπία και επιλογή διακοσμητικών θεμάτων.
                        Η φύση του υλικού, που είναι πολύ μαλακό, επέτρεπε μία λεπτομερή απόδοση ανάγλυφης διακόσμησης. Από ελεφαντόδοντο φτιάχνονταν διάφορα αντικείμενα μικρού μεγέθους όπως σφραγίδες, χάντρες κοσμημάτων, υφαντικά σφονδύλια ή πιόνια επιτραπέζιων παιχνιδιών. Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε πολύ και στην κατασκευή πολυτελών ειδών καλλωπισμού, όπως δείχνουν οι ελεφάντινες χτένες και οι λαβές που ανήκαν σε περίτεχνους καθρέπτες.
                        Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μία συνδυαστική τεχνική, κατά την οποία μικρές διακοσμητικές πλάκες ελεφαντόδοντου τοποθετούνταν σε ειδικά προετοιμασμένα πλαίσια μεταλλικών ή ξύλινων αντικειμένων. Ένα αριστουργηματικό δείγμα αυτής της τεχνικής συναντάμε στο περίφημο ζατρίκιο από το ανάκτορο της Κνωσού, όπου επάνω σε μία ξύλινη πλάκα στερεώθηκαν πλάκες ελεφαντόδοντου διακοσμημένες με κύανο και ασήμι.
                        Η φύση και το σχήμα της πρώτης ύλης έθετε ορισμένους περιορισμούς στην κατασκευή των ελεφάντινων αντικειμένων. Τα κομμάτια του ελεφαντόδοντου κόβονταν με πριόνι σε μικρότερα κομμάτια που είχαν ένα σχεδόν κυλινδρικό σχήμα. Από αυτό αποσπάζονταν μικρότερες πλάκες ανάλογα με το είδος των αντικειμένων που έπρεπε να κατασκευαστούν. Οι πυξίδες, ένα είδος αγγείου με κάθετα τοιχώματα ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποκοπεί από τους χαυλιόδοντες, χωρίς μεγάλο ποσοστό απόρριψης υλικού. Γι' αυτό ίσως το λόγο οι ελεφάντινες πυξίδες ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα και αγαπητά προϊόντα της κρητομυκηναϊκής ελεφαντουργίας. Τα ειδώλια, που είχαν μεγαλύτερο μέγεθος και ελεύθερο σχήμα, όπως ο ελεφάντινος ακροβάτης από την Κνωσό ή μία εκδοχή της θεάς των όφεων με ψηλό στέμμα, κατασκευάζονταν από διαφορετικά τμήματα ελεφαντόδοντου που ενώνονταν με λεπτά καρφιά. Συχνά, οι ανατομικές λεπτομέρειες των ειδωλίων και η διακόσμησή τους αποδίδονταν με επιθέματα φύλλων χρυσού.

                        Comment


                          #13
                          Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                          Η ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΑΓΕΝΤΙΑΝΗΣ

                          Φαγεντιανή ονομάζεται μια σύνθετη ύλη που κατασκευάζεται από κονιορτοποιημένο χαλαζία, αμμόλιθο ή πυριτόλιθο και από ένα διάλυμα ανθρακικού νατρίου. Το υγρό μίγμα αυτών των υλικών τοποθετούνταν σε μήτρες και ψηνόταν σε υψηλή θερμοκρασία, περίπου στους 870o C. Κατά την καύση το υλικό στερεοποιούνταν, ενώ το εξωτερικό επίχρισμα έλιωνε, δίνοντας στην επιφάνεια των αντικειμένων μια υπόλευκη, στιλπνή όψη που θύμιζε ελεφαντόδοντο. Για την απόκτηση του έντονου γαλάζιου χρώματος που χαρακτηρίζει την αιγυπτιακή φαγεντιανή, η επιφάνεια των αντικειμένων καλυπτόταν με ένα διάλυμα από οξείδιο του χαλκού και άμμο και ξαναψηνόταν. Η φαγεντιανή, λόγω των πρώτων υλών από τις οποίες κατασκευαζόταν, συγχέεται συχνά με την υαλόμαζα και το πραγματικό γυαλί, υλικά τα οποία ήταν επίσης σε χρήση κατά την εποχή του Χαλκού. Αν και η τεχνική κατεργασίας της είναι περισσότερο γνωστή από την Αίγυπτο, όπου ήταν σε χρήση από την τέταρτη χιλιετία, η τέχνη αυτή φαίνεται ότι εισήχθη στην Κρήτη από τη Συρία και τη Μεσοποταμία.
                          Στη μινωική Κρήτη τα πρώτα δείγματα της τέχνης της φαγεντιανής εμφανίζονται λίγο πριν από το τέλος της Πρωτομινωικής εποχής (3000-2000 π.Χ.). Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν χρηστικά αγγεία, τελετουργικά αντικείμενα και ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα ειδώλια. Σημαντική είναι επίσης η χρήση της στην κοσμηματοποιία και τη σφραγιδογλυφία. Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν ακόμη χάντρες, περίαπτα και ένα πλήθος από διακοσμητικά πλακίδια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, άγνωστης χρήσης. Χρησιμοποιούνταν επίσης συχνά και ως ένθετη διακοσμητική ύλη σε αντικείμενα από διαφορετικά υλικά.
                          Από άποψη τεχνοτροπίας, τα έργα της μινωικής φαγεντιανής χαρακτηρίζονται από τον έμπειρο χειρισμό της πολυχρωμίας, την εφευρετικότητα και την προτίμηση των φυσιολατρικών θεμάτων, ενώ ορισμένα τεχνολογικά και διακοσμητικά στοιχεία μαρτυρούν ότι στην τέχνη αυτή έγινε μεταφορά από άλλες μινωικές τέχνες, όπως η λιθοξοΐα και η μεταλλοτεχνία. Η Κνωσός ήταν ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής φαγεντιανής κατά τη Μεσομινωική I (2000-1550 π.Χ.) περίοδο, ενώ ένα άλλο εργαστήριο εντοπίστηκε στη Ζάκρο την Υστερομινωική Ι περίοδο (1550-1450 π.Χ.).
                          Η τέχνη της φαγεντιανής, όπως και άλλες μορφές της τέχνης που πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη, μεταδόθηκε και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήδη από τη Μέση εποχή του Χαλκού (2000-1600 π.Χ.) κατασκευάζονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα απλά κοσμήματα, ενώ στα μεγαλύτερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου ίσως λειτούργησαν και οργανωμένα εργαστήρια κατεργασίας. Ένα τέτοιο εργαστήριο υπήρχε στις Μυκήνες κατά την περίοδο των λακκοειδών τάφων (1600-1500 π.Χ.). Ευρήματα από φαγεντιανή βρέθηκαν συχνά στην κεντρική Ευρώπη και τα βρετανικά νησιά μαζί με άλλα μυκηναϊκά προϊόντα. Η καλλιτεχνική τεχνοτροπία και ο τρόπος κατεργασίας αυτών των ευρημάτων θυμίζουν τόσο έντονα τα ανάλογα αιγαιακά ευρήματα, ώστε να διατυπωθεί πολύ νωρίς το ερώτημα, αν τα ευρήματα αυτά σχετίζονται με τις εμπορικές δραστηριότητες των Mυκηναίων και μάλιστα με την αναζήτηση πρώτων υλών στις χώρες αυτές.

                          Comment


                            #14
                            Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                            ΚΕΡΑΜΙΚΗ

                            Από όλες τις μορφές τέχνης η κεραμική μπορεί να δείξει καλύτερα τα διαδοχικά στάδια στην εξέλιξη της τεχνολογίας και το καλλιτεχνικό αισθητήριο των Μινωιτών. Στους μινωικούς οικισμούς, στους τάφους και τα ανάκτορα έχει βρεθεί ένα πλήθος αγγείων και οστράκων που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τα εξελικτικά στάδια της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη. Κατά την Πρωτομινωική εποχή, το στάδιο δηλαδή που η Κρήτη βγήκε από την απομόνωση της Νεολιθικής, άρχισαν να εμφανίζονται πολλά εργαστήρια σε διάφορες περιοχές του νησιού που δημιούργησαν κεραμικούς ρυθμούς με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Η πολυμορφία αυτή συνεχίστηκε και στη Μεσομινωική εποχή, όταν δηλαδή ιδρύθηκαν τα πρώτα μινωικά ανάκτορα. Κατά το διάστημα αυτό, οι υψηλές απαιτήσεις της ανακτορικής κοινωνίας επέτρεψαν τη δημιουργία ανακτορικών εργαστηρίων που μετέτρεψαν την κεραμική παραγωγή σε υψηλή τέχνη. Η αξία της κεραμικής ξεπέρασε τότε τα όρια του νησιού και τα έργα των μινωικών κεραμικών εργαστηρίων έγιναν περιζήτητα σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο. Δείγματά της εντοπίστηκαν σε παράλιους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, των Κυκλάδων, της Μικράς Ασίας, αλλά και στην Αίγυπτο, όπου τα προϊόντα μεταφέρονταν ως πολύτιμα δώρα ή ανταλλάσσονταν με τα σπάνια και πολύτιμα υλικά της χώρας του Νείλου. Ο ανακτορικός ρυθμός της Υστερομινωικής εποχής επηρέασε αισθητά τη μυκηναϊκή κεραμική από την αρχή της εξέλιξής της. Εκτός από τη μεγάλη καλλιτεχνική της αξία και τις πληροφορίες που παρέχει στον τομέα της τεχνολογίας, η μινωική κεραμική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την υποδιαίρεση των μινωικών περιόδων και τη σχετική χρονολόγηση άλλων ευρημάτων στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου. Η εισηγμένη μινωική κεραμική σε άλλες χώρες αποκαλύπτει τις σχέσεις της Κρήτης με την Ανατολή και την Αίγυπτο, επιτρέποντας έτσι χρονολογικές αντιστοιχίες μεταξύ των χωρών ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου.

                            Comment


                              #15
                              Εποχή του Χαλκού - Μινωικός Πολιτισμός

                              ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ

                              Η Κρήτη θεωρείται ανεπαρκής σε μέταλλα και οι λιγοστές πηγές μεταλλεύματος δεν είχαν εντοπιστεί από τους Μινωίτες. Έτσι ο χαλκός εισαγόταν αναγκαστικά από μακρινές χώρες, όπου είχε αρχίσει ήδη η συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων. Θεωρείται μάλιστα ότι η Κύπρος, που ήταν μία από τις σημαντικότερες πηγές χαλκού της Αρχαιότητας, ήταν και η κύρια χώρα προμήθειας του χαλκού στη μινωική Κρήτη. Η απόκτηση του κασσίτερου, μίας εξαιρετικά σπάνιας πρώτης ύλης, οδήγησε τους Μινωίτες σε ακόμη μακρινότερους εμπορικούς δρόμους μέχρι το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και το Αφγανιστάν. Έτσι, η αναζήτηση των μετάλλων έδωσε την κυριότερη ώθηση στο διεθνές εμπόριο, ενώ οδήγησε ταυτόχρονα στην εισαγωγή και άλλων πρώτων υλών και στη γνώση της κατεργασίας τους.

                              Οι πρώτες μεταλλουργικές δραστηριότητες στον αιγαιακό χώρο παρατηρούνται από την Τελική Νεολιθική εποχή (3500 π.Χ.). Το πρώτο είδος μετάλλου που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένα κράμα σε μαλακή μορφή, που αποτελούνταν από χαλκό, αρσένιο και μόλυβδο. Αργότερα, κατά τις αρχές της τέταρτης χιλιετίας χρησιμοποιήθηκε ο ορείχαλκος, ένα κράμα χαλκού με κασσίτερο, το οποίο έδινε τη δυνατότητα κατασκευής ανθεκτικότερων αντικειμένων. Η πρώτη χρήση του ορείχαλκου στην Κρήτη τοποθετείται στην Πρωτομινωική II περίοδο (2600-2300 π.Χ.).

                              ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ

                              Η κατασκευή εργαλείων θεωρείται από τα πρώτα πεδία χρήσης των μετάλλων. Τα πρώτα εργαλεία από μέταλλο, που αντικατέστησαν σταδιακά τα λίθινα εργαλεία, εμφανίζονται κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000-2000 π.Χ.). Τα εργαλεία αυτής της περιόδου ήταν κυρίως όργανα κοπής, όπως λεπίδες, μαχαίρια, σουβλιά και σπάτουλες. Η μεγάλη ποικιλία των εργαλείων εξυπηρετούσε πολλές διαφορετικές εργασίες, όπως τη λιθοτεχνία, τη βυρσοδεψία, την ξυλουργική και την οικοδομική τέχνη.

                              Comment

                              Working...
                              X