Announcement

Collapse
No announcement yet.

Κλασσική Περίοδος

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Κλασσική Περίοδος

    Κοινωνία

    Οι Αθηναίοι της Κλασικής περιόδου αντιλαμβάνονταν την πόλιν κυρίως ως το σύνολο των πολιτών της και όχι ως γεωγραφική έκταση, η οποία χαρακτηριζόταν κατά κανόνα με τους όρους άστυ, όταν αναφέρονταν στην Aθήνα, και χώρα, όταν αναφέρονταν στο υπόλοιπο της Aττικής.
    Ο πληθυσμός της Αττικής ανερχόταν, κατά την περίοδο της δημογραφικής ακμής της, σε 300.000-350.000 κατοίκους. Στην Αθήνα, η διάκριση των κατοίκων γινόταν με βάση τη δυνατότητα άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Αθηναίοι πολίτες ήταν, σύμφωνα με το νόμο του Περικλή του 451 π.Χ., οι ενήλικοι άρρενες, των οποίων και οι δύο γονείς κατάγονταν από τους δήμους της Aθήνας, και αριθμούσαν με βάση τους υψηλότερους υπολογισμούς μόνον 50.000. Oι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι, που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Μία δεύτερη διάκριση στηριζόταν στην καταγωγή: αστοί ονομάζονταν οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά αθηναϊκής καταγωγής.

    Χαρακτηριστικό της κλασικής Αθήνας είναι το γεγονός ότι η ισότητα των πολιτών περιοριζόταν στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Στην καθημερινή ζωή είχαν διατηρηθεί οι διαφοροποιήσεις οικονομικής υφής, οι οποίες συνδυάζονταν, όχι σπάνια, και με την καταγωγή. Aνάλογος με τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε οικογενείας ήταν και ο τρόπος διαβίωσής της στον οίκο, στη βασική μονάδα της πόλης. Oι οίκοι ενός αριστοκράτη, ενός ευπόρου κι ενός από τον όχλο δε διέφεραν μόνο στο μέγεθος του σπιτιού, αλλά και στους ρόλους των μελών τους.

    Η κοινωνική διαφοροποίηση, η οποία καθοριζόταν με βάση την απασχόληση των μελών της αθηναϊκής κοινωνίας, γίνεται έντονα αντιληπτή αν παρατηρήσει κανείς την ορολογία που χρησιμοποιούν οι αρχαίοι συγγραφείς, που είναι κατά κανόνα μέλη της αριστοκρατικής και εύπορης κατηγορίας πολιτών. Όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν το λαό χρησιμοποιούν τους όρους: πένητες, χείρονες, πονηροί, φαύλοι, ενώ αντίθετα για τη δική τους κοινωνική ομάδα επιλέγουν τις λέξεις: πλούσιοι, εύποροι, ευγενείς, ισχυροί, καλοί καγαθοί.

    Ο οίκος στην Κλασική περίοδο συνεχίζει να αποτελεί τη βασική μονάδα της πόλης: όντας το σύνολο των ανθρώπων, των ζώων και των κτημάτων, συνιστά για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το χώρο της παραγωγής και κατανάλωσης των προϊόντων του. Διασφαλίζει ακόμη την προστασία των μελών του και εγγυάται τη διατήρηση της οικογένειας, άρα και της πόλης, μέσα από τις βασικές διαδικασίες της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, οι θρησκευτικές τελετές, τα συμπόσια.
    Bασική διαφορά, σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, έχει η σημασία του οίκου, κυρίως για τα άρρενα μέλη του και μάλιστα για τους πολίτες. Eνώ παλαιότερα ο οίκος όριζε τον πολιτικό ρόλο του αρχηγού του στην κοινότητα, στις νέες συνθήκες της δημοκρατίας έπαιζε μόνον έμμεσο ρόλο. Έτσι, ενώ όλα τα άρρενα, ενήλικα και γνήσια τέκνα της Αττικής ήταν ως πολίτες ίσοι απέναντι στο νόμο και στην πόλη, για τους ευγενείς και κυρίως για τους εύπορους κατοίκους της διατηρούνται οι δυνατότητες διαφοροποίησης, μέσα βέβαια από νέες διόδους έκφρασης: οι χορηγίες, τα συμπόσια, το ρητορεύειν, το φιλοσοφείν είναι μερικοί μόνον από τους τρόπους διαχωρισμού των "πολλών" από τους "ολίγους". Έτσι, ενώ ο οίκος χάνει τον κεντρικό ρόλο που είχε στην Αρχαϊκή περίοδο, δεν παύει -για μια κατηγορία πολιτών τουλάχιστον- να είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας, αφού είναι αυτός που εξασφαλίζει την οικονομική άνεση. Aν για τους "πολλούς" είναι η πόλη πλέον που τους δίνει ταυτότητα, για τους "ολίγους" εξακολουθεί το ρόλο αυτό να τον έχει ο οίκος.
    Η οικογένεια, κατά κανόνα πυρηνική, αποτελούνταν από τον άντρα και τη γυναίκα (τους συζύγους), τα παιδιά (μέχρι τη στιγμή που θα δημιουργούσαν τη δική τους οικογένεια) και τους οικιακούς δούλους. Αυτά ήταν και τα μέλη ενός μέσου αθηναϊκού οίκου στην Κλασική περίοδο.
    Στους βασικούς ρόλους της οικογένειας περιελαμβανόταν η διατήρηση του οίκου, μέσω της γέννησης γνήσιων απογόνων, η πρόνοια για τους ηλικιωμένους και η διατήρηση των ταφικών εθίμων. Αντίθετα με ό,τι επικρατεί σήμερα, ο ρόλος της οικογένειας στην Αρχαιότητα καθοριζόταν από πρακτικές αναγκαιότητες, οι οποίες προσδιόριζαν επομένως και τις σχέσεις μεταξύ των μελών.
    Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ο έρωτας, ως μέσο σύναψης ενός γάμου, θεωρείται συχνότερη η επιλογή των συζύγων με βάση τα προσόντα που διέθετε ο εκάστοτε υποψήφιος. Έτσι, οι σχέσεις των συζύγων μπορεί να διαπνέονταν από αγάπη, αλλά δεν ήταν αυτή η απαραίτητη προϋπόθεση για το γάμο. Είναι συχνές οι αναφορές σε άντρες που επιζητούσαν τέτοια συναισθήματα στις εταίρες. Αντίθετα, απέναντι στις συζύγους επιδεικνυόταν σεβασμός και διάθεση προστασίας. Οι γυναίκες-σύζυγοι από την πλευρά τους δεν αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα τις εξωσυζυγικές σχέσεις των αντρών τους, δεν είχαν όμως νομικά τη δυνατότητα να κάνουν κάτι γι' αυτό.

    Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας ήταν κατά κανόνα αρμονικές. Ιδιαίτερα εκείνες της μητέρας με τα παιδιά δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Ο πατέρας με την κόρη είχε καλές σχέσεις. Αντίθετα, με τον ενήλικα, κυρίως, γιο υπήρχε συχνά αντιπαλότητα, δεδομένου ότι ο πατέρας δεν είχε απόλυτες εξουσίες και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί από τους άρρενες απογόνους του. Συγχρόνως, το γεγονός ότι η εκπαίδευση και η κοινωνικοποίηση των αγοριών γίνονταν εκτός σπιτιού δημιουργούσε συχνά εντάσεις σ' αυτήν τη σχέση, γιατί ο πατέρας δύσκολα αποδεχόταν τις νεοτεριστικές ιδέες, που τους δίδασκαν κυρίως οι σοφιστές. Έτσι βλέπουμε, στην κωμωδία ιδιαίτερα, να εμφανίζεται το φαινόμενο του χάσματος των γενεών.
    Μεταξύ των αδελφών επικρατούσε κατά κανόνα θετικό κλίμα. Εντάσεις παρατηρούνταν σε περιπτώσεις κληρονομικών θεμάτων και μεταξύ των γνήσιων και των υιοθετημένων αδελφών.

    #2
    Οικονομία

    Στην αθηναϊκή οικονομία του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. οι παραδοσιακές και ασφαλείς πηγές εισοδήματος εξακολουθούν να είναι η εκμετάλλευση της εγγείου ιδιοκτησίας και η γεωργία, ενώ συγχρόνως παρατηρείται και μία τυχοδιωκτική διάθεση που εκφράζεται μέσα από την εξέλιξη του εμπορίου και την ανάπτυξη ενός τραπεζικού μηχανισμού.
    Η καλλιέργεια της γης, τα εμπορικά ταξίδια, το δουλεμπόριο καθώς και οι συμμαχικές εισφορές ενίσχυαν σημαντικά τόσο το ταμείο της πόλης όσο και τις ιδιωτικές περιουσίες.
    Ο επεκτατισμός και η εδραίωση της Αθηναϊκής ηγεμονίας απέφεραν στην πόλη τεράστια κέρδη και της επέτρεψαν να υιοθετήσει μία πολιτική κοινωνικής πρόνοιας, παρά το γεγονός ότι βγήκε ηττημένη από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Έτσι εισήγαγε θεσμούς, όπως τα θεωρικά και τους δημόσιους μισθούς, προσφέροντας επιπλέον και μία ευκαιρία σε κάποιους πολίτες της να αυξήσουν τα εισοδήματά τους.

    Τις σχέσεις των Αθηναίων με την πόλη τους χαρακτήριζε μία διάθεση αλληλοεκμετάλλευσης. Η Αθήνα αύξανε τα έσοδά της μέσω ενός λεπτομερούς φορολογικού συστήματος και αναθέτοντας τις λειτουργίες σε εύπορους πολίτες. Εκείνοι με τη σειρά τους, ενώ συνήθως αναλάμβαναν με ενθουσιασμό τις υποχρεώσεις τους, ενίοτε προσπαθούσαν να τις αποφύγουν μέσω της απόκρυψης μέρους της περιουσίας τους.

    Παρατίθεται ένας διαχωρισμός του αθηναϊκού πληθυσμού με βάση τις οικονομικές του υποχρεώσεις.
    α) Η λειτουργική τάξη: αποτελούνταν από 300 άτομα περίπου (πιθανώς και λιγότερα στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα), τα οποία στις πηγές αναφέρονται ως πλούσιοι. Τα μέλη της τάξης αυτής αναλάμβαναν το οικονομικό βάρος των λειτουργιών και η περιουσία του καθενός, τον 4ο αιώνα τουλάχιστον, έφτανε τα 3 με 4 τάλαντα. β) Η τάξη των εισοδηματιών: αποτελούνταν από 1200 άντρες, των οποίων η περιουσία δεν ξεπερνούσε το 1 τάλαντο. γ) Όσοι πλήρωναν εισφορά: υπολογίζεται ότι στα τέλη του 4ου αιώνα δεν ξεπερνούσαν τους 6000 περίπου πολίτες. Καθένας απ' αυτούς είχε περιουσία αξίας τουλάχιστον 2500 δραχμών. δ)Η οπλιτική τάξη: τη συνιστούσαν οι πολίτες που επάνδρωναν το πεζικό. Στο τέλος του 4ου αιώνα ήταν περίπου 9000 άντρες και η περιουσία τους ξεπερνούσε τις 2000 δραχμές. ε)Η τάξη των θητών: πρόκειται για περίπου 11.000 άντρες, στα τέλη του 4ου αιώνα, των οποίων η περιουσία ήταν μικρότερη από 2000 δραχμές. στ) Τέλος, οι αναφερόμενοι στις πηγές ως πτωχοί, δηλαδή οι άποροι.
    Στα κείμενα που ακουλουθούν επιχειρείται μία σύντομη περιγραφή πτυχών της οικονομικής ζωής των Αθηναίων βασισμένη στα έργα του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα και του Αριστοτέλη, κυρίως όμως στους σωζόμενους ρητορικούς λόγους και τις επιγραφές.
    Υποδιαίρεση του αθηναϊκού νομίσματος: 6 οβολοί = 1 δραχμή
    100 δραχμές = 1 μνα
    60 μναι = 1 τάλαντο ή 6000 δραχμές

    Η οικονομία των αρχαίων κοινοτήτων βασιζόταν κυρίως στη γη. Και στην Αττική η γεωργία ήταν πρωταρχικής σημασίας, παρόλο που τονίζεται συνήθως ο ρόλος του εμπορίου και των εργαστηρίων.
    Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου η πλειοψηφία των αθηναίων πολιτών ζούσε έξω από το άστυ και ότι αυτή η κατάσταση δεν άλλαξε μετά το τέλος του πολέμου (Ιστοριών 2.16.1). Το 403 π.Χ., τα 2/3 των Αθηναίων ήταν ακόμη ιδιοκτήτες εκτάσεων γης. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι από οικονομικής απόψεως δεν εξαρτώνταν αποκλειστικά από την καλλιέργειά της. Αρκετοί εύποροι γαιοκτήμονες επένδυαν αυτήν την περίοδο σε ναυτικά δάνεια, ακίνητη περιουσία, εργαστήρια όπου απασχολούνταν δούλοι ή στα μεταλλεία αργύρου στο Λαύριο.

    Πριν από το τέλος της Αθηναϊκής ηγεμονίας, ένας φτωχός ιδιοκτήτης γης μπορούσε εύκολα να συμπληρώσει τα έσοδά του αναλαμβάνοντας το αξίωμα του ενόρκου, υπηρετώντας ως κωπηλάτης στα πλοία του στόλου ή δουλεύοντας στα ναυπηγεία του Πειραιά και σε κρατικές εργασίες ανοικοδόμησης της πόλης.
    Μετά το 403 π.Χ. εκτός από τα δικαστήρια και την Εκκλησία του δήμου, οι υπόλοιπες ευκαιρίες για αύξηση των εισοδημάτων των φτωχών οικογενειών είχαν χαθεί. Επομένως δεν υπήρχε σοβαρός λόγος για αυτούς τους ανθρώπους να μετακινηθούν στο άστυ των Αθηνών. Εξαιτίας της απώλειας των εσόδων που απέφερε παλαιότερα η ηγεμονία, οι Αθηναίοι στηρίζονταν κυρίως στη γεωργία. Η παραμονή στις αγροτικές περιοχές θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ασφαλής επιλογή, επειδή επέτρεπε στους άπορους να δουλέψουν είτε ως εποχιακοί εργάτες είτε ως αγρότες σε χωράφια που τα είχαν νοικιάσει από ισχυρούς γαιοκτήμονες.
    Η κατάσταση της αθηναϊκής γεωργίας στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν αναμφισβήτητα άσχημη. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν καταλάβει το οχυρό της Δεκέλειας για εννέα χρόνια (421-413 π.Χ.). Kατά τη διάρκεια των επιδρομών τους κατέστρεψαν εκτός από κτίσματα, εκτάσεις σιτηρών, ελαιώνες και αμπελώνες, ενώ πήραν μαζί τους ζώα, δούλους και οικοδομικά υλικά.
    Ωστόσο, θα ήταν μάλλον υπερβολικό να υποστηριχτεί ότι τα αποτελέσματα αυτών των καταστροφών είχαν μόνιμο χαρακτήρα. Οι Αθηναίοι έσπειραν και πάλι σιτηρά, ενώ τα ελαιόδεντρα και τα κλήματα δεν είχαν υποστεί ολοσχερή καταστροφή. Ούτως ή άλλως οι Λακεδαιμόνιοι προτιμούσαν μάλλον να συγκεντρώνουν λάφυρα από το να προκαλούν συστηματικά ζημιές σε ελαιώνες και αμπελώνες. Βέβαια, η κατάσταση που επικρατούσε μετά τον Πελοποννησιακό και τον Κορινθιακό πόλεμο ήταν σαφώς αρνητική. Αρκετοί αθηναίοι αγρότες αναγκάστηκαν να αγοράσουν σπόρους, για να καλλιεργήσουν, ενώ είχαν χάσει ζώα, αγροτικά και οικιακά εργαλεία, έπιπλα και δούλους. Όπως είναι γνωστό, περισσότεροι από 2000 δούλοι είχαν αυτομολήσει στους Λακεδαιμόνιους μετά την κατάληψη της Δεκέλειας.

    Comment


      #3
      Πολιτική

      H πολιτική, κοινωνική και οικονομική άνοδος της Αθήνας κατά την Κλασική περίοδο συντέλεσε στη διαμόρφωση σημαντικού πολιτισμού, κυριότερη έκφραση του οποίου αποτέλεσε η γέννηση και η εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
      H εξοικείωση των αθηναίων πολιτών με τους δημοκρατικούς θεσμούς επέτρεψε τη δράση και την ανάδειξη σημαντικών προσωπικοτήτων, που εξέφρασαν τις πολιτικές και πνευματικές ανησυχίες της εποχής τους.
      O κλασικός πολιτισμός αποτέλεσε για το δυτικό κόσμο σημείο αναφοράς ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία και την ηθική εξέλιξη και επηρέασε διαχρονικά την ιστορική πορεία του.
      Σημαντικές πηγές για την ιστορία της Κλασικής περιόδου της Αθήνας αποτελούν η Ιστορία του Θουκυδίδη, τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, η Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη, οι επιγραφές, τα νομίσματα και τα οικοδομικά προγράμματα της εποχής· από μεταγενέστερα έργα μπορούν να αναφερθούν η ιστοριογραφία του Διόδωρου του Σικελιώτη και οι βιογραφίες του Πλούταρχου.

      Πολιτική εξέλιξη της Κλασσικής Αθήνας

      Η συμμετοχή της Αθήνας στους μηδικούς πολέμους και η συμβολή της στη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών την ανέδειξαν ως τη δύναμη που θα μπορούσε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη να εγγυηθεί την ειρήνη και την ελευθερία στο Αιγαίο. Tην περίοδο αυτή, που είναι γνωστή ως Πεντηκονταετία, η Αθήνα συγκέντρωσε γύρω της πολλές ελληνικές πόλεις, οι οποίες αναγνώρισαν την κυριαρχία της, και δημιούργησε τη Συμμαχία της Δήλου (478/7 π.Χ.).

      Η ανάδειξη της Αθήνας στο σημαντικότερο οικονομικό και πολιτικό κέντρο του αιγαιακού χώρου επηρέασε την εσωτερική πολιτειακή της εξέλιξη και συνέβαλε στη διαμόρφωση των σημαντικότερων χαρακτηριστικών της αθηναϊκής δημοκρατίας με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.) και του Περικλή (451/0 π.Χ.). Στις εξωτερικές της υποθέσεις, ο αθηναϊκός επεκτατισμός προκάλεσε την αντίδραση των σύμμαχων πόλεων και προετοίμασε το έδαφος για την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου, στον οποίο συγκρούστηκαν κυρίως η Αθήνα και η Σπάρτη προκαλώντας όμως και την ακούσια ή εκούσια συμμετοχή των συμμάχων τους. Η σταδιακή απώλεια της κυριαρχίας της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά την τελευταία φάση του πολέμου μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία (415-3 π.Χ.), κλόνισαν -προσωρινά τουλάχιστον- την αξιοπιστία των Αθηναίων στο δημοκρατικό πολίτευμα, που υπέστη δύο ολιγαρχικές μεταρρυθμίσεις (411/0 π.Χ. και 404/3 π.Χ.).

      Η ανάκτηση της οικονομικής της δύναμης στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. της έδωσε τη δυνατότητα να ανασυστήσει μερικώς την ηγεμονία της (387/7 π.Χ.). Με ηγέτη το Δημοσθένη η Αθήνα προσπάθησε μάταια να ενώσει τις δυνάμεις των πόλεων της νότιας Ελλάδας εναντίον μιας νέας απειλής, του μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου. Η ήττα της στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) προκάλεσε τον επαναπροσδιορισμό της ισορροπίας των δυνάμεων στον ελληνικό χώρο, αναδεικνύοντας οριστικά τη Μακεδονία ως το νέο σημαντικό στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό παράγοντα.

      Πεντηκονταετία

      Πεντηκονταετία ονομάζεται συμβατικά η περίοδος των πενήντα χρόνων μεταξύ του τέλους των Μηδικών πολέμων (479 π.Χ.) και της έναρξης του Πελοποννησιακού (431 π.Χ).
      Ο πρωταγωνιστικός ρόλος, που διαδραμάτισε η Αθήνα στην απομάκρυνση του περσικού κινδύνου, της έδωσε τη δυνατότητα να αναλάβει την πρωτοβουλία να ενώσει γύρω της πολλές ελληνικές πόλεις από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Εύξεινο Πόντο, τη Θράκη και τη Μακεδονία, δημιουργώντας έτσι τη Συμμαχία της Δήλου (478/7 π.Χ.). Η Δηλιακή συμμαχία ξεκίνησε ως μια στρατιωτική σύμπραξη αυτόνομων και ισότιμων πόλεων-κρατών, μολονότι η Αθήνα διατηρούσε την αρχηγία. Κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., οι ολοένα και συχνότερες επεμβάσεις της Αθήνας στα εσωτερικά των σύμμαχων πόλεων προκάλεσαν τη βαθμιαία μετατροπή της συμμαχίας σε αθηναϊκή ηγεμονία.


      Ορισμένοι μελετητές διακρίνουν τρία στάδια στην αλλαγή του χαρακτήρα της συμμαχίας της Δήλου. Στην πρώτη φάση (478-461 π.Χ.) οι στρατιωτικές επιτυχίες του Κίμωνα συνέβαλαν στην επιβολή της αθηναϊκής κυριαρχίας σε πολλές περιοχές της συμμαχίας. Η μεταφορά του συμμαχικού ταμείου από τη Δήλο στην Αθήνα (454 π.Χ.), η ίδρυση κληρουχιών (από το 450 π.Χ.) και η επιβολή του νομίσματος, των μέτρων και των σταθμών της στις σύμμαχες πόλεις (449 π.Χ.) αποτελούν τα ενδεικτικότερα γεγονότα για τις ηγεμονικές βλέψεις της Αθήνας. Κατά τη δεύτερη φάση (461-445 π.Χ.) ήρθε σε ρήξη με τη Σπάρτη, η οποία έβλεπε με καχυποψία το σαφή αυτό αθηναϊκό επεκτατισμό. Η τρίτη φάση (445-431 π.Χ.) ταυτίζεται με το απόγειο της αθηναϊκής δύναμης, όπου κυριαρχεί η τάση διατήρησης των κεκτημένων.

      Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η αθηναϊκή ηγεμονία, σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξάλειψη του φόβου του περσικού κινδύνου οδήγησαν μερικούς από τους συμμάχους της Δήλου σε αποστασία, ενώ μακροπρόθεσμα δημιουργήθηκε και το κατάλληλο κλίμα, που θα ευνοούσε την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου.

      Πρώτη Αθηναική Συμμαχία


      Μετά τη λήξη των Μηδικών πολέμων η Αθήνα εκμεταλλευόμενη τις νέες συνθήκες της εποχής, κυρίως όμως το φόβο των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου για τον περσικό κίνδυνο και τη δυσαρέσκειά τους προς τη Σπάρτη -εξαιτίας της αποτυχημένης εκστρατείας του σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία εναντίον των Περσών (487 π.Χ.)- ανέλαβε την πρωτοβουλία να ενώσει όλες τις ελληνικές πόλεις και να δημιουργήσει το 487/7 π.Χ. τη Δηλιακή ή Α' Αθηναϊκή συμμαχία (Θουκυδίδης, Iστοριών 1.94-95).
      Πρόφαση για τη δημιουργία της συμμαχίας ήταν να εκδικηθούν οι Έλληνες τους Πέρσες για τις καταστροφές που έπαθαν κατά τους Μηδικούς πολέμους. Κύρια επιδίωξή τους όμως, ήταν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και να απελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν κάτω από την περσική κυριαρχία. Θα διατηρούσαν μια κοινή επιθετική και αμυντική πολιτική και για το λόγο αυτό ορκίστηκαν να έχουν όλα τα μέλη της συμμαχίας τους ίδιους εχθρούς και φίλους (Θουκυδίδης, Iστοριών 1.96-97).

      Αρχικά, συμμετείχαν περίπου εκατόν σαράντα πόλεις, οι οποίες σύμφωνα με την κατάταξή τους στους φορολογικούς καταλόγους της Αθήνας, χωρίζονταν σε πέντε γεωγραφικές περιφέρειες: την Ιωνία, τον Ελλήσποντο, τη Θράκη, την Καρία και τα Νησιά. Οι πόλεις θα ήταν αυτόνομες και ισόψηφες, θα διατηρούσαν δηλαδή τους νόμους τους και θα είχαν τον ίδιο αριθμό ψήφων, ώστε να μην επηρεάζονται οι αποφάσεις της συμμαχίας μόνον από τις ισχυρότερες πόλεις. Καθορίστηκε ο αριθμός των πλοίων που θα διέθεταν οι σύμμαχοι, όπως η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος και το ποσό του φόρου που θα κατέβαλλαν οι πόλεις που δε διέθεταν ναυτικό. Η είσπραξή του ανατέθηκε σε δέκα οικονομικούς αξιωματούχους, τους "Ελληνοταμίες", που θα ήταν αθηναίοι πολίτες, θα εκλέγονταν από την Εκκλησία του δήμου και θα ήταν υπόλογοι σε αυτήν.
      Ως τόπος για τη συνάντηση των αντιπροσώπων των σύμμαχων πόλεων και για τη φύλαξη του ταμείου τους, επιλέχτηκε το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο. Την επιλογή αυτή επέβαλαν λόγοι θρησκευτικοί, καθώς αποτελούσε κέντρο λατρείας των ιωνικών πόλεων, πολιτικοί, επειδή δεν είχε ιδιαίτερες πολιτικές φιλοδοξίες το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, αλλά και πρακτικοί, αφού ήταν λιμάνι και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο του Αιγαίου. Όταν αργότερα το ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα, τοποθετήθηκε μέσα στον Παρθενώνα.

      Από ορισμένους μελετητές υποστηρίχτηκε ότι η δημιουργία της συμμαχίας θα πρέπει να ανήκε στους πολιτικούς οραματισμούς του Θεμιστοκλή, πρόθεση του οποίου ήταν να αναδειχτεί η Αθήνα στη σημαντικότερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου. Ο Περικλής, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Αθήνας από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., συνέχισε το θεμιστόκλειο ναυτικό πρόγραμμα επιδιώκοντας τον αθηναϊκό επεκτατισμό, που θα εξασφάλιζε νέους ορίζοντες στην Αθήνα για την κυριαρχία της στην εξωτερική πολιτική ζωή και στο ελληνικό εμπόριο.

      Αθηναική Ηγεμονία


      Τα σημαντικότερα γεγονότα που δείχνουν την αξίωση της Αθήνας να αναλάβει ηγεμονική θέση στη συμμαχία της Δήλου είναι τα ακόλουθα:
      Ο Θουκυδίδης πιστεύει ότι η αρχική αιτία της "υποδούλωσης" των συμμάχων ήταν το γεγονός ότι προτίμησαν να συνεισφέρουν χρήματα παρά να εκστρατεύουν οι ίδιοι, εξασφαλίζοντας με δικά τους μέσα την άμυνά τους (Θουκυδίδης, Iστοριών 1.99). Η είσπραξη του φόρου φαίνεται να ήταν ένα από τα προσχήματα των έμμεσων αρχικά, άμεσων στη συνέχεια, επεμβάσεων της Αθήνας στα εσωτερικά των σύμμαχων πόλεων.
      Το 454 π.Χ. μεταφέρθηκε το συμμαχικό ταμείο από τη Δήλο στην Αθήνα και τοποθετήθηκε αρχικά στον παλαιό ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη και αργότερα στον Παρθενώνα. Ορισμένοι μελετητές αποδίδουν τη ναυπήγηση των πλοίων και κυρίως τα μεγάλα οικοδομικά προγράμματα της Αθήνας σε αυτή την εισροή των συμμαχικών χρημάτων.

      Η ίδρυση κληρουχιών ήταν μια ιδιάζουσα μορφή αθηναϊκών αποικιών, στις περιοχές των σύμμαχων πόλεων. Το 450 π.Χ. ιδρύθηκαν οι πρώτες επίσημες κληρουχίες στη Λήμνο, στην ’νδρο, στη Νάξο, στην Κάρυστο και συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια. Σε αρκετές περιπτώσεις η ίδρυση κληρουχιών αντιμετωπίστηκε από τους ντόπιους ως μια μορφή αθηναϊκής εισβολής στη χώρα τους, αφού οι κληρούχοι διατηρούσαν την ιδιότητα του αθηναίου πολίτη. Για το λόγο αυτό παρατηρήθηκαν τάσεις δυσφορίας ως προς την αθηναϊκή πολιτική, η οποία επιτεινόταν με την ύπαρξη αθηναίων αξιωματούχων, επιφορτισμένων με την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων και με την παρουσία στρατιωτικών φρουρών.

      Οι δίκες που αφορούσαν ομοσπονδιακά θέματα γίνονταν στην Αθήνα. Με τον τρόπο αυτό οι σύμμαχοι υποχρεώνονταν να εμφανίζονται στα αθηναϊκά δικαστήρια, για να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές και, για να συμμορφωθούν με τις αθηναϊκές αποφάσεις.
      Το 449 π.Χ. η Αθήνα με ψήφισμά της απαγόρευσε την εξόρυξη αργύρου στις σύμμαχες πόλεις επιβάλλοντας την κυκλοφορία του δικού της νομίσματος και των δικών της μέτρων και σταθμών. Η λίθινη στήλη με το αθηναϊκό ψήφισμα, το οποίο καθιστούσε το αθηναϊκό νομίσμα ως ομοσπονδιακό μέσο συναλλαγής, στήθηκε στις Αγορές όλων των σύμμαχων πόλεων και επέβαλε αυστηρές κυρώσεις σε όποιες από αυτές δε θα συμμορφώνονταν με την αθηναϊκή απόφαση.
      Οι διαπραγματεύσεις με τους Πέρσες που πιθανόν κατέληξαν στην "ειρήνη του Καλλία" το 449 π.Χ. έγιναν μεταξύ των Αθηναίων και των Περσών, και όχι από όλους τους συμμάχους.
      Οι Αθηναίοι ηγήθηκαν στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία το 443 π.Χ., αν και σ' αυτή συμμετείχαν άποικοι από διάφορες πόλεις της συμμαχίας.
      Η πολιτική επεκτατισμού της Αθήνας -στο βόρειο κυρίως Αιγαίο- σε συνδυασμό με τις συνεχείς εκστρατείες στην Ανατολική Μεσόγειο εξάντλησαν οικονομικά και κατέβαλαν ηθικά τους συμμάχους, αρκετοί από τους οποίους προχώρησαν σε αποστασία, όπως για παράδειγμα η Θάσος (465-3 π.Χ.), οι ευβοϊκές πόλεις (454-449 π.Χ.)και η Σάμος (441-439 π.Χ.). Οι αποστασίες καταπνίγονταν από τους Αθηναίους και οι πόλεις αναγκάζονταν να συνθηκολογήσουν. Οι όροι της συνθήκης συνήθως τις υποχρέωναν να γκρεμίσουν τα τείχη, να παραδώσουν το στόλο και να δώσουν ομήρους.

      Πελοποννησιακός Πόλεμος

      Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που είχε διάρκεια από το 431 π.Χ. μέχρι το 404 π.Χ., διεξάχθηκε μεταξύ των πόλεων της Αθηναϊκής συμμαχίας από τη μία πλευρά και της Σπάρτης με τους συμμάχους της από την άλλη. Εξαιτίας του σχετικά μεγάλου αριθμού των πόλεων που ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις, ο πόλεμος επεκτάθηκε στη Στερεά Ελλάδα, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις έγιναν και στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, στις ακτές της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μικράς Ασίας και στη Σικελία.
      Η κυριότερη πηγή για τον Πελοποννησιακό πόλεμο είναι η Ιστορία του Θουκυδίδη -γραμμένη σε οκτώ βιβλία- όπου εξιστορούνται τα γεγονότα από την αρχή του πολέμου μέχρι το 411/0 π.Χ., δηλαδή έως τη νίκη των Αθηναίων στο Κυνός σήμα και την επαναφορά της Κυζίκου στην Αθηναϊκή συμμαχία. Τα γεγονότα από το 411/0 π.Χ. μέχρι τη λήξη του πολέμου το 404 π.Χ. συνεχίζει ο Ξενοφώντας στα δύο πρώτα βιβλία των Ελληνικών του. Aπό τα έργα του Θεόπομπου από τη Χίο, του Κράτιππου, του Ελλάνικου από τη Λέσβο και άλλων νεότερων συγγραφέων σώζονται μόνον αποσπάσματα, ενώ οι κωμωδίες του Αριστοφάνη περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Αθήνα. Σημαντική πηγή τέλος, αποτελούν και οι επιγραφές της εποχής, ιδιαίτερα όμως οι συνθήκες μεταξύ των πόλεων.

      Comment


        #4
        Πολιτισμός

        H γέννηση του κλασικού πολιτισμού έχει τις ρίζες της στις ρηξικέλευθες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτειακές ανακατατάξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου.
        Η διαμόρφωση και εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών, οι μεταβολές στις θρησκευτικές αντιλήψεις, η ανάπτυξη της ανθρωποκεντρικής εκπαίδευσης, καθώς και οι πρωτοποριακές κατακτήσεις στις τέχνες και τα γράμματα αποτελούν τις εκφάνσεις του κλασικού πολιτισμού στην Αθήνα.

        Τέχνες

        Η τέχνη των πρώτων χρόνων μετά τα Περσικά εξέφρασε με συγκλονιστική μεγαλοπρέπεια και ρωμαλέα πλαστικότητα την αυστηρή ισορροπία ανάμεσα στην ώριμη ένταση και την ήρεμη επίγνωση ελευθερίας. Ακολούθησε το θαύμα που ονομάστηκε "κλασικό" και ταύτισε τον όρο αυτό με τις έννοιες της διαχρονικής αξίας και της τελειότητας. Στη διάρκεια μιας γενιάς δημιουργήθηκαν τόσα έργα μοναδικής πνευματικής πυκνότητας και ασύγκριτης καλλιτεχνικής αρτιότητας, ώστε δικαίως να θεωρείται η Aθήνα κοιτίδα ολόκληρου του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού. Ο θαυμασμός για την τέχνη αυτής της εποχής συνδέεται με το πολυδιάστατο περιεχόμενο, τον εσωτερικό δυναμισμό και την οικουμενική αξία αυτών των έργων. Γιατί η επίφαση γαλήνης των κλασικών μορφών δεν οφείλεται σε απουσία πάθους και εσωτερικών συγκρούσεων, αλλά στην αρμονική σύνθεση των αντιθέσεων μέσα από τη συνειδητή και κοπιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του. Η ευδαιμονία που αποπνέουν αυτά τα έργα είναι αποτέλεσμα ευφυούς συγκερασμού των παλαιών καθιερωμένων στοιχείων με νέες ριζοσπαστικές λύσεις, της παρθενικής διαύγειας με τη συσσωρευμένη εμπειρία, της νεανικής ικμάδος με την εγκρατή ωριμότητα.
        Η αρχιτεκτονική της εποχής κατόρθωσε να υπερκεράσει τις αυστηρές επιταγές του λατρευτικού προορισμού και των εδαφολογικών περιορισμών, θέτοντας παράλληλα πρωτόφαντα αισθητικά κριτήρια. Η γλυπτική του 5ου αιώνα π.Χ. απεικονίζει τους θεούς σε απαράμιλλο μεγαλείο και βαθιά πνευματικότητα. Αλλά και οι άνθρωποι πλάθονται με καλαίσθητα, εύχυμα κορμιά και εράσμια πρόσωπα, με το ήθος να ακτινοβολεί στο εναργές τους βλέμμα. Τον επόμενο αιώνα τα σώματα γίνονται πιο αβρά και ευλύγιστα, αποκτούν διάσταση στο χώρο και ετοιμάζουν δειλά τη μετάβαση στην ελληνιστική τέχνη. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το άτομο και η σπουδή των παθών του ωθούν στη μεγαλύτερη κατάκτηση της εποχής, το πορτρέτο.
        Η ζωγραφική, χαμένη για μας στο μεγαλύτερο μέρος της, φαίνεται πως διερεύνησε μέσα από τους δικούς της δρόμους τη σχέση του ανθρώπου με το χώρο και τα όρια της τελειότητας. Αχνές αντανακλάσεις της διακρίνουμε στην αγγειογραφία, η οποία στα κλασικά χρόνια με την εκφραστικότητα του σχεδίου της και τις ισορροπημένες συνθέσεις συναγωνίζεται τις μεγάλες τέχνες σε ήθος και ευγένεια. Η κοροπλαστική συνδυάζει στις μορφές της τη δομική στερεότητα με την κομψότητα και την εκλέπτυνση. Η μεταλλοτεχνία συμπληρώνει την εικόνα υψηλής δεξιοτεχνίας και καλλιτεχνικής ευαισθησίας που χαρακτηρίζει το σύνολο της κλασικής δημιουργίας.
        Τέλος, στην Κλασική περίοδο οι τέχνες του ωραίου και του καλού και οι ιδανικές αισθητικές εκφράσεις τους αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο φιλοσοφικής και επιστημονικής παρατήρησης. Η καλλιτεχνική εγρήγορση και η χειμαρρώδης δημιουργικότητα της εποχής ολισθαίνουν στη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ., ανεπαίσθητα αλλά αμετάκλητα, προς την ελληνιστική διάσπαση και την ανασύσταση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας του ελληνικού κόσμου.

        Αρχιτεκτονική

        Η αρχιτεκτονική στην Αθήνα κατά την Κλασική περίοδο έφτασε στο απόγειό της κυρίως με τον Παρθενώνα και τα άλλα έργα στην Ακρόπολη. Τα έργα αυτά, όπως και τα περισσότερα που ακολούθησαν τις περσικές καταστροφές, εντάσσονται σε συγκεκριμένα οικοδομικά προγράμματα που εκπονήθηκαν και υποστηρίχτηκαν από συγκεκριμένες παρατάξεις και δημόσιους άντρες. Στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκαν εκτός από τον Παρθενώνα και άλλοι σημαντικοί ναοί. Θόλοι και στοές, αίθουσες και θέατρα είναι μερικά μόνο από τα μεγαλόπρεπα δημόσια κτήρια της εποχής. Tην ίδια περίοδο εφαρμόστηκε ένα νέο πολεοδομικό σύστημα, κυρίως στον Πειραιά. Οι εκπληκτικές δημιουργίες του 5ου αιώνα π.Χ. σημάδεψαν την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, η οποία γνώρισε στην ιστορία της πολλές επιστροφές στα πρότυπα των κλασικών χρόνων με τη μορφή ποικίλων νεοκλασικισμών.

        Comment


          #5
          Οικοδομικά Προγράμματα

          Μετά τα Μηδικά ακολούθησε έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην Αθήνα και σε ολόκληρη την Αττική. Τα οικοδομικά προγράμματα που υλοποιήθηκαν απηχούν τη φιλοδοξία της πόλης να καταστεί ηγέτιδα δύναμη. Όμως δεν πρέπει να παραγνωριστεί και η επιθυμία μεγάλων πολιτικών αντρών να συνδέσουν το όνομά τους με σημαντικά έργα. Το φαινόμενο αυτό, χωρίς να είναι καινούργιο στην Αθήνα, πρώτη φορά πήρε τέτοια έκταση και συνδέθηκε τόσο με την εξωτερική πολιτική όσο και με τη διατήρηση των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών. Οι εμπνευστές αυτών των προγραμμάτων ήταν οι τρεις άντρες που σημάδεψαν την πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης για μισό αιώνα: ο Θεμιστοκλής, ο Kίμωνας και ο Περικλής.
          Ήδη το 479/8 π.Χ. ο Θεμιστοκλής μερίμνησε για την ταχύτατη ανοικοδόμηση των τειχών, πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι Σπαρτιάτες. Η περιοχή όπου διατηρείται καλύτερα το τείχος είναι γύρω από την Ιερά Πύλη και τον Κεραμεικό. Λίγο αργότερα κατασκεύασε οχυρωματικό τείχος στον Πειραιά που περιλάμβανε τα λιμάνια του Κανθάρου, της Ζέας και της Μουνιχίας.
          Την ίδια εποχή χτίστηκε το ιερό και ο σηκός του Θησέα για να στεγάσει τα λείψανα του ήρωα, που τα έφερε ο Κίμωνας από τη Σκύρο. Η ακριβής του θέση δεν έχει ταυτιστεί με βεβαιότητα. Ταυτόχρονα ανοικοδομήθηκε ο ναός της Αρτεμης στη Μελίτη και επισκευάστηκε το Τελεστήριο των Μεγάλων θεών στη Φλύα.
          Λίγο αργότερα (468-465 π.Χ.) κατασκευάστηκε νέο τείχος στην Ακρόπολη, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε και υλικό των κατεστραμμένων από τους Πέρσες κτισμάτων. Μεταξύ του 459 και 456 π.Χ. χτίστηκαν τα Μακρά Τείχη, μάλλον με πρωτοβουλία του Περικλή και με τη συμβολή του Κίμωνα. Τα τείχη αυτά εξασφάλιζαν την επικοινωνία με το λιμάνι, η οποία βελτιώθηκε αργότερα με την προσθήκη του "δια μέσου" τείχους. Την ίδια εποχή χτίστηκε στην αγορά η Θόλος και η Ποικίλη Στοά, ενώ διαμορφώθηκε η πηγή της Κλεψύδρας στα ριζά της Ακρόπολης.

          Περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. χτίστηκε στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, από τα μηδικά λάφυρα, ναός της Ευκλείας, η οποία ταυτίζεται συχνά με την ’ρτεμη. Λίγο νοτιότερα, κοντά στο Ολυμπείο, χτίστηκε ο ναός του Απόλλωνα Δελφινίου. Διάφορες επισκευές και επεμβάσεις έγιναν στο ναό της Σουνιάδος Αθηνάς και της ’ρτεμης στη Βραυρώνα.
          Το γ' τέταρτο του 5ου αιώνα σημαδεύτηκε από τα μεγαλεπήβολα έργα στην Ακρόπολη και την οικοδόμηση των τεσσάρων μεγάλων ναών (του Ηφαίστου στον Αγοραίο Κολωνό, του Ποσειδώνα στο Σούνιο, της Νέμεσης στο Ραμνούντα και του ’ρη στις Αχαρνές). Παράλληλα συμπληρώθηκε το νότιο τείχος της Ακρόπολης, χτίστηκε ο ναός της ’ρτεμης Αγροτέρας στην αριστερή όχθη του Ιλισού και έγιναν εργασίες στο Λύκειο (το γυμνάσιο στο οποίο έναν αιώνα αργότερα δίδαξε ο Αριστοτέλης), που ανασκάφηκε πρόσφατα στα βόρεια της πλατείας Συντάγματος. Την ίδια περίοδο οικοδομήθηκε και το κλασικό Τελεστήριο της Ελευσίνας, κατά την ανέγερση του οποίου δημιουργήθηκαν μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα.


          Τον οικοδομικό οργασμό του 5ου διαδέχτηκε η στασιμότητα του 4ου αιώνα π.Χ. Έπαψαν να χτίζονται μεγάλα δημόσια κτήρια, ενώ αντίστοιχα μεγάλωσαν και έγιναν πολυτελέστερες οι ιδιωτικές κατοικίες. Στις αρχές του 4ου αιώνα ιδρύθηκε το Πομπείο στο Δίπυλο, το κτίσμα από όπου ξεκινούσε η πομπή των Παναθηναίων και το οποίο στην υπόλοιπη διάρκεια του έτους χρησιμοποιούνταν ως γυμναστήριο. Ακόμη ένα κτίσμα, που παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, που ανήκει στο τέλος της Κλασικής περιόδου.

          Comment


            #6
            Ακρόπολη

            Οι εργασίες στην Ακρόπολη ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας 470-460 π.Χ., ενώ μέχρι τότε τα ερείπια των προγενέστερων κτισμάτων δεν είχαν απομακρυνθεί, για να θυμίζουν, σύμφωνα με τον πανελλήνιο όρκο στις Πλαταιές, τη βαρβαρότητα των Περσών. Αφού διευθετήθηκε ο χώρος έγιναν ορισμένες αναστηλωτικές εργασίες για τις άμεσες λατρευτικές ανάγκες. Φαίνεται όμως πως η επιλογή της κατασκευής ενός μεγάλου ναού είχε γίνει ήδη και ήταν αποδεκτή από όλες τις παρατάξεις στην Αθήνα. Η έναρξη των έργων στον Παρθενώνα συνέπεσε με την απόφαση μεταφοράς 5000 ταλάντων από το συμμαχικό θησαυρό της Δήλου στην Ακρόπολη. Μόλις ολοκληρώθηκε οικοδομικά ο Παρθενώνας, κι ενώ ακόμα δεν είχε τελειώσει ο γλυπτός του διάκοσμος, άρχισε η ανέγερση των Προπυλαίων και του πύργου πάνω στον οποίο χτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Μετά το πέρας των εργασιών στον τελευταίο, και λίγο μετά την ειρήνη του Nικία, ξεκίνησαν οι εργασίες στο Ερέχθειο, που ολοκληρώθηκε με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.

            Παράλληλα με τα μεγάλα αυτά έργα έγιναν στην Ακρόπολη και άλλες μικρότερης έκτασης εργασίες, όπως η ανάπλαση της πρόσοψης του κτηρίου στα βόρεια των Προπυλαίων και η διευθέτηση του χώρου εμπρός από το ιερό της Βραυρωνείας Αρτέμιδος. Eπίσης κατασκευάστηκε μια νέα είσοδος στο χώρο εμπρός από τη Χαλκοθήκη. Η τελευταία ήταν ένα μεγάλο επίμηκες κτήριο με πρόσταση, στο οποίο φυλάσσονταν τα χάλκινα αναθήματα στην Αθηνά. Τέλος, έγινε αναμόρφωση του μικρού τεμένους του Διός Πολιέως και ανακατασκευή του τεμένους-ηρώου του Πανδίονος.

            Comment


              #7
              Παρθενώνας

              Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της αθηναϊκής πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. H κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ., ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διακόσμου. Η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε η ανέγερση είναι εντυπωσιακή, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο δωρικό ναό της Αρχαιότητας (οι άλλοι δύο, του Σελινούντα και του Ακράγαντα, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ) με διαστάσεις στυλοβάτη 31X70 μέτρα. Eίναι ο μόνος ολομάρμαρος ελληνικός ναός και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη που κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο. Για την εξόρυξη, τη μεταφορά και τη λάξευση του μαρμάρου δούλευαν ταυτόχρονα πολλά συνεργεία και είχε επιτευχθεί υψηλό επίπεδο οργάνωσης της εργασίας.


              Το πτερό είχε 8 κίονες (αντί για 6 όπως συνηθιζόταν) κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Mια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Στο εσωτερικό υπήρχε δωρική κιονοστοιχία σχήματος "Π" σε δύο ορόφους (δίτονη κιονοστοιχία) που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Για το σκοπό αυτό είχαν ανοιχτεί και δύο ψηλά παράθυρα στην πρόσοψη του σηκού, ώστε να μπαίνει άπλετο φως. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η κατασκευή του ναού είχε εναρμονιστεί με το άγαλμα που επρόκειτο να τοποθετηθεί σ' αυτόν.
              Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλους ξύλινους δοκούς.

              Comment


                #8
                Τα Προπύλαια της Ακρόπολης

                Τα Προπύλαια της Ακρόπολης είναι η μεγαλοπρεπέστερη είσοδος που κατασκευάστηκε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Συνδύαζαν τολμηρό σχεδιασμό και εύστροφες αρχιτεκτονικές λύσεις στα ποικίλα προβλήματα που έθετε η εδαφική ανωμαλία και η παρουσία άλλων κτισμάτων στον περίγυρό τους. Για την πληρέστερη ανάπτυξή τους και την επίτευξη οπτικής αρμονίας αφαιρέθηκε η πρόσταση κτηρίου που προϋπήρχε στο βόρειο άκρο τους και έγιναν επισκευές στο Αρρηφόριο. Ο κεντρικός τους άξονας μετατοπίστηκε ελαφρά σε σχέση με τα προγενέστερα Προπύλαια, ώστε να βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου και να προσφέρεται στον επισκέπτη η καλύτερη δυνατή οπτική προς τον Παρθενώνα. Τα Προπύλαια αποτελούσαν οργανικό μέρος του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή και ανεγέρθηκαν από το 437 ως το 432 π.Χ. Η κατασκευή τους, από τον αρχιτέκτονα Μνησικλή, συνδέεται ασφαλώς με τα έργα στον πύργο και το ναό της Αθηνάς Νίκης, αφού είναι καταφανές ότι σχεδιάστηκαν με αμοιβαία αναφορά το ένα προς το άλλο. Η κάτοψη των Προπυλαίων αποτελούσε μία πολύπλοκη σύλληψη με δύο εξάστυλες δωρικές κιονοστοιχίες στην εξωτερική και εσωτερική πρόσοψη και δύο τρίστυλες ιωνικές, εγκάρσιες στις προηγούμενες.



                Η μαρμάρινη οροφή είχε ζωγραφισμένα στα φατνώματά της χρυσά άστρα και ανθέμια σε μπλε βάθος. Από τις πέντε θύρες η κεντρική ήταν η φαρδύτερη και το κεκλιμένο επίπεδο που οδηγούσε σ' αυτήν επέτρεπε τη διέλευση αρμάτων. Στις άλλες υπήρχαν σκαλοπάτια. Στη βόρεια πλευρά των Προπυλαίων είχε προστεθεί ένα μικρό κτήριο με τρεις κίονες στην πρόσοψη, γνωστό ως Πινακοθήκη. Στη νότια πλευρά μια απλή τρίστυλη στοά οδηγούσε στο ναό της Αθηνάς Νίκης. Δύο αίθουσες, με τρίστυλη εσωτερική κιονοστοιχία η καθεμία, προβλέπονταν στην εσωτερική πλευρά των Προπυλαίων. Η κατασκευή τους προϋπέθετε επέκταση των Προπυλαίων στους χώρους των ιερών της Βραυρωνείας Αρτέμιδος και της Αθηνάς Νίκης. Πιθανόν λόγω των αντιδράσεων του ιερατείου αυτών των ναών, αλλά και εξαιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Ακόμη όμως και χωρίς αυτές τις βοηθητικές αίθουσες η μνημειακή είσοδος ήταν εξαιρετικά λειτουργική και εξίσου εντυπωσιακή.

                Comment


                  #9
                  Ο Ναός της Αθηνάς Νίκης


                  Η λατρεία της Αθηνάς Νίκης στον ιερό βράχο ήταν πολύ παλιά. Στα νότια των Προπυλαίων υπήρχε από την Αρχαϊκή περίοδο βωμός που αντικαταστάθηκε στα χρόνια των Περσικών πολέμων από μικρό πώρινο ναό. Ενώ η απόφαση για την κατασκευή του νεότερου ναού λήφθηκε αρκετά νωρίς (448 π.X.), τα έργα ξεκίνησαν σύμφωνα με τις επιγραφές το 437 π.Χ. και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 424 π.X. Παλαιότερη διαδεδομένη άποψη θεωρούσε ότι ο ναός κατασκευάστηκε μετά το 421 π.Χ. Η απόκρημνη πλευρά του πύργου προστατεύτηκε με τοποθέτηση μαρμάρινου θωρακίου με ανάγλυφες παραστάσεις Νικών, πιθανόν κατά τη δεκαετία 410-400 π.Χ.
                  Σύμφωνα με τον Παυσανία ο ναός ονομαζόταν "της Απτέρου Νίκης" από το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Νίκης, στο οποίο η θεά είχε παρασταθεί χωρίς φτερά, για να μένει πάντα στην Αθήνα. Ο ναός σχεδιάστηκε από τον Καλλικράτη και ανήκει στον τύπο του τετράστυλου αμφιπρόστυλου ιωνικού ρυθμού. Ο πρόναος εν παραστάσι είχε ενοποιηθεί με το σηκό, προσδίδοντας αίσθηση μεγαλύτερου βάθους στο κτίσμα, του οποίου οι διαστάσεις περιορίζονταν από τη στενότητα του χώρου. Ο ναός, μαζί μ' εκείνον του Ιλισού, αποτελεί ίσως το πρωιμότερο δείγμα πλήρους ανάπτυξης του ιωνικού ρυθμού στην Αττική.
                  Η αρμονία των αρχιτεκτονικών του μελών και η χάρη των κιόνων, σε συνδυασμό με την εκλέπτυνση του γλυπτού διακόσμου αλλά και την τεκτονική σταθερότητα, τον κατέστησαν ένα από τα κομψοτεχνήματα της κλασικής αρχιτεκτονικής.

                  Comment


                    #10
                    Ερέχθειο

                    Μέρος του περίκλειου προγράμματος για την Ακρόπολη ήταν και η ανοικοδόμηση του ναού που κατέστρεψαν οι Πέρσες και ο οποίος στέγαζε το πανάρχαιο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδος. Το ξέσπασμα όμως του Πελοποννησιακού πολέμου και ο θάνατος του Περικλή καθυστέρησαν την υλοποίησή του.

                    Οι εργασίες στο Ερέχθειο άρχισαν το 421 και ολοκληρώθηκαν, ύστερα από αρκετές διακοπές, το 405 π.Χ Το όνομα του αρχιτέκτονα δε μας είναι γνωστό, αλλά από πολλούς ταυτίζεται με το Μνησικλή. Το ιωνικού ρυθμού κτήριο χαρακτηρίζεται για τον ιδιότυπο σχεδιασμό και την πολύπλοκη μορφή του, που αναμφίβολα επιβλήθηκαν από τις σύνθετες λειτουργικές ανάγκες και τη μορφολογία του εδάφους. Οι λύσεις που επιλέχτηκαν φανερώνουν με την απλότητα και τη σοφή εκμετάλλευση των υψομετρικών διαφορών του εδάφους, την ευρηματικότητα και την υψηλή συνθετική ικανότητα του αρχιτέκτονα.
                    Οι λατρείες που βρήκαν στέγη στο Ερέχθειο ήταν πολλές και βαθιά ριζωμένες στην αθηναϊκή παράδοση, γεγονός που αντανακλάται και στη σύνθετη αρχιτεκτονική του μορφή. Στην ανατολική πλευρά μία εξάστυλη πρόσταση οδηγούσε στο σηκό όπου φυλασσόταν το άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδος. Στα βόρεια μια πρόσταση (4Χ2 κιόνων) έφερνε τον επισκέπτη σε πρόναο και σηκό, αφιερωμένους στον Ποσειδώνα και τον Ερεχθέα. Στη νότια πλευρά, απέναντι από τον Παρθενώνα, υπήρχε μια πρόσταση εν είδει ταφικού μνημείου πάνω από τον τάφο του Κέκροπα, η οποία σώζεται και σήμερα. Η ιδιομορφία της ήταν η χρήση έξι αγαλμάτων Κορών, των περίφημων Καρυάτιδων, αντί κιόνων για τη στήριξη της στέγης. Στη δυτική πρόσοψη υπήρχαν τρία μεγάλα παράθυρα ανάμεσα σε ιωνικούς ημικίονες. Ακριβώς κάτω από τα παράθυρα βρισκόταν ο ιερός περίβολος της Πανδρόσου, η ιερή ελιά -δώρο της Αθηνάς στην πόλη- και πιθανόν η "Ερεχθηίς θάλασσα", πηγή με αρμυρό νερό που ανάβλυσε ύστερα από το χτύπημα της τρίαινας του Ποσειδώνα. Ακόμα στο Ερέχθειο υπήρχαν βωμοί του Ύπατου Διός, του Ηφαίστου, του ήρωα Βούτη και του Ερκείου Διός. Σε κάποιον από τους χώρους του στεγαζόταν ένα ξύλινο ξόανο του Ερμή και μια περίφημη χρυσή λυχνία, έργο του γλύπτη και τορευτή Καλλίμαχου.
                    Εκτός από τη ζωφόρο, γλυπτή ταινία με περίτεχνα φυτικά κοσμήματα στόλιζε το άνω μέρος των κιόνων και των τοίχων καθώς και τα περίθυρα. Πολλές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες τονίζονταν με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Η βόρεια και η νότια πρόσταση διατηρούν τις οροφές τους που ήταν από μάρμαρο και σε μορφή τετραγωνικών φατνωμάτων.

                    Comment


                      #11
                      Ο Ναός του Ηφαίστου (Θησείο)

                      Στην Αθήνα του β' μισού του 5ου αιώνα π.Χ. είχε γίνει κοινό φαινόμενο η μείξη στοιχείων από τον ιωνικό και το δωρικό ρυθμό στο ίδιο κτήριο. Η παλιότερη περίπτωση αυτού του τύπου είναι το λεγόμενο "Θησείο". Αρχικά πιστευόταν ότι επρόκειτο για το ναό που αφιέρωσε στο Θησέα ο Κίμων. Ωστόσο, οι νεότερες μελέτες δείχνουν ότι πρόκειται μάλλον για αυτόν που οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ως Ηφαιστείο του Αγοραίου Κολωνού, δηλαδή ναό του Ηφαίστου και της Αθηνάς. Τέλος, ορισμένοι μελετητές πρότειναν να ταυτιστεί με το ναό της ’ρτεμης Ευκλείας.
                      Το Ηφαιστείο είναι ο καλύτερα διατηρημένος αρχαίος ναός στη μητροπολιτική Ελλάδα. Ήταν χτισμένο εξ ολοκλήρου από μάρμαρο εκτός από το στυλοβάτη, όπου χρησιμοποιήθηκε ασβεστόλιθος, και τη στέγη, που είχε πήλινη κεράμωση πάνω σε ξύλινο σκελετό. Εφαρμόστηκαν μικρής κλίμακας οπτικές διορθώσεις, που το έκαναν να φαίνεται καλύτερα από την Αγορά, και πιθανόν ολόκληρος ο σχεδιασμός του να έγινε με σκοπό αυτήν τη συγκεκριμένη προοπτική. Οι αρχιτεκτονικές μετρικές εκλεπτύνσεις, που εφαρμόστηκαν και στον Παρθενώνα, στο Ηφαιστείο απαντούν σε υπερβάλλουσα μορφή. Το γεγονός αυτό προκάλεσε διάφορες εξηγήσεις, έτσι ώστε άλλοι να πιστεύουν ότι προηγείται του Παρθενώνα και άλλοι ότι έπεται. Το βέβαιο είναι ότι οι εργασίες άρχισαν περί το 449 π.Χ. Πιθανόν η κατασκευή του να είχε διακοπεί ήδη πριν από το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου, λόγω του κόστους του περίκλειου οικοδομικού προγράμματος στην Ακρόπολη. Η αφιέρωση πάντως των λατρευτικών αγαλμάτων του Ηφαίστου και της Αθηνάς χρονολογείται από επιγραφές στα έτη μεταξύ 421 και 415 π.Χ.
                      Είχε σχεδιαστεί στην τυπική δωρική κάτοψη των 6Χ13 κιόνων με διαστάσεις στυλοβάτη 13,7Χ31,8 μέτρα. Ο πρόναος και ο οπισθόναος είχαν από δύο κίονες εν παραστάσι. Μόνο οι μετόπες των στενών πλευρών και οι δύο ακρινές κάθε μακριάς πλευράς έφεραν ανάγλυφη διακόσμηση. Το επιστύλιο του πρόναου έφερε συνεχόμενη ανάγλυφη ζωφόρο, ενώ εκείνο του οπισθόναου μόνο μεταξύ των δύο παραστάδων. Το εσωτερικό του ναού φανερώνει επιρροές από τον Παρθενώνα και πιθανόν πρόκειται για το τμήμα που ολοκληρώθηκε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Είχε όπως και ο Παρθενώνας διώροφη (δίτονη κιονοστοιχία) εσωτερική κιονοστοιχία σε σχήμα "Π".

                      Ο Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο

                      Ένας άλλος ναός της ίδιας περιόδου είναι ο μαρμάρινος δωρικός ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Υπολογίζεται ότι η οικοδόμησή του άρχισε περί το 440 π.Χ. και τελείωσε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Οι ομοιότητές του με το Ηφαιστείο έχουν οδηγήσει πολλούς μελετητές να αποδώσουν τους δύο ναούς στον ίδιο αρχιτέκτονα, έργα του οποίου έχουν επίσης θεωρηθεί ο ναός της Νέμεσης στο Ραμνούντα και ο ναός του ’ρη στις Αχαρνές, ο οποίος επί Ρωμαιοκρατίας μεταφέρθηκε στην Αγορά.
                      Στο ναό του Ποσειδώνα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως τα υλικά και οι εναπομείνασες δομές του προγενέστερου ναού στην ίδια θέση. Η ζωφόρος καταλάμβανε όχι μόνο το επιστύλιο του πρόναου, αλλά ολόκληρο το επιστύλιο της πρόστασης. Υπήρχαν αετωματικά γλυπτά, ενώ οι μετόπες δεν έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Τα ακρωτήρια είχαν τη μορφή ανθεμίων και ελίκων. Είχε και αυτός 6Χ13 κίονες και διαστάσεις παρόμοιες με του Ηφαιστείου, όμως οι κίονές του ήταν πιο λεπτοί και ψηλότεροι. Η γεωγραφική θέση του φαίνεται και πάλι να επηρέασε καθοριστικά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, καθώς καταλάμβανε την κορυφή ενός ακρωτηρίου και θα φαινόταν έτσι καλύτερα από τη θάλασσα.


                      Ο Ναός της Νέμεσης στο Ραμνούντα

                      Οι εργασίες στο Ραμνούντα άρχισαν στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και θεωρείται ότι ο καινούργιος ναός ανεγέρθηκε σε αντικατάσταση παλαιότερου που κατέστρεψαν οι Πέρσες. Η τοποθέτηση του λατρευτικού αγάλματος και των ακρωτηρίων πρέπει να έγινε περί το 420 π.Χ. Ο ναός ήταν φτιαγμένος από ντόπιο μάρμαρο εκτός από τα ακρωτήρια που ήταν από πεντελικό. Είχε δωρικό πτερό με 6Χ12 κίονες ημιτελείς, χωρίς αυλακώσεις. Ούτε οι μετόπες ούτε η ζωφόρος, που περιέτρεχε το σηκό, έφεραν γλυπτές παραστάσεις.

                      Comment


                        #12


                        Η γλυπτική της Κλασικής περιόδου αντιπροσωπεύει τα κατεξοχήν επιτεύγματα της κλασικής τέχνης, αυτά ακριβώς στα οποία οφείλει το όνομά της και τα οποία σημάδεψαν την εξέλιξη της τέχνης στο Δυτικό κόσμο. Το πλέον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η αρμονική ισορροπία των αντιθέσεων, πράγμα που άλλαξε οριστικά την εκφραστική δυνατότητα των εικαστικών τεχνών. Η σημασία που αποδόθηκε στο άτομο εκφράστηκε κυρίως μέσω της αδιάλλειπτης και αμφίρροπης σχέσης του ήθους και του πάθους. Η ανθρώπινη μορφή βρίσκεται στο επίκεντρο του φυσικού και πολιτικού γίγνεσθαι και η απεικόνισή της κατακτά την αρτιότητα χάρις στην τελειοποίηση της τεχνικής. Οι έλληνες γλύπτες πέρασαν σταδιακά και χωρίς βαθιές ρήξεις από τα αρχαϊκά πρότυπα στον αυστηρό ρυθμό, καθώς μπορούσαν πια ν' αναπαριστούν ρεαλιστικά το ανθρώπινο σώμα σε κίνηση ή ανάπαυση. Ταυτόχρονα δεν έπαψαν να ενδιαφέρονται για την ανασύσταση της φόρμας από τα συνθετικά στοιχεία της, για το ακριβές σχέδιο και την αναλογία των μερών, χαρακτηριστικά που συναντάμε ήδη ανεπτυγμένα στην πρώιμη κλασική γλυπτική. Ενώ η κυρίως επιδίωξή τους ήταν η απόδοση της ιδανικής μορφής, κατάφεραν επίσης να αναδείξουν το ειδικό και ατομικό υπό το φως του γενικού και αρχετυπικού. Αυτό οδήγησε στην τέχνη του πορτρέτου, του οποίου ο ρεαλισμός κορυφώθηκε στις κατοπινές περιόδους.
                        Η πορεία αυτή δεν αποτέλεσε απλά φυσική εξέλιξη, αλλά συνδεόταν με την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, την αισιοδοξία αλλά και την ανησυχία που γεννήθηκαν μετά τη νίκη κατά των Περσών. Στα ερωτήματα για την ύβρι, τη νέμεσι και το θάμβος, που το δράμα έθετε την ίδια εποχή, η γλυπτική απαντούσε με την ήρεμη βεβαιότητα του ανθρώπου που έχει πλήρη συνείδηση του κόσμου και του εαυτού του μέσα σ' αυτόν. Η καινοφανής ποιότητα που χαρακτηρίζει τις μορφές στα χρόνια του Παρθενώνα αντλεί το δυναμισμό της από την ανάδειξη της Αθήνας σε ηγέτιδα δύναμη, τις ανθρωποκεντρικές τάσεις της φιλοσοφίας και την ορθολογιστική προσέγγιση των επιστημών.
                        Η γλυπτική στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. υπέστη -όπως και ολόκληρη η αθηναϊκή κοινωνία- τις συνέπειες του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο κόσμος της αρμονίας ξέφυγε από τον έλεγχο και στον πλούσιο ρυθμό το πάθος υπερτερούσε του ήθους. Η εκφραστικότητα των μορφών δηλωνόταν με χειρονομίες, στροβιλισμούς των σωμάτων και συσπάσεις των προσώπων. Τα στοιχεία αυτά διαδόθηκαν ακόμα περισσότερο κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η γλυπτική έδειξε να γοητεύεται από την εξερεύνηση της ανθρώπινης εμπειρίας αποδίδοντας τη συγκίνηση, τη χάρη, τη μανία, τον πόθο ή τον αισθησιασμό στα όρια του ερωτισμού.
                        Η γλυπτική των κλασικών χρόνων δημιούργησε τα αριστουργήματά της κυρίως σε χαλκό. Για τα έργα αυτά γνωρίζουμε ελάχιστα και συχνά καλούμαστε να εκτιμήσουμε την ποιότητά τους μέσα από μαρμάρινα ρωμαϊκά αντίγραφα ή από τα λιγοστά μαρμάρινα πρωτότυπα που σώθηκαν. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά, τα επιτύμβια και τα αναθηματικά ανάγλυφα που είχαν εντελώς διαφορετική λειτουργία από τα ελεύθερα γλυπτά.
                        Το πρόβλημα της ταύτισης των αντιγράφων και της απόδοσης του πρωτοτύπου σε συγκεκριμένο γλύπτη είναι αρκετά περίπλοκο, καθώς πολλές και διαφορετικές απόψεις έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για τα περισσότερα από αυτά. Σε αρκετές περιπτώσεις ούτε η χρήση των πηγών ούτε οι στυλιστικές αναλύσεις επαρκούν. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι χωρίς την ελληνολατρεία των Ρωμαίων οι γνώσεις μας για την ελληνική γλυπτική θα ήταν πολύ φτωχότερες.

                        Comment


                          #13


                          Τα γλυπτά του Παρθενώνα συνδέονται στενά με τη μορφή του κτίσματος και τη σημασία του. Τόσο το είδος και το θέμα όσο και οι τεχνικές λεπτομέρειες των γλυπτών συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο με το αρχιτεκτόνημα. Η τύχη τους ακολουθεί την πολυκύμαντη ιστορία του ναού, ο οποίος υπέστη πυρκαγιές, βομβαρδισμούς, μετατροπές και λεηλασίες. Kατά την Αρχαιότητα εκδηλώθηκε τουλάχιστον μια πυρκαγιά, πιθανόν στα χρόνια των Αντωνίνων (2ος αιώνας μ.Χ.). Τα κεντρικά γλυπτά του ανατολικού αετώματος αφαιρέθηκαν τον 6ο ή 7ο αιώνα μ.Χ., για να χτιστεί η κόγχη του ιερού, όταν ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Αν και μεγάλο μέρος του διακόσμου καταστράφηκε κατά το βομβαρδισμό της Ακρόπολης από το Μοροζίνι το 1687, σώθηκαν αρκετά τμήματα γλυπτών, ώστε να μπορούμε ν' ανασυστήσουμε τις δύο αετωματικές συνθέσεις και να προσδιορίσουμε τη σειρά των παραστάσεων της ζωφόρου.
                          Αρκετά οφείλουμε στα σχέδια που φιλοτέχνησε ο J. Carrey, λίγο πριν από την ενετική πολιορκία (1674). Τα περισσότερα από τα γλυπτά αποσπάστηκαν από το οικοδόμημα μεταξύ του 1799 και 1812 από το λόρδο Έλγιν και κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο. Ορισμένα βρίσκονται ακόμη στην Ακρόπολη και ελάχιστα έφτασαν στο Λούβρο.

                          Τόσο για τα αρχιτεκτονικά μέλη όσο και για τα γλυπτά του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί πεντελικό μάρμαρο. Μια χοντρική επεξεργασία των κομματιών που προορίζονταν για τα γλυπτά γινόταν απευθείας στα λατομεία. Κατόπιν μεταφέρονταν στην Ακρόπολη, όπου και γινόταν η τελική λάξευση. Από τις επιγραφές με τους λογαριασμούς των εργασιών μαθαίνουμε ότι οι εργασίες για τους κίονες δεν είχαν ολοκληρωθεί το 442/1 π.Χ., γεγονός που σημαίνει ότι οι μετόπες τοποθετήθηκαν αργότερα. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο πως δουλεύονταν ήδη νωρίτερα. Οι μεγάλες αποκλίσεις στην ποιότητα της εργασίας και την τεχνοτροπία των διάφορων μετόπων φανερώνει δουλειά διαφορετικών καλλιτεχνών.
                          Είναι προφανές ότι η εργασία στις μετόπες αποτέλεσε κριτήριο επιλογής των πιο ταλαντούχων από το πλήθος των τεχνιτών που είχε συρρεύσει στην Αθήνα από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η ζωφόρος τοποθετήθηκε πιθανόν το 438 π.Χ., ενώ τα αετώματα πρέπει να είχαν ολοκληρωθεί ως το 432 π.Χ., εφόσον τότε χρονολογούνται και οι τελευταίες πληρωμές.

                          Είναι γνωστό, κυρίως από τον Πλούταρχο, ότι ο Περικλής είχε ορίσει επιστάτη των εργασιών το Φειδία. Αν και το όνομά του αναφέρεται συχνά σε σχέση με την κλασική τέχνη, αγνοούμε βασικά στοιχεία για τον ίδιο, όπως το βαθμό εξοικείωσής του με τη σκέψη του Αναξαγόρα και του Πρωταγόρα, το πόσο στενά συνδεόταν με τον Περικλή και το βαθμό συνεργασίας τους στη διαμόρφωση του προγράμματος της γλυπτής διακόσμησης του Παρθενώνα. Αν και δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε ποια από τα σωζόμενα γλυπτά μπορεί να εκτελέστηκαν από τον ίδιο, το πνεύμα και το ύφος της γλυπτικής του διακρίνεται τόσο στη ζωφόρο όσο και στις αετωματικές συνθέσεις. Ως συνεργάτες του Φειδία στη επίβλεψη και τη δημιουργία του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα αναφέρονται συχνά οι μαθητές του: Αλκαμένης ο Αθηναίος και Αγοράκριτος ο Πάριος.

                          Comment


                            #14
                            Εκπαίδευση

                            Στην κλασική Αθήνα ένα μεγάλο μέρος του αντρικού πληθυσμού γνώριζε γραφή και ανάγνωση, όπως προκύπτει από τις σχετικές αναφορές στα έργα του Αριστοφάνη. Στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.X. δεν υπήρχαν αναλφάβητοι στα πρόσωπα των κωμωδιών του. Ακόμη και ο χωρικός Στρεψιάδης στις Νεφέλες και ο αλλαντοπώλης Αγοράκριτος στους Ιππής γνώριζαν γράμματα. Παρ' όλα αυτά μαρτυρούνται και οι περιπτώσεις αναλφαβητισμού, όπως ενός Αθηναίου που το 482 π.Χ. ζήτησε από τον ίδιο τον Αριστείδη να γράψει το όνομά του πάνω στο όστρακο του οστρακισμού, καθώς εκείνος δε γνώριζε γραφή. Δεν υπάρχουν αναφορές στην εκπαίδευση των γυναικών, αν και ορισμένες ήταν εγγράμματες.
                            Η εκπαίδευση ήταν ελεύθερη και είχε αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Παρ' όλα αυτά, οι αθηναϊκοί νόμοι καθόριζαν τις ώρες λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων, τον αριθμό και τις ηλικίες των μαθητών και επέβαλλαν κρατικό έλεγχο στους δασκάλους. Είναι ενδιαφέρον ότι ο δάσκαλος δεν κρινόταν σε ζητήματα που άπτονταν του γνωστικού του πεδίου αλλά σε θέματα συμπεριφοράς. Οι ημέρες της σχολικής αργίας εξαρτώνταν από τον κύκλο του ετήσιου εορτολογίου και οι περισσότερες ήταν συγκεντρωμένες στη διάρκεια του μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουαρίου).
                            H στοιχειώδης σχολική εκπαίδευση περιλάμβανε τρεις τομείς διδασκαλίας: τα γράμματα, τη γυμναστική και τη μουσική. Τα παιδιά ξεκινούσαν το σχολείο σε ηλικία 7 ετών. Τα σχολικά χρόνια ήταν συνολικά περίπου δέκα, αλλά, καθώς η διδασκαλία ήταν ιδιωτική, μόνο οι εύποροι είχαν την οικονομική δυνατότητα να συνεχίσουν πέρα από τη βασική εκπαίδευση των τριών ή τεσσάρων ετών. Η πολιτεία βέβαια προνοούσε για τα παιδιά όσων είχαν σκοτωθεί σε πολέμους επιχορηγώντας τις σπουδές τους με κρατικά έξοδα.
                            Οι μαθητές που προέρχονταν από εύπορες οικογένειες συνοδεύονταν στο σχολείο από τον παιδαγωγό, έναν έμπιστο δούλο. Αυτός μετέφερε τις κερωμένες πλάκες, την πένα, τα βιβλία και την κιθάρα ή τον αυλό του μαθητή και συχνά παρέμενε στην αίθουσα διδασκαλίας για όσο διάστημα το παιδί βρισκόταν εκεί. Τέλος, βοηθούσε το μαθητή στη μελέτη του.

                            Comment


                              #15
                              Γράμματα

                              Οι ταχείς ρυθμοί εξέλιξης των δημοκρατικών θεσμών και η ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης της Αθήνας στην Κλασική περίοδο δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και διαμόρφωση του λόγου σε πολλά είδη.
                              Η ανάγκη να εξηγηθεί η απρόσμενη νίκη κατά των Περσών, αλλά και να ερευνηθούν τα αίτια της καταστροφής από τον Πελοποννησιακό πόλεμο οδήγησαν στην ανάπτυξη της ιστοριογραφίας.
                              Το δικαίωμα του κάθε πολίτη να προσφεύγει στα δικαστήρια, αλλά και να αγορεύει στην Eκκλησία του δήμου προώθησε τη ρητορική, ενώ οι συγκρούσεις παλαιών και νέων θεσμών προβλήθηκαν στο θέατρο και απασχόλησαν τους σοφιστές.
                              Τέλος, η αναζήτηση καθολικών ερμηνειών σχετικά με τις βασικές έννοιες και τις αξίες της ζωής (ηθικό, καλό, ωραίο) εκφράστηκε στη φιλοσοφία.

                              Στην κλασική Αθήνα γνώρισε μεταξύ άλλων μεγάλη ανάπτυξη η ιστοριογραφία. "Πατέρα της Ιστορίας", pater historiae, (De legibus 1,5) ονόμασε ο Κικέρωνας τον Ηρόδοτο και έτσι έχει πλέον καθιερωθεί να ονομάζεται.
                              Πριν εξεταστεί το έργο του Ηροδότου είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά στους προδρόμους της ιστοριογραφίας και στη σημασία του όρου ιστορία.
                              Τα πρώτα σπέρματα ιστορικότητας συναντώνται ήδη στα ομηρικά έπη: οι γενεαλογίες ηρώων, καθώς και η χρονική και αιτιώδης διαδοχή γεγονότων επιτρέπουν την άποψη ότι ο συνθέτης των επών διέθετε ιστορική συνείδηση. Πιο κοντά στην ιστορία όμως βρίσκονται τα έργα των ιώνων λογογράφων.
                              Λογογράφους ονόμασε ο Θουκυδίδης όλους όσους έγραψαν πριν από τον ίδιο. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τον όρο λογοποιοί για να διακρίνει τους ποιητές από τους πεζογράφους. Aργότερα, ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνους που γράφουν λόγους, δηλαδή τους ρήτορες.
                              Ο όρος ιστορία προέρχεται από τη ρίζα Fιδ- (vid), που σημαίνει βλέπω. Έτσι φτάνουμε στη λέξη ίστωρ, με την οποία δηλώνεται εκείνος που έχει δει κάτι και μπορεί να παρουσιαστεί ως αυτόπτης μάρτυρας. Ιστορία λοιπόν είναι η εξερεύνηση και διήγηση με βάση την προσωπική παρατήρηση. Με την πάροδο του χρόνου δεν ήταν αναγκαία η άμεση αυτοψία, έφτανε και η αφήγηση από αυτόπτες μάρτυρες, αρκεί αυτή να συνοδευόταν από ορθολογική κριτική των πηγών. Με βάση το κριτήριο αυτό ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της επιστημονικής ιστοριογραφίας είναι ο Θουκυδίδης, ενώ ο Ηρόδοτος δεν έχει ακόμα φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Συνεχιστής του έργου του Θουκυδίδη ήταν ο Ξενοφών. Ονόματα και αποσπάσματα έργων άλλων εκπροσώπων της ιστοριογραφίας έχουν επίσης φτάσει ως εμάς, μεταξύ των οποίων είναι και ο Ελλάνικος.

                              Hρόδοτος

                              Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό έζησε περίπου από το 485 μέχρι το 425 π.Χ. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, που φαίνεται ότι είχε και καρικές ρίζες. Από την αρχαία παράδοση μαθαίνουμε ότι πολέμησε τον τοπικό τύραννο, εξορίστηκε και πέρασε μεγάλο διάστημα στη Σάμο. Η επόμενη πληροφορία τον φέρνει στην αθηναϊκή αποικία της νότιας Ιταλίας, τους Θουρίους, της οποίας ίσως να έγινε πολίτης, όπου και πέθανε.
                              Ο Ηρόδοτος έκανε πολλά ταξίδια, ένα στο Βορρά μέχρι και τη νότια Pωσία και άλλα μικρότερα στη Βαβυλώνα, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Tότε ίσως πραγματοποιήθηκε και η επίσκεψή του στην Αίγυπτο, όπου έμεινε τέσσερις μήνες. Την περίοδο παραμονής του στους Θουρίους πιθανόν ταξίδεψε στην Κυρηναϊκή, ενώ είναι σίγουρο ότι επισκέφθηκε το Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Το σκοπό των ταξιδιών του δεν τον ξέρουμε σίγουρα: έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οφείλονταν σε εμπορικά ενδιαφέροντα, ενώ κατά την αρχαία παράδοση ο Hρόδοτος ανήκει μάλλον στην κατηγορία του διανοούμενου ταξιδιώτη, ο οποίος συνδύαζε τη γνωριμία άλλων λαών με τη δραστηριότητά του ως ομιλητή σε δημόσιες συναθροίσεις.
                              Αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο τόσο της ιωνικής ιστοριογραφίας όσο και της αττικής λογοτεχνίας. Η Αθήνα απέκτησε με τον Ηρόδοτο ένα συγγραφέα που εξήγησε στον ελληνικό κόσμο τα επιτεύγματα και τον τρόπο ζωής της, αφού μέσα από την Ιστορίη τού δόθηκε η δυνατότητα, εξηγώντας τους λόγους που οδήγησαν στους Περσικούς πολέμους, να παρουσιάσει τον τρόπο σκέψης και δράσης των Αθηναίων, του οποίου ο Θουκυδίδης θα φροντίσει να παρουσιάσει τα αποτελέσματα. Το έργο του Ηροδότου μάλλον δημοσιεύτηκε γύρω στο 425 π.Χ., μπορεί όμως να θεωρηθεί σίγουρο ότι στην Αθήνα ήταν ήδη γνωστό πριν από τη δημοσίευσή του.

                              Θουκυδίδης

                              Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε πιθανώς στις αρχές της δεκαετίας του 450 π.Χ. στο δήμο Αλιμούντα και καταγόταν από το γένος των Φιλαϊδών, ένα από τα πιο γνωστά της Αθήνας, το οποίο ανήκε στη συντηρητική παράταξη. Η αντίληψη ότι και ο ίδιος ήταν συντηρητικών αρχών, παρά το θαυμασμό του στον Περικλή, πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή. Η κριτική του σε πολιτικές πρακτικές και κοινωνικές συμπεριφορές πήγαζε από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής του, όπως διαμορφώθηκαν στη διάρκεια και εξαιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου, τη σημαντικότερη, όπως ο ίδιος λέει, σύρραξη στον ελληνικό κόσμο. Την κριτική του άλλωστε συμμερίζονταν και άλλοι συγγραφείς της εποχής, όπως ο Ευριπίδης.
                              Η οικογένειά του είχε περιουσία στη Θράκη, στα μεταλλεία χρυσού. Εκεί κατέφυγε όταν εξορίστηκε από τους Αθηναίους, εξαιτίας της αποτυχίας του να βοηθήσει αποτελεσματικά την Αμφίπολη ως ναύαρχος της περιοχής κατά την επίθεση του Βρασίδα (424 π.Χ.). Αν αυτοί ήταν οι πραγματικοί λόγοι της εξορίας του ή υπήρχαν πολιτικά αίτια και οι αντίπαλοί του απλά χρησιμοποίησαν την περίπτωση της Αμφίπολης παραμένει άγνωστο. Στην Αθήνα επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου. Ο χρόνος και ο τόπος του θανάτου του δεν είναι με απόλυτη βεβαιότητα γνωστά (ο θάνατός του υπολογίζεται μεταξύ 404 και 399 π.Χ.).
                              Η περίοδος στην οποία έζησε ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζεται από έντονα φαινόμενα σε όλους τους τομείς. Στην πολιτική δέσποζε η μορφή του Περικλή, επί του οποίου το δημοκρατικό πολίτευμα διευρύνθηκε υπέρ των κατώτερων τάξεων. Στον πνευματικό τομέα αναπτύχθηκε η κίνηση των σοφιστών, η οποία επηρέασε το σύνολο των πνευματικών δραστηριοτήτων. Στοιχεία της διδασκαλίας τους διέπουν το έργο του Θουκυδίδη, την Ιστορία.
                              Από τον Ηρόδοτο διαφέρει καταρχήν σε τρία βασικά σημεία: 1. ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, 2. επηρεασμένος από τη ρητορική και τη σοφιστική έγραψε σύγχρονη ιστορία και 3. έγραφε ιστορία έχοντας ενεργό δράση στα τεκταινόμενα της εποχής του. Η κυριότερη όμως διαφορά βρίσκεται στη μέθοδο που ακολούθησε ο Θουκυδίδης στην εξέταση των γεγονότων. Αρνείται οποιαδήποτε μεταφυσική εξήγηση, χρησιμοποιεί τη διαλεκτική, διαχωρίζει τις αιτίες από τις αφορμές, συνάγει από τους συλλογισμούς του συμπεράσματα και εκφράζει άποψη. Η παράθεση δημηγοριών κάνει το έργο όχι μόνο πιο ζωντανό, αλλά δίνει τη δυνατότητα στον ιστορικό να δείξει τις σκέψεις και την ψυχολογία των δρώντων πολιτικά προσώπων.

                              Comment

                              Working...
                              X