Announcement

Collapse
No announcement yet.

Η Επανάσταση του΄21 στο Αιγαίο

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Η Επανάσταση του΄21 στο Αιγαίο



    H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Mοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα.
    H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων υδραιικων, σπετσιώτικων και ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων.
    O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία.
    Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Aιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του οθωμανικού στόλου. Kατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Pόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Aπριλίου και μετά. Eξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Kυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί. Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο. Στην Ύδρα μάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Kουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα.

    Πρόκειται για το Φιλικό Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της επανάστασης σύντομα όμως εξουδετερώθηκε.
    Στη Σάμο κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού ,ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων.
    Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο.
    Ένα τμήμα του οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου ρωσο-οθωμανικού πολέμου, ένω ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-πασά.
    Έτσι, ο ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλή την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στη Μονεμβασιά, στη Nαύπακτο και αλλού.
    Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια.
    Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης.
    Έτσι, όταν τμήματα του οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα οθωμανικά.
    Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο.
    Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλιόνταν στα οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους.
    O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους.
    Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.




    #2


    Aπό τις αρχές της Επανάστασης ήταν φανερό ότι τα μικρά και ελλιπώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οθωμανικά σε ανοιχτή σύγκρουση.
    Έτσι, ακολουθήθηκαν άλλες μορφές δράσης που κατέτειναν στη φθορά και την παρεμπόδιση της κίνησης του οθωμανικού στόλου.
    Kατεξοχήν στόχοι υπήρξαν οι νηοπομπές που μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στα πολιορκούμενα φρούρια της Πελοποννήσου και της Ρούμελης.
    Aπό την άλλη, συχνές ήταν και οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου να άρει τον αποκλεισμό φρουρίων και να ενισχύσει τους πολιορκούμενους Έλληνες με εφόδια και ενόπλους.
    Τέλος, θα έπρεπε να προστατευτούν τα νησιά του Αιγαίου από τη δράση του οθωμανικού στόλου.
    Στις επιχειρήσεις αυτές η φθορά των πλοίων του αντιπάλου επιτεύχθηκε με την υιοθέτηση μιας πολεμικής τακτικής που αντιστάθμιζε την υπεροπλία του οθωμανικού στόλου.
    Πρόκειται για νυχτερινές επιθέσεις με πυρπολικά, δηλαδή ειδικά διαμορφωμένα μικρά πλοία, φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά προκαλώντας την ανατίναξή τους.
    Οι παράτολμες αυτές επιθέσεις, που απαιτούσαν επιδέξιους χειρισμούς ώστε να προσκολληθεί το πυρπολικό, αλλά και τύχη ώστε να μη γίνει αντιληπτή η επιχείρηση, απέδωσαν ορισμένες εντυπωσιακές ένεργειες.
    Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η ανατίναξη της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου από τον Kανάρη στα ανοιχτά του Τσεσμέ τον Ιούνιο του 1822. Ενέργειες όπως αυτή προκαλούσαν τρόμο στα πληρώματα των οθωμανικών πλοίων και συχνά οι κινήσεις του οθωμανικού στόλου ήταν διστακτικές από το φόβο της δράσης των πυρπολητών.
    Δεν έλειψαν βέβαια και αποτυχημένες ενέργειες όπως συνέβη τον Αύγουστο του 1825 και τον Ιούνιο του 1827 στις πιο φιλόδοξες ίσως επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου που αποσκοπούσαν στην πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
    Διεξήχθησαν και ορισμένες ναυμαχίες, κάποιες από τις οποίες είχαν θετική κατάληξη για την ελληνική πλευρά, όπως συνέβη στα ανοιχτά της Ύδρας και των Σπετσών τον Οκτώβριο του 1822, στον κόλπο του Γέροντα τον Αύγουστο του 1824 και στον Kάβο Nτόρο το Μάιο του 1825, όπου διακρίθηκαν ο Πιπίνος, ο Mιαούλης και ο Σαχτούρης αντίστοιχα.
    Παρά τη δράση του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών τα πλοία του οθωμανικού στόλου δεν αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στο να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν.
    Η υπεροπλία των οθωμανικών πλοίων δεν άφηνε βέβαια πολλά περιθώρια δράσης στα ελληνικά.
    H έλλειψη συντονισμού και ιδίως η περιστασιακή ενασχόληση των ελληνικών πλοίων για πολεμικούς σκοπούς δυσχέρανε ακόμη περισσότερο τη θέση της ελληνικής πλευράς στο θαλάσσιο χώρο.
    Tο εμπόριο αλλά και η πειρατεία υπήρξαν για τα ελληνικά πλοία εναλλακτικές δραστηριότητες που εξασφάλιζαν τη συντήρηση των πλοίων και τους μισθούς των πληρωμάτων, υπονόμευαν ωστόσο την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στόλου.
    Eιδικά η πειρατεία προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των Mεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν για την ασφάλεια των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων.
    Έτσι, από τους πρώτους μήνες του 1828 ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας επιδίωξε τον περιορισμό της πειρατικής δραστηριότητας, κάτι που επιτεύχθηκε χάρις στις ενέργειες του Aνδρέα Mιαούλη.

    Comment


      #3


      Στη διάρκεια της Επανάστασης ο οθωμανικός στόλος χρησιμοποιήθηκε κυρίως επικουρικά στις εκστρατείες που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη.
      Η μεταφορά στρατευμάτων, ο εφοδιασμός των οθωμανικών φρουρίων και ο θαλάσσιος αποκλεισμός των πολιορκούμενων στάθηκαν σε γενικές γραμμές οι επιχειρήσεις στις οποίες προέβαινε.
      Η επιχειρησιακή αυτή τακτική υποδεικνύει ότι προτεραιότητα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε η καταστολή της επανάστασης στη στεριά.
      Tα νησιά του Αιγαίου δεν υπήρξαν συστηματικός στόχος.
      Eξαίρεση αποτέλεσαν οι επιχειρήσεις ενάντια στη Σάμο (1821 και 1824) που αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις αλλά και η κατάληψη της Χίου στα 1822 και αργότερα, στα 1824, της Κάσου και των Ψαρών που οδήγησαν σε εκτεταμένες σφαγές, λεηλασίες και καταστροφές στα νησιά αυτά.
      Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από διακεκριμένους Χιώτες όπως ήταν ο Θεόφιλος Καΐρης να κηρυχτεί η επανάσταση και στο νησί τους την άνοιξη του 1821, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό.
      Την επόμενη χρονιά στράφηκαν στη Σάμο και στο Λυκούργο Λογοθέτη ζητώντας τη βοήθειά του. Πράγματι, το Μάρτιο του 1822 οργανώθηκε κοινό εκστρατευτικό σώμα που κατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Χίο υποχρεώνοντας τις οθωμανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί να κλειστούν στο φρούριο.
      Την ίδια εποχή ο οθωμανικός στόλος έβγαινε από τα Δαρδανέλια και εγκαινίαζε τις επιχειρήσεις της χρονιάς αυτής με την προσβολή της Χίου.
      Στις 30 Μαρτίου χιλιάδες οθωμανοί ένοπλοι αποβιβάστηκαν εύκολα στο νησί, καθώς καμιά ενέργεια προστασίας του δεν είχε γίνει από ελληνικής πλευράς. Mερικά πλοία από τα Ψαρά που βρίσκονταν στην περιοχή παρακολούθησαν από απόσταση τις κινήσεις του οθωμανικού στόλου.
      Έντρομοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν σε ορεινά σημεία και μοναστήρια, ενώ οι Σαμιώτες έσπευσαν να επιστρέψουν στο νησί τους.
      Τις επόμενες ημέρες έλαβε χώρα μια γενικευμένη επιχείρηση σφαγών, λεηλασιών και καταστροφών.

      Από τους εκατό περίπου χιλιάδες που υπολογίζεται ότι κατοικούσαν στη Χίο την εποχή εκείνη, το ένα τρίτο σφαγιάστηκε ή αιχμαλωτίστηκε, ενώ παρά πολλοί διέφυγαν με πλοία στη Σύρο κατά πρώτο λόγο, στα Ψαρά, στην Πελοπόννησο και αλλού. Η βιαιότητα που επέδειξε ο επικεφαλής του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασάς) Καρά Αλή -που λίγες μέρες αργότερα βρήκε το θάνατο, όταν ο Kωνσταντίνος Kανάρης ανατίναξε στα ανοιχτά της Xίου τη ναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου- προκάλεσε αποτροπιασμό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έδωσε νέα ώθηση στο φιλελληνικό κίνημα, που είχε ατονήσει μετά τη σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821.
      Δύο και πλέον χρόνια μετά την καταστροφή της Χίου, στα τέλη Μαΐου 1824, ο αιγυπτιακός στόλος αποβίβασε εύκολα στην Κάσο χιλιάδες ενόπλους που τις προηγούμενες ημέρες είχαν επιτυχώς πλήξει και τους τελευταίους επαναστατικούς πυρήνες στην Κρήτη.
      Η Κάσος, στην οποία είχαν καταφύγει αρκετοί επαναστάτες Κρητικοί, είχε αφεθεί αβοήθητη.
      Oι εμφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο είχαν παραλύσει κάθε άλλη δραστηριότητα της ελληνικής Διοίκησης.
      Παρά την αντίσταση που προέβαλαν οι Κάσιοι δεν κατάφεραν να απωθήσουν τις αιγυπτιακές δυνάμεις, που μέσα σε λίγες μέρες κυρίευσαν το νησί προβαίνοντας σε συστηματικές σφαγές και λεηλασίες. Ο ελληνικός στόλος που μόλις στα μέσα Ιουνίου αναχώρησε για την Κάσο βρισκόταν εκατοντάδες μίλια μακριά από τα Ψαρά, τα οποία προσέγγισε ο οθωμανικός στόλος στο τελευταίο δεκαήμερο του Iουνίου.
      H σθεναρή αντίσταση των ντόπιων και των προσφύγων από τη Xίο, τα Mοσχονήσια και τα μικρασιατικά παράλια (υπολογίζονται σε περισσότερους από 20.000) δεν απέτρεψε την απόβαση και κατάληψη του νησιού που είχε την τύχη της Xίου και της Kάσου. Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους και τους πρόσφυγες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ ένα μεγάλο κύμα προσφύγων κατευθύνθηκε στις Σπέτσες και σε νησιά των Kυκλάδων.


      Comment


        #4
        Η καταστροφη της Κασου

        Το 1820, λίγο πριν εκδηλωθεί η Ελληνική επανάσταση ο πληθυσμός της Κασου είχε φτάσει τα 7000 άτομα και ο στόλος της αποτελειτο από 100 περίπου πλοία.
        Με το στόλο τους, πολλές φορές, οι Κασιωτες ναυτικοί διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της επανάστασης, εμποδίζοντας επί το πλείστον τον ανεφοδιασμό των Τουρκικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Επίσης σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του Κασιωτικου στόλου σε επιχειρήσεις στην Κρήτη. Η Κασος συμμετείχε και στην ναυμαχία της Σάμου με μοίρα του στόλου της υπό την διοίκηση του Ν. Ιουλίου η Μπουρέκα.
        Άλλοι σημαντικοί πλοίαρχοι της Κασου ήταν ο Θεόδωρος Κανταριτζης, ο Μάρκος Μαλιαρακης, ο Μαυρης και άλλοι.
        Το Σεπτέμβριο του 1822 τέσσερα μόνο Κασιωτικα πλοία κατόρθωσαν να συλλάβουν 19 εχθρικά πλοία στο λιμάνι της Δαμιετης τα οποία ήταν έτοιμα να αποπλευσουν προς την Κρήτη με σκοπό τον ανεφοδιασμό του Χασαν Πασά. Τα πλοία αυτά παραδοθήκαν στην Ελληνική προσωρινη επαναστατικη διοίκηση προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν πυρπολικά.
        Η αντίστροφη μέτρηση για την καταστροφή της Κασου, άρχισε όταν η Πύλη, παρακολουθώντας τις εξελίξεις όχι μόνο στην Κασο αλλά και σε ολόκληρη την επαναστατημένη Ελλάδα, κατάλαβε ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να καταστείλει μόνη της την επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου. Τυπικά υποτελής αλλά ουσιαστικά ανεξάρτητος, ο φιλόδοξος Πασάς της Αιγύπτου Μωχαμετ Αλη είδε με καλό μάτι την προοπτική ανάμειξης του στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο και αφού απέσπασε μια καλή συμφωνία από την Πύλη ετοιμάστηκε να εκστρατεύσει κατά της Ελλάδος.
        Από την άλλη πλευρά, η απουσία ενός μεγάλου ηγεμόνα που θα μπορούσε να συσπειρώσει γύρω του όλους τους επαναστατημένους Έλληνες οδήγησε την επανάσταση σε βαθειά πολιτική κρίση που μερικές φορές είχε ολέθρια αποτελέσματα. Ένα από αυτά ήταν και η καταστροφή της Κρήτης της Κασου και των Ψαρών από τον Τουρκοαιγυπτιακο στόλο.
        Στις 22 Μαΐου του 1822 μια πρώτη Αιγυπτιακή δύναμη αποτελούμενη από 30 πολεμικά και 84 φορτηγά πλοία έφτασε από την Αίγυπτο στο λιμάνι της Σούδας υπό την αρχηγία του γαμπρού του Μωχαμετ Αλη, Χασαν Πασά. Αφού ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Κρήτης ο Μωχαμετ Αλη έστρεψε την προσοχή του στην Κασο η οποία με το μικρό ναυτικό στόλο της είχε προσβάλει πολλές φορές τις Τουρκικές δυνάμεις της ανατολικής Κρήτης.
        Ήδη από τον Ιανουάριο του 1824 η Κάσος είχε δοκιμάσει την πρώτη εχθρική ενέργεια από μοίρα του Αιγυπτιακού στόλου, αποτελούμενη από 14 πλοία, όμως τα πολυβολεία που είχαν στήσει οι Κασιωτες απέκρουσαν επιτυχώς αυτή την επίθεση. Κατά τα μέσα του Απρίλη του 1824 πληροφορίες από την Αλεξάνδρεια που έφτασαν στα χεριά της ηγεσίας της επανάστασης μιλούσαν για τα σχεδία απόπλου από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας και της ένωσης, του άριστα οργανωμένου Αιγυπτιακού στόλου με τον υπόλοιπο που βρισκόταν στην Κρήτη, με στόχο την ανακατάληψη του αρχιπελάγους.
        Οι πληροφορίες αυτές, πρότειναν μάλιστα και συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της απειλής, προτείνοντας ο Ελληνικός στόλος να αποτρέψει την ένωση των Αιγυπτιακών δυνάμεων, προβάλλοντας αντίσταση στην περιοχή του νοτιοανατολικού Αιγαίου, μεταξύ Καστελόριζου και Κασου.
        Κατά τα μέσα του Μάη του 1824 οι Κασιωτες έστειλαν επανηλειμενες εκκλήσεις προς τους άρχοντες της Ύδρας για βοήθεια, όμως η απάντηση ήταν αρνητική, με δικαιολογία τα πενιχρά οικονομικά του επαναστατικού αγώνα.
        Έτσι, οι Κασιωτες συνειδητοποίησαν ότι αυτή τη μάχη έπρεπε να τη δώσουν μόνοι τους.
        Στις 27 Μαΐου έφτασε στην Κάσιο ο Αιγυπτιακός στόλος αποτελούμενος 25 – 40 πλοία και 4000 Αλβανούς στρατιώτες.
        Παρατάχθηκε στη βόρεια πλευρά του νησιού, που ήταν και πιο βατή για απόβαση και άρχισε τον κανονιοβολισμό.
        Λέγεται ότι στις δυο μέρες που κράτησε ο κανονιοβολισμός ριφθησαν στο νησί περίπου 4000 βλήματα.
        Η απάντηση των Κασιωτων ήταν δυναμική και κράτησε τα πλοία μακριά από τις ακτές.
        Όμως για άλλη μια φορά, στον αγώνα των Ελλήνων κατά των κατακτητών εμπλέκεται η προδοσία.
        Εξορισμένος από το νησί, ο Κασιωτης Ζαχαριας, λέγεται ότι για εκδίκηση, οδήγησε τον Αιγυπτιακό στρατό από ένα δύσβατο και χωρίς δυνατή άμυνα μονοπάτι, στην περιοχή Αντιπερατος, νοτιοδυτικά της Αγίας Μαρίνας.
        Ο αρχηγός του Αιγυπτιακού στόλου Ισμαήλ οργάνωσε εικονική απόβαση στην Πούντα Αγίου Γεωργίου και οδηγώντας τις Ελληνικές δυνάμεις στο συγκεκριμένο σημείο, οργάνωσε δεύτερη απόβαση, στην Αντίπερα και με σχετική ευκολία οδήγησε στην ακτή 30 αποβατικά σκάφη, σηματοδωτοντας έτσι την αρχή του τέλους.
        Μέχρι το ξημέρωμα στο νησί είχαν αποβιβαστεί 2000 Αλβανοί.
        Ο Ισμαήλ θέλησε να συνθηκολογήσει με τους Κασιωτες χαρίζοντας τους τη ζωή τους, δεν το πέτυχε όμως και οι μάχες αυτή τη φορά συνεχιστήκαν μέσα στο νησί με τραγικά αποτελέσματα για τους αμυνομένους. Η καταστροφή του νησιού ήταν τεράστια και ερημώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.

        βιβλιογραφια
        Περιοδ. Ναυτικη Ιστορια τευχ. 8
        Συνδεσμοι

        Comment

        Working...
        X