Announcement

Collapse
No announcement yet.

Εποχή του Χαλκού - Μυκηναική Ελλάδα

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    Εποχή του Χαλκού - Μυκηναική Ελλάδα

    ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ



    Η διασπορά των μυκηναϊκών οικιστικών εγκαταστάσεων φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η πολιτική γεωγραφία στο εσωτερικό της μυκηναϊκής επικράτειας. Τα μυκηναϊκά κράτη ήταν οργανωμένα σε μικρά ανεξάρτητα βασίλεια, τα οποία διοικούνταν από μια ισχυρή διοικητική έδρα. Δε γνωρίζουμε αν τα γεωγραφικά σύνορα έπαιζαν πάντα σημαντικό ρόλο στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η Πύλος ήταν το σημαντικότερο κέντρο και η πρωτεύουσα του βασιλείου της Μεσσηνίας, ενώ αντίθετα στην Αργολίδα σε μία σχετικά μικρή περιοχή υπήρχαν συγχρόνως δύο ισχυρές ακροπόλεις, των Μυκηνών και της Τίρυνθας, οι οποίες -τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Ύστερης Χαλκοκρατίας- υπήρξαν ανεξάρτητα διοικητικά κέντρα. Ανάμεσα στα μεγάλα και σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα υπήρχαν μικρότερες εγκαταστάσεις, η έκταση των οποίων δεν ξεπερνούσε μερικά εκτάρια.
    Μέσα από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα διαγράφονται καθαρά οι περιοχές της μυκηναϊκής επικράτειας. Το κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού ήταν σαφέστατα η Πελοπόννησος, όπου εντοπίστηκαν τα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα- οι Μυκήνες, η Τίρυνθα και η Πύλος. Πολύ σημαντικά κέντρα βρίσκονταν επίσης στη Βοιωτία, στη Θήβα, στο Γλα και στον Ορχομενό, όπου συναντώται όλα τα χαρακτηριστικά κατάλοιπα του μυκηναϊκού πολιτισμού: τα ανάκτορα, τα μεγάλα τεχνικά έργα, οι οχυρώσεις και οι βασιλικοί τάφοι. Στην Αττική θα πρέπει επίσης να υπήρχαν αρκετές μυκηναϊκές θέσεις, όπως φαίνεται από τα λείψανα της μυκηναϊκής οχύρωσης στην Ακρόπολη των Αθηνών από τους θολωτούς τάφους στο Λαύριο και στο Μενίδι και από το σημαντικό ύστερο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Περατής.
    Τα βορειότερα σύνορα της μυκηναϊκής επικράτειας φτάνουν μέχρι τη Θεσσαλία, όπου ξεχωρίζει το σημαντικό κέντρο της Ιωλκού. Η μυκηναϊκή επιρροή όμως εκεί περιορίζεται στις παράλιες περιοχές, ενώ η ενδοχώρα μένει μακριά από τις μυκηναϊκές εξελίξεις. Η περιοχή της Μακεδονίας φαίνεται ότι ήταν έξω από την τροχιά του μυκηναϊκού κόσμου και δεμένη περισσότερο με το χώρο της Βαλκανικής. Τα μυκηναϊκά προϊόντα που έφταναν στα λιμάνια της Χαλκιδικής και της Θάσου φανερώνουν μόνο σποραδικές εμπορικές επαφές με τα κέντρα του νότου.
    Οι επαφές των Μυκηναίων με τις Κυκλάδες είχαν αρχίσει από την πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή, αλλά κατά την εποχή της ακμής μερικά κυκλαδικά νησιά, όπως η Αγία Ειρήνη στην Κέα και η Φυλακωπή στη Μήλο, δίνουν την εντύπωση γνήσιων μυκηναϊκών οικισμών. Το ίδιο διάστημα η μυκηναϊκή επιρροή εξαπλώθηκε και στα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, τα οποία διατήρησαν στην τέχνη τους τις στερεοελλαδικές τάσεις ακόμη και κατά τη διάρκεια της μυκηναϊκής παρακμής και εντάχθηκαν στη Μυκηναϊκή Κοινή.
    Η Κρήτη με το λαμπρό μινωικό παρελθόν αποτελούσε πάντα έναν πόλο έλξης και έδινε γόνιμα πολιτισμικά στοιχεία σε όλους του τομείς του μυκηναϊκού πολιτισμού. Ο εμπορικός ανταγωνισμός με την κρητική μεγαλόνησο οδήγησε στην κατάκτησή της από τους Μυκηναίους στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. Ύστερα από αυτό το διάστημα η ζωή και η κοινωνική οργάνωση του νησιού ακολούθησε τις εξελίξεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
    Η εξάπλωση του μυκηναϊκού πολιτισμού στις άλλες χώρες της Ευρώπης και της Ανατολής παρουσιάζει ένα αρκετά διαφορετικό χαρακτήρα. Εκεί οι Μυκηναίοι συμμετείχαν ενεργά στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και μερικές φορές οδηγήθηκαν στην ίδρυση εμπορικών σταθμών ή ακόμη και παροικιών, κυρίως στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η φύση, η μορφή και η πυκνότητα των απόμακρων αυτών εγκαταστάσεων αποτελούν ακόμη ανοιχτά ερωτήματα για την έρευνα.
    Χάρτης με τους οικισμούς
    της Υστεροελλαδικής III περιόδου.

    Από τις πινακίδες των ανακτορικών αρχείων συλλέγονται πλούσιες μαρτυρίες για τα τοπωνύμια της Εποχής του Χαλκού. Τα τοπωνύμια χρησιμοποιούνταν στα μυκηναϊκά κείμενα για να δείξουν την προέλευση των ανθρώπων και των αγαθών που διακινούνταν στα ανακτορικά κέντρα. Στις πινακίδες της Κνωσού περιέχονται περίπου εκατό ονομασίες οικισμών και στις πινακίδες της Πύλου γύρω στις εκατόν εξήντα. Oι ειδικοί ερευνητές προσπαθούν να ταυτίσουν τα μυκηναϊκά τοπωνύμια με συγκεκριμένες θέσεις. Η έρευνα αυτή είναι δυνατόν να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα, εφόσον και στους μυκηναϊκούς χρόνους θα μπορούσε, όπως και κατά την Αρχαιότητα, πολλές θέσεις να έχουν το ίδιο τοπωνύμιο.
    Βάσει των πινακίδων της Πύλου, γνωρίζουμε ότι η Μεσσηνία ήταν χωρισμένη σε επτά διοικητικές περιφέρειες, την Πίσα, το Ρίο, την Κυπάρισσο, τους Λουσούς, τους Σφαγιάνες και το Νέδωνα. Οι κάτοικοι των περιφερειών αυτών υπάγονταν στον ηγεμόνα της Πύλου. Στην Κρήτη υπήρχε ένα ισχυρό μυκηναϊκό κέντρο στην Κνωσό, το οποίο ασκούσε έλεγχο σ' όλο το νησί μέχρι την κατάρρευση του ανακτόρου, οπότε η εξουσία μοιράστηκε σε πολλές μικρότερες περιφέρειες. Στις πινακίδες της Κνωσού αναγνωρίζονται οι ονομασίες μερικών κρητικών πόλεων, όπως η Κυδωνία, η Λατώ, ο Ίνατος και τα Σύβριτα. Οι ονομασίες αυτές εμφανίζονται με την ίδια ή ελαφρώς παραλλαγμένη μορφή στα αρχαία ελληνικά.
    Από γραμματολογική άποψη παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος που εμφανίζονται τα τοπωνύμια στα μυκηναϊκά κείμενα. Για τη δήλωση συγκεκριμενων θέσεων χρησιμοποιούνται τα ίδια επιθήματα που χρησιμοποιήθηκαν και στα τοπωνύμια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ελληνικά επιθήματα προστίθενταν ακόμη και σε μη ελληνικά τοπωνύμια, τα οποία έχουν συνήθως κατάληξη σε -so (-σσος) και -to (-νθος), π.χ. aminiso (Αμνισός), konoso (Κνωσός), korito (Κόρινθος), ruso (Λουσός), turiso (Τύλισσος).
    Τα τοπωνύμια δηλώνονται με πολλές διαφορετικές καταλήξεις. Χαρακτηριστικές είναι οι καταλήξεις σε -i-jo (ίος και -ία) και -uwa (-υFα) π.χ. rijo (Ρίον) και kudonia (Κυδωνία), σε -ο, π.χ. puro (Πύλος), -ipo, π.χ. Ewiripo (Εύριπος). Οι τοποθεσίες δηλώνονταν συχνά και με ονόματα προσώπων σε γενική πτώση ακολουθούμενες από τη λέξη wowo (όρος), που δήλωνε τα σύνορα μιας περιοχής.
    Πύλος. Χάρτης με τις διοικητικές επαρχίες.

    #2
    Μυκηναική Ελλάδα


    Ως ακροπόλεις ορίζονται βραχώδεις, φυσικά οχυρές θέσεις, στο ψηλότερο σημείο των οποίων ήταν χτισμένος ένας οικισμός που προστατευόταν από οχυρωματικά τείχη. Στον αιγαιακό χώρο παρόμοια οικοδομικά σχήματα ήταν γνωστά ήδη από τη Νεολιθική, την Πρωτοελλαδική και τη Μεσοελλαδική εποχή. Οι πρωιμότεροι αυτοί λίθινοι περίβολοι που ήταν χαμηλοί, λεπτοί και χτισμένοι με μικρούς λίθους δεν ήταν σε θέση να αντέξουν ισχυρές πολιορκίες. Κατά το 14ο και 15ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα ανάλογοι οχυρωμένοι οικισμοί, χτισμένοι όμως με το λεγόμενο κυκλώπειο τρόπο οικοδόμησης, με στόχο να κάνουν τους μυκηναϊκούς οικισμούς πραγματικά απόρθητους. Το πολεοδομικό αυτό σχήμα έφερε τους ελλαδικούς οικισμούς κοντά στο πρότυπο των πανίσχυρων οχυρωμένων πόλεων της Μικράς Ασίας, της Χαναάν και της Μεσοποταμίας.
    Οι μεγάλες οχυρωμένες ακροπόλεις της Τίρυνθας, των Μυκηνών, του Γλα και των Αθηνών αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά δημιουργήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι εγκαταστάσεις αυτές δεν ήταν απλώς οχυρωμένοι συνοικισμοί, ούτε ανοχύρωτα ανάκτορα, όπως στην Κρήτη και την Πύλο. Ήταν τειχισμένα ανακτορικά συγκροτήματα τα οποία καταλάμβαναν σχεδόν ολόκληρη την έκταση εντός των τειχών και αποτελούσαν τις πρωτεύουσες μεγάλων διοικητικών περιοχών. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ζούσαν σε μικρότερους συνοικισμούς και αγροτικές εγκαταστάσεις έξω από τα τείχη. Οι περίοικοι έβρισκαν σε καιρό πολέμου καταφύγιο στις ακροπόλεις, αν και το εσωτερικό τους δε διέθετε αρκετό ελεύθερο χώρο, καθώς τα κτήρια κάλυπταν σχεδόν ολόκληρη την έκταση της ακρόπολης. Το ρόλο της προσωρινής στέγης για τους πρόσφυγες θα είχαν ίσως στην Τίρυνθα η κάτω ακρόπολη και στις Μυκήνες τα σπήλαια της βορειοδυτικής πλαγιάς.
    Οι ακροπόλεις ήταν οι διοικητικές έδρες και ταυτόχρονα τα θησαυροφυλάκια κάθε μυκηναϊκού κρατιδίου. Ο επιβλητικός όγκος των τειχών τους αποτελούσε ταυτόχρονα το σύμβολο και το μέτρο ισχύος του δυνάστη που τις κατείχε. Από τις ακροπόλεις μόνο ο Γλας είχε ένα ξεχωριστό χαρακτήρα. Η ακρόπολη αυτή ήταν ένα συλλογικό έργο, που δημιούργησαν οι κάτοικοι της περιοχής της Κωπαΐδας με στόχο την άμυνά τους σε περίοδο πολέμου, την περιφρούρηση των προϊόντων τους αλλά και τη συντήρηση των αποστραγγιστικών εγκαταστάσεων της περιοχής.
    Το εσωτερικό των ακροπόλεων ήταν ένας άριστα οργανωμένος χώρος, όπου βρίσκονταν διάφορα κτηριακά συγκροτήματα με συγκεκριμένες λειτουργίες. Η επικοινωνία ανάμεσα στα συγκροτήματα αυτά γινόταν με ένα περίπλοκο σύστημα από διαδρόμους, κλίμακες και αναβάθρες που διευκόλυναν την κυκλοφορία και συγχρόνως χώριζαν την ακρόπολη σε ζώνες ειδικών λειτουργιών. Το κεντρικό κτήριο ήταν το ανάκτορο, η κατοικία του άνακτα και της οικογένειάς του. Γύρω από αυτό βρισκόταν ένα πλήθος από κτίσματα, όπου στεγάζονταν οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, τα μέλη του ιερατείου, οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες. Σε γειτονικά διαμερίσματα κατοικούσαν η ακολουθία και η φρουρά του ηγεμόνα. Στις ακροπόλεις βρίσκονταν επίσης τα ανακτορικά ιερά και οι κρατικές αποθήκες, όπου ήταν συγκεντρωμένα τα αγροτικά προϊόντα και τα εμπορεύματα της περιοχής.

    Μυκήνες. Κάτοψη της ακρόπολης.

    Τα ανακτορικά συγκροτήματα που έχουν αποκαλυφθεί στις Μυκήνες και την Τίρυνθα, στην Αργολίδα και στην Πύλο, στη Μεσσηνία ήταν οι κατοικίες των μυκηναίων ηγεμόνων. Στις Μυκήνες και την Τίρυνθα τα ανάκτορα ήταν προστατευμένα από τα ισχυρά οχυρωματικά τείχη των ακροπόλεων, ενώ το ανάκτορο της Πύλου ήταν ανοχύρωτο σε μια όμως φυσικά οχυρωμένη θέση. Αποσπασματικά τμήματα ενός μυκηναϊκού ανακτόρου έχουν βρεθεί και στη Θήβα, αν και εκεί το ανακτορικό συγκρότημα δεν έχει πλήρως αποκαλυφθεί. Ανακτορικά συγκροτήματα θα πρέπει να βρίσκονται και σε άλλες θέσεις, όπως στον Ορχομενό της Βοιωτίας, την Ιωλκό και τη Σπάρτη, όπου η παράδοση και τα μέχρι τώρα ευρήματα μαρτυρούν την παρουσία μιας ισχυρής και σημαίνουσας μυκηναϊκής δύναμης.
    Παρά το γεγονός ότι τα μυκηναϊκά ανάκτορα διαφέρουν αρκετά στο σχεδιασμό τους από τα μινωικά ανάκτορα, τόσο η έμπνευση όσο και η χρήση των χώρου οφείλονται σε μινωικές επιρροές. Στην οικοδόμηση των μυκηναϊκών ανακτόρων αναγνωρίζονται αρκετά μινωικά στοιχεία. Η ευρεία χρήση της ξυλοδεσιάς και η χρησιμοποίηση ορθογώνιων πωρόλιθων στις προσόψεις θεωρούνται αρχιτεκτονικά στοιχεία που οι Μυκηναίοι πήραν από τους Μινωίτες. Όσον αφορά την οργάνωση του χώρου, μινωικά στοιχεία θεωρούνται η ύπαρξη ενδιάμεσων αυλών και φωταγωγών, τα πρόπυλα, οι μεγάλες αίθουσες συμποσίων, οι αποθήκες με τα πιθάρια, οι εργαστηριακοί χώροι, τα αποχωρητήρια και το αποχετευτικό δίκτυο. Μινωικά στοιχεία συναντώνται ακόμη και σε διακοσμητικές λεπτομέρειες, όπως στα λίθινα κέρατα καθοσιώσεως που διακοσμούσαν περίοπτα σημεία των ακροπόλεων.
    Τα μυκηναϊκά ανάκτορα καταστράφηκαν σχεδόν ταυτόχρονα γύρω στο 1200 π.Χ., στα τέλη δηλαδή της υστεροελλαδικής ΙΙI B περιόδου, από πυρκαγιά. Ίσως η καταστροφή σε μερικά από αυτά να έλαβε χώρα σε δύο διαδοχικές φάσεις, όπως δείχνουν τα ευρήματα από το Καδμείο της Θήβας. Τα αίτια της καταστροφής έχουν γίνει έναυσμα για πολλές και διαφορετικές θεωρίες που είναι όμως πολύ δύσκολο να αποδειχθούν. Για πολλές δεκαετίες η επικρατούσα άποψη υποδείκνυε ότι υπεύθυνη για την καταστροφή των ανακτόρων ήταν η "κάθοδος των Δωριέων", δηλαδή η είσοδος νέων φύλων στον ελλαδικό χώρο που εκτόπισε βίαια τους μυκηναίους ηγεμόνες και έφερε το τέλος της ανακτορικής ακμής. Νεότερα αρχαιολογικά στοιχεία, τα οποία δείχνουν μια ομαλή εξέλιξη των οικισμών και μετά την καταστροφή, τείνουν να ανατρέψουν αυτή την άποψη. 'Ετσι, οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν πλέον ότι η κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων ήταν αποτέλεσμα της φυσικής φθοράς της εξουσίας ή το αποτέλεσμα εσωτερικών αναταραχών.



    Η οικοδομική τέχνη της Μυκηναϊκής εποχής ακολούθησε την παλαιότερη εγχώρια παράδοση. Τα βασικότερα υλικά οικοδόμησης ήταν οι αργοί λίθοι, ο πηλός και η ξυλεία, ενώ οι πελεκημένοι λίθοι και οι εισηγμένες ύλες όπως το αλάβαστρο απαντούν σπανιότατα. Οι τοίχοι των κτηρίων είχαν πλίνθινη ανωδομή επάνω σε λίθινα θεμέλια, τα οποία προστάτευαν τους τοίχους από την υγρασία του εδάφους και τα λιμνάζοντα νερά της βροχής. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ένα στρώμα πηλού ή σπανιότερα ένα στρώμα ασβεστοκονιάματος. Επάνω σε αυτό το στρώμα ζωγραφίζονταν στα πολυτελέστερα κτήρια απλά διακοσμητικά μοτίβα ή και ολόκληρες τοιχογραφικές παραστάσεις με την τεχνική της νωπογραφίας.
    Τα δάπεδα ήταν φτιαγμένα από πηλό και περιστασιακά από μικρά βότσαλα και όστρακα που ανανεώνονταν κατά διαστήματα. Οι αυλές και οι χώροι έξω από τα σπίτια στρώνονταν συχνά με μικρές πέτρες ή ακανόνιστα τοποθετημένες λίθινες πλάκες. Τα λίθινα κατώφλια και οι μεταλλικές στρόφιγγες για την κίνηση των θυρών ήταν χαρακτηριστικά των μεγαλύτερων και σημαντικότερων κτηρίων. Οι στέγες και τα ενδιάμεσα πατώματα σε κτήρια με δεύτερο όροφο κατασκευάζονταν από ξύλα και καλάμια συνδεδεμένα με πηλό.

    Comment


      #3
      Μυκηναική Ελλάδα

      ΚΟΙΝΩΝΙΑ

      Η μετάβαση στην Ύστερη Χαλκοκρατία συνδέεται με μια ριζική αλλαγή των κοινωνικών δεδομένων. Στους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών διακρίνεται καθαρά η μετάβαση από την ισότιμη κοινωνία της Μεσοελλαδικής εποχής στην αυστηρά ιεραρχημένη υστεροελλαδική κοινωνία. Η ποικιλία και η πολυτέλεια των ταφικών κτερισμάτων αυτής της περιόδου δείχνoυν την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα στα οποία είχε αρχίσει ήδη να ξεχωρίζει μια ισχυρή ηγετική τάξη. Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι ο θεσμός της βασιλείας, η οριστική μορφή του οποίου είναι γνωστή από τα μυκηναϊκά κείμενα, είχε μάλλον διαμορφωθεί ήδη από την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Ο σχηματισμός της πολιτικής ηγεσίας φαίνεται ότι είχε και ένα ιδεολογικό υπόβαθρο· το κύρος και η ισχύς των βασιλέων απέρρεε από τη συγγένειά τους με μια παλαιότερη ηγετική κάστα, η οποία είχε στο μεταξύ ηρωοποιηθεί.
      Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ. οι μυκηναίοι ηγεμόνες υιοθέτησαν τα πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης της Μινωικής Κρήτης και της Εγγύς Ανατολής και τα εφάρμοσαν δημιουργώντας "ανακτορικά κράτη". Στην κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν ο Wanax, ο οποίος ασκούσε συγχρόνως πολιτική και θρησκευτική εξουσία. Τα κατώτερα διοικητικά καθήκοντα και οι εξουσίες μοιράζονταν σε τοπικούς άρχοντες και ελεγκτές, ενώ για την ασφάλεια του κράτους φρόντιζε ο Lawagetas, ο αρχηγός του στρατού. Το πολιτικό σύστημα ήταν απόλυτα συγκεντρωτικό και στηριζόταν στη γαιοκτησία.
      Χάρη στη γραφειοκρατική οργάνωση και στην επιτυχή οικονομική διαχείρηση οι αγροτικοί οικισμοί της Μέσης Χαλκοκρατίας μετατράπηκαν σε πόλεις-κράτη με αποτελεσματική διοίκηση και διεθνή ακτινοβολία. Μια σειρά από αρχαιολογικά κατάλοιπα, όπως η παρουσία των ισχυρών οχυρώσεων, ο μεγάλος αριθμός όπλων που βρίσκονται στους τάφους, αλλά και ένα πλήθος παραστάσεων με πολεμικά θέματα, οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η μυκηναϊκή κοινωνία είχε στρατιωτικό χαρακτήρα. Μια από τις ερμηνείες μάλιστα της αιφνίδιας οικονομικής ανόδου της ηγετικής τάξης είναι, ότι ο πλούτος της συγκεντρώθηκε από τα πολεμικά λάφυρα και τις ανταμοιβές που έλαβε με τη συμμετοχή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις άλλων χωρών.
      Το κοινωνικό αυτό πρότυπο διατηρήθηκε επί πέντε περίπου αιώνες μέχρι την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ., αμέσως μετά την οποία άρχισε η περίοδος της παρακμής. Η κατάλυση της κεντρικής εξουσίας είχε αντίκτυπο σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, ιδιαίτερα στην οικονομία και στις τέχνες. Ο πληθυσμός της ηπειρωτικής Ελλάδας υπολογίζεται ότι μειώθηκε στο ένα δέκατο περίπου του πληθυσμού του 13ου αιώνα π.Χ. και οργανώθηκε σε μικρότερες κοινότητες. Οι ενισχύσεις των αμυντικών έργων μαρτυρούν μια έντονη αίσθηση ανασφάλειας. Παράλληλα όμως ιδρύθηκαν ορισμένοι νέοι παράκτιοι οικισμοί, οι οποίοι γνώρισαν μεγάλη άνθηση χάρη στις επαφές τους με την Ανατολή.
      Μετά την οριστική καταστροφή των ακροπόλεων γύρω στο 1100 π.Χ. οι αλλαγές στα κοινωνικά δεδομένα έγιναν εμφανέστερες. Κατά τον 11ο αιώνα πολλοί οικισμοί καταστράφηκαν ή εγκαταλείφτηκαν, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτραβήχτηκε σε ορεινές αγροτικές εγκαταστάσεις, ενώ τα κέντρα της ευρύτερης επικράτειας και οι αποικίες ανεξαρτητοποιήθηκαν. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια και καλύτερες οικονομικές προοπτικές, εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στη μικρασιατική ακτή, στην Κύπρο και στην Παλαιστίνη, όπου μετέφεραν πολλά από τα στοιχεία του μυκηναϊκού πολιτισμού.
      Η αλυσίδα των καταστροφών, τα νέα ταφικά έθιμα που επικράτησαν από τον 11ο αιώνα π.Χ. και η εισαγωγή ορισμένων νέων στοιχείων του υλικού πολιτισμού, το κυριότερο από τα οποία είναι η χρήση του σιδήρου, αποδίδονται στην εισχώρηση νέων πληθυσμών από το Βορρά, οι οποίοι έχουν ταυτιστεί με τα πρώτα δωρικά φύλα που, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο δύο γενιές μετά τα Τρωικά.
      Μυκήνες. Χρυσή νεκρική προσωπίδα,
      γνωστή ως "η μάσκα του Αγαμέμνονα".
      Μυκήνες, κάτω ακρόπολη.
      Ο "Κρατήρας των πολεμιστών".

      Comment


        #4
        Μυκηναική Ελλάδα



        Στα κείμενα των ανακτορικών πινακίδων γίνεται μνεία σε μια σειρά από αξιώματα και αξιωματούχους, ώστε σήμερα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αρκετά καλά το ιεραρχικό σύστημα της μυκηναϊκής διοίκησης. Τα αξιώματα αναγνωρίζονται από την ετυμολογία των τίτλων, από διάφορες νομικές πράξεις ή από την αναφορά τυχαίων γεγονότων που έχουν σχέση με διοικητικές υποθέσεις. Ενδεικτικά στοιχεία της ιεραρχίας αποτελούν επίσης η θέση που είχαν οι αξιωματούχοι στο σύστημα της γαιοκτησίας και τα προνόμια που απολάμβαναν. Η ιεραρχική βαθμίδα και οι αρμοδιότητες των διάφορων αξιωμάτων δεν είναι βέβαια πάντοτε ξεκάθαρες.
        Στην κορυφή της μυκηναϊκής ιεραρχίας βρισκόταν ο Wanax, ο άνακτας. Ο ανώτατος αυτός μονάρχης διοικούσε το κράτος με έδρα τα ανάκτορα, καθόριζε τους νόμους και τους φόρους, κατεύθυνε τα συλλογικά έργα και όριζε τις διεθνείς συνθήκες. Όπως προκύπτει από τις πινακίδες της Πύλου, ο Wanax κατείχε τεράστιες εκτάσεις γης και επέτρεπε μόνο στον εαυτό του να αποδίδει συγκεκριμένες προσφορές στους θεούς. Η εξουσία του δεν απέρρεε από κάποιες διοικητικές διαδικασίες αλλά μάλλον από την κληρονομική διαδοχή. Όλες οι αναφορές στον άνακτα συνδυάζονται με μνείες για εορτές ή χώρους τελετών, ώστε η εξουσία του να συνδέεται πάντοτε έμμεσα με τη λατρεία.
        Η δεύτερη σημαντική μορφή στην πυραμίδα της ιεραρχίας ήταν ο Lawagetas, εκείνος δηλαδή που άγει το λαό. Αν υποτεθεί ότι στη μυκηναϊκή γλώσσα όπως και στον Όμηρο η λέξη λαός δηλώνει το στρατό, τότε ο Lawagetas ήταν ο αρχηγός του στρατού. Τα καθήκοντά του θα ήταν να επιβάλει την τάξη στο κράτος και να οδηγεί το στρατό στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι εκτάσεις γης που είχε στην κατοχή του δείχνουν επίσης ότι κατείχε τη δεύτερη θέση μετά τον άνακτα στο σύστημα γαιοκτησίας. Είχε επίσης στην υπηρεσία του διάφορους τεχνίτες. Μια διαφορετική άποψη ερμηνεύει τον Lawagetas ως ένα είδος εστεμμένου πρίγκηπα που δεν είχε στρατιωτική ή άλλη εξουσία.
        Μία ομάδα αξιωματούχων που αναφέρεται επίσης συχνά σε κείμενα γαιοκτησίας από την Πύλο και την Κνωσό είναι οι Telestas, οι τελεστές. Οι κάτοχοι του αξιώματος αυτού κατείχαν μια αρκετά υψηλή θέση στην ιεραρχία. Τρεις από τους αναφερόμενους τελεστές κατείχαν μαζί τόση γη όσο και ο άνακτας. Σχετικά με τα καθήκοντά τους έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές θεωρίες. Η μια τους θέλει θρησκευτικούς υπαλλήλους και η άλλη πρόσωπα στα οποία είχε παραχωρηθεί γη ως αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών. Στην περιοχή της Πύλου υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός τελεστών, δεκατέσσερις από τους οποίους κατοικούσαν στο θρησκευτικό κέντρο Pakijane.
        Σε κείμενα από την Πύλο και την Κνωσό αναφέρεται η στρατιωτική τάξη των ιππέων, οι equeta. Στην κλασική Αθήνα οι ιππείς ήταν μια κοινωνική τάξη με βάση το εισόδημα, αλλά η μυκηναϊκή λέξη ίσως συνδέεται περισσότερο με την ομηρική σημασία του "εταίρου", δηλαδή του βασιλικού ακόλουθου. Στην Πύλο οι ιππείς εμφανίζονται ως εκπρόσωποι της κεντρικής στρατιωτικής αρχής και όπως φαίνεται από ορισμένα κείμενα γαιοκτησίας φορούσαν ένα χαρακτηριστικό ένδυμα, επέβαιναν σε δίτροχες άμαξες και είχαν σκλάβους. Η πιο πιθανή εξήγηση των αρμοδιοτήτων τους ήταν ότι αποτελούσαν μια μικρή κάστα πολεμιστών γύρω από τον άνακτα. Η τάξη αυτή ίσως ταυτίζεται με τους πολεμιστές μιας χαρακτηριστικής κατηγορίας τάφων της Υστεροελλαδικής ΙΙΑ και ΙΙΙΑ1 περιόδου, οι οποίοι ήταν θαμμένοι με ολόκληρο τον οπλισμό τους.
        Ένας τίτλος που αναφέρεται συχνά στις πινακίδες της Πύλου, της Κνωσού και της Θήβας είναι ο qasireu, δηλαδή ο βασιλέας. Όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι στη Μυκηναϊκή εποχή ο τίτλος αυτός δεν είχε ακόμη πάρει τη σημασία με την οποία εμφανίζεται αργότερα στα ομηρικά έπη. Οι μυκηναίοι βασιλείς ήταν μάλλον τοπικοί αρχηγοί και η δικαιοδοσία τους δεν ξεπερνούσε τα όρια μιας μικρής επαρχίας ή ενός δήμου. Σε μια περίπτωση μάλιστα χαρακτηρίζεται έτσι ο επικεφαλής μιας ομάδας χαλκουργών. Κατά μια άποψη, οι βασιλείς ήταν πρόσωπα που προέρχονταν αποκλειστικά από το χώρο των εργαστηρίων και δεν είχαν καμία σχέση με τη διοίκηση.

        Μυκήνες, Tαφικός περίβολος Α, τάφος III.
        Xρυσό διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση.

        Μυκήνες. Χρυσή νεκρική προσωπίδα,
        γνωστή ως "η μάσκα του Αγαμέμνονα".

        Comment


          #5
          Μυκηναική Ελλάδα



          Η πολύπλοκη διοικητική οργάνωση των μυκηναϊκών κρατιδίων δε θα ήταν δυνατή χωρίς την ύπαρξη μιας τάξης ευγενών και υπαλλήλων που θα εφάρμοζαν τους νόμους στην περιφέρεια. Η οργάνωση της υπαλληλικής ιεραρχίας φαίνεται ότι συνδεόταν με ένα αυστηρό και πολύπλοκο σύστημα γαιοκτησίας. Εκτός από τον άνακτα πολλά πρόσωπα είχαν ειδικά δικαιώματα και προνόμια στην κατοχή της γης, την οποία λάμβαναν ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους.
          Το βασίλειο της Πύλου χωριζόταν σε δεκαέξι διοικητικές επαρχίες. Οι τοπικοί άρχοντες ονομάζονταν koretai και είχαν ως αναπληρωτές τους prokorete. Σε ανάλογα αξιώματα αναφέρονται και άλλοι ειδικοί τίτλοι όπως οι karawiporo, δηλαδή οι κλειδούχοι, και οι duma, που ήταν μάλλον επόπτες. Ένας άλλος τίτλος ήταν οι moroqa, οι κάτοχοι δηλαδή μοίρας ή κλήρου που ήταν και αυτοί ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι αλλά δε συνδέονταν άμεσα με την ανακτορική αυλή. Τον τίτλο των κλειδούχων ήταν δυνατό να κατέχουν και γυναίκες-ιέρειες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι γυναίκες κατείχαν αξιώματα της πολιτικής ιεραρχίας, ενώ παράλληλα αποτελεί μια από τις βέβαιες περιπτώσεις στη μυκηναϊκή διοίκηση που ένα πολιτικό αξίωμα συνδυάζεται με ένα θρησκευτικό.
          Στα μυκηναϊκά κείμενα αναφέρεται συχνά η λέξη damo, ο δήμος ή το χωριό, που δήλωνε τόσο το γεωγραφικό χώρο όσο και τον πληθυσμό των κοινοτήτων. Από τα συμφραζόμενα δε φαίνεται ότι η λέξη περιείχε κάποια διοικητική σημασία, σήμαινε όμως το συλλογικό σώμα του λαού καθενός από τα διοικητικά διαμερίσματα. Οι λέξεις δήμος και τελεσταί χρησιμοποιούνται και ως συνώνυμες, πράγμα που σημαίνει ότι οι μεγαλοκτηματίες εκπροσωπoύσαν μερικές φορές το λαό. Ένα από τα αξιώματα που αναφέρονται στην Πύλο ήταν ο damokoro, ένα σύνθετο επίθετο από το δήμος και το κορετήρ (korete). Οι damokoro ήταν υπάλληλοι διορισμένοι από τον άνακτα. Μια μοναδική φορά αναφέρεται η λέξη κerosija, η οποία παραπέμπει ετυμολογικά στη γερουσία της κλασικής Αθήνας. Κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, η γερουσία θα πρέπει να ήταν ένα τοπικό συμβούλιο το οποίο συνεδρίαζε υπό τον τοπάρχη.
          Στην Πύλο και την Κνωσό παραδίδεται και ο τίτλος Kamaeu, που αναφέρεται ίσως σε συγκεκριμένα πρόσωπα και όχι σε τίτλους. Τα πρόσωπα που έφεραν αυτό το όνομα ανήκαν στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και περιλάμβαναν ένα "δούλο του θεού" και έναν αρτοποιό. Οι λέξεις doero και doera των ανακτορικών κειμένων είναι οι δούλοι ή οι σκλάβοι που δούλευαν στην υπηρεσία διάφορων ιδιωτών ή του ανακτόρου.
          Τα κείμενα των πινακίδων αφορούν συνήθως τους ηγεμόνες, τους ευγενείς, τους ανώτερους αξιωματούχους ή τους δούλους τους. Ανάμεσα σε αυτά τα ακραία επίπεδα της ιεραρχίας βρισκόταν η μεγαλύτερη αριθμητικά τάξη του εργαζόμενου πληθυσμού. Η τάξη των επαγγελματιών περιλάμβανε τους ανακτορικούς τεχνίτες, τους ναυτικούς, τους οικοδόμους και μια ομάδα που ονομαζόταν "δούλοι του θεού". Ο μεγάλος αριθμός των διαφορετικών επαγγελμάτων δείχνει ένα εξελιγμένο σύστημα ειδικεύσεων και μια άριστη οργάνωση στον καταμερισμό της εργασίας.

          Δενδρά. Χάλκινη πανοπλία
          και οδοντόφρακτο κράνος.

          Μυκήνες, κάτω ακρόπολη.
          Ο "Κρατήρας των πολεμιστών".

          Comment


            #6
            Μυκηναική Ελλάδα



            Τα μυκηναϊκά έθιμα ταφής μάς είναι αρκετά γνωστά από ένα σχετικά μεγάλο αριθμό νεκροταφείων ή και μεμονωμένων τάφων που έχουν ερευνηθεί αρχαιολογικά. Τα μυκηναϊκά νεκροταφεία βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τους οικισμούς. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι γνωστά τα νεκροταφεία αλλά όχι και οι οικισμοί στους οποίους ανήκαν. Η γενική εικόνα των μυκηναϊκών νεκροταφείων δείχνει μια ομαλή εξέλιξη από τα ταφικά έθιμα της Μεσοελλαδικής εποχής.
            Για ένα μικρό διάστημα συνεχίζεται η κατασκευή κιβωτιόσχημων τάφων, του κύριου ταφικού τύπου της Μέσης Χαλκοκρατίας, αλλά σύντομα επικρατούν τρεις νέοι και εντελώς διαφορετικοί τύποι τάφων, οι λακκοειδείς, οι θολωτοί και οι θαλαμοειδείς, οι οποίοι προορίζονται για περισσότερες από μια ταφές. Ο πρωιμότερος τύπος των λακκοειδών τάφων είναι γνωστός από τους βασιλικούς περιβόλους των Μυκηνών και έχει δώσει το όνομά του στη μεταβατική περίοδο από τη Μέση στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Οι λακκοειδείς και οι θαλαμοειδείς είναι ορύγματα στο βράχο, ενώ οι θολωτοί, πιθανότατα μια μετέλιξη των θολωτών τάφων της Κρήτης, είναι ταφικά κτήρια από τα πιο αξιοθαύμαστα δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής.
            Οι Μυκηναίοι τοποθετούσαν μέσα στους τάφους πλούσια κτερίσματα, συνήθως κοσμήματα, όπλα και χρηστικά σκεύη που ήταν πάντα ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού, αλλά, όταν επερχόταν η αποσύνθεση, δε γινόταν καμία προσπάθεια διατήρησης της ενότητας του σκελετού. Τα οστά των προηγούμενων ταφών παραμερίζονταν, για να εξοικονομηθεί χώρος για τις νεότερες ταφές, και τα παλαιότερα κτερίσματα μετακινούνταν. Έτσι, άθικτη βρίσκεται συνήθως μόνο η τελευταία ταφή. Παρόλο που οι επιδράσεις της Κρήτης στο μυκηναϊκό κόσμο είναι γενικά έντονες, ωστόσο η πλούσια κτέριση δεν ήταν γνώρισμα των μινωικών ταφικών εθίμων. Αυτό δείχνει ότι οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν το έθιμο των πολυτελών κτερισμάτων μάλλον από την Αίγυπτο. Το γεγονός όμως ότι δε φρόντιζαν τη διατήρηση του σώματος ή την ενότητα του σκελετού μετά τον ενταφιασμό δείχνει ότι δεν πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή όπως οι Αιγύπτιοι.
            Χάρη κυρίως στις εικονιστικές παραστάσεις των λαρνάκων της Τανάγρας γνωρίζουμε μερικές από τις μυκηναϊκές νεκρικές τελετές. Στις παραστάσεις αυτές απεικονίζονται η πρόθεση και η εκφορά των νεκρών, τελετουργικοί χοροί και πομπές θρηνωδών. Τα ίδια ευρήματα μαρτυρούν ότι κατά τη διάρκεια των νεκρικών τελετών γίνονταν και αθλητικοί αγώνες προς τιμήν των νεκρών, αμαξοδρομίες, ακόμη και τα γνωστά από την Κρήτη ταυροκαθάψια. Η οργάνωση των αθλητικών εκδηλώσεων προς τιμήν των νεκρών συνδέει τα μυκηναϊκά ταφικά έθιμα με τις σχετικές μαρτυρίες του Ομήρου, στις οποίες περιγράφονται οι αθλητικοί αγώνες που οργάνωσε ο Αχιλλέας για το νεκρό Πάτροκλο.

            Μυκήνες. Αναπαράσταση της
            πρόσοψης του "θησαυρού του Aτρέως".

            Τανάγρα. Πήλινη λάρνακα
            με σκηνή ταυροκαθαψίω

            Comment


              #7
              Μυκηναική Ελλάδα



              Αν και οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για την τέχνη της υφαντικής ανάγονται στη Νεολιθική εποχή, τα πρώτα στοιχεία που έχουμε για την ενδυμασία στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι πολύ μεταγενέστερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μέχρι την Ύστερη Χαλκοκρατία απεικονίζονται πολύ σπάνια ανθρώπινες μορφές. Οι πρώτες ανθρώπινες ενδεδυμένες μορφές απεικονίζονται στη μυκηναϊκή τέχνη.
              Εκείνο που είναι ξεκάθαρο σχετικά με τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των Μυκηναίων είναι μια εμφανής προσήλωση στην ενδυμασία της μινωικής Κρήτης. Τα μινωικά ενδύματα και ιδιαίτερα η επίσημη γυναικεία ενδυμασία εκτόπισε σταδιακά την τοπική ελλαδική φορεσιά στο πλαίσιο μιας γενικότερης τάσης να υιοθετηθούν οι μινωικές συνήθειες. Οι ομοιότητες φαίνονται στο είδος των ρούχων αλλά και στον τρόπο της κατασκευής τους. Τα μυκηναϊκά ενδύματα είναι όμως γενικά απλούστερα και πιο συντηρητικά.
              Παράλληλα με τις μινωικές επιρροές διαπιστώνεται η επιβίωση του τοπικού ενδύματος στον αντρικό χιτώνα αλλά και ο τύπος του μακριού περιζώματος. Και οι δύο αυτοί τύποι θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν μια παλαιότερη ενδυματολογική παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τόσο οι εικονιστικές παραστάσεις όσο και τα κτερίσματα των μυκηναϊκών τάφων μάς δείχνουν ότι άντρες και γυναίκες φορούσαν εντυπωσιακά κοσμήματα από ευτελή ή πολύτιμα υλικά ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν. Mερικά κοσμήματα ήταν επίρραπτα, δηλαδή ραμμένα επάνω στα ενδύματά τους.
              Οι Μυκηναίοι έδειχναν επίσης ιδιαίτερη φροντίδα για την υγιεινή του σώματος και τον καλλωπισμό τους. Από τους καταλόγους αντικειμένων στις πινακίδες αλλά και από τα ανασκαφικά ευρήματα γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούσαν καλλυντικά και ειδικά σκεύη για το λουτρό. Στις πινακίδες γίνεται ειδική μνεία σε μια μεγάλη ποικιλία από αρωματικά έλαια, τα οποία, αφού συσκευάζονταν σε ειδικά δοχεία, εξάγονταν σε αρκετά μεγάλη κλίμακα. Τα εργαλεία καλλωπισμoύ που ήταν φιαγμένα συνήθως από χαλκό και σπανιότερα από ελεφαντόδοντο συνόδευαν μερικές φορές τους νεκρούς στον τάφο. Έτσι, ανάμεσα σε άλλα κτερίσματα βρίσκονται ξυράφια, τριχολαβίδες, καθρέπτες και χτένες.
              Μία ομάδα αρχαιολογικών ευρημάτων όπως η χρωματισμένη ασβεστολιθική μάσκα από τις Μυκήνες και ένα σύνολο από πήλινα ειδώλια μαρτυρούν ότι οι Μυκηναίες, όπως άλλωστε και οι Μινωίτισσες έβαφαν τα μάτια, τα χείλη και άλλα σημεία του προσώπου τους. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται μέχρι τώρα μόνο από ευρήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο, οδηγώντας έτσι στο συμπέρασμα ότι το βάψιμο του προσώπου δεν είχε απλό διακοσμητικό αλλά τελετουργικό χαρακτήρα.

              Μυκήνες. Η τοιχογραφία της "Μυκηναίας".

              Μυκήνες, ακρόπολη. Χτένα, κοχλιάριο,
              περόνες και βελόνα από ελεφαντόδοντο.

              Comment


                #8
                Μυκηναική Ελλάδα



                Από τις εικονιστικές παραστάσεις της Μυκηναϊκής εποχής γνωρίζουμε ότι οι Μυκηναίοι όπως και οι Μινωίτες επιδίδονταν σε αθλήματα, τα κυριότερα από τα οποία ήταν η πάλη και η πυγμαχία. Οι αθλητικοί αγώνες οργανώνονταν κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών τελετών και ίσως τελούνταν, όπως και στην Κρήτη, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, όπου θα μπορούσε να τις παρακολουθεί το κοινό. Συγκριτικά όμως με τις πλούσιες μαρτυρίες για τις αθλητικές εκδηλώσεις της Κρήτης, από την ηπειρωτική Ελλάδα διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες. Αυτές αντλούνται κυρίως από τις τοιχογραφίες, την αγγειογραφία και από τις παραστάσεις των σφραγίδων.
                Σχετικά με το μινωικό άθλημα των ταυροκαθαψίων επικρατεί αρκετή ασάφεια. Παρόλο που συναντώνται σχετικές σκηνές στη μυκηναϊκή τέχνη, δεν είμαστε ακριβώς σε θέση να γνωρίζουμε αν οι Μυκηναίοι είχαν πραγματικά υιοθετήσει αυτό το μινωικό έθιμο. Θεωρείται πιθανό ότι οι μυκηναϊκές σκηνές των ταυροκαθαψίων αποτελούν απλώς μιμήσεις των κρητικών παραστάσεων. Στην προετοιμασία του αθλήματος αυτού παραπέμπουν επίσης οι σκηνές σύλληψης ταύρων σε δίχτυ.
                Η διαδεδομένη χρήση του αλόγου και κατόπιν του άρματος από τους Μυκηναίους έφερε ένα νέο άθλημα, την αρματοδρομία. Οι αρματοδρομίες τελούνταν κατά τη διάρκεια των επίσημων κοινωνικών εκδηλώσεων, ενώ θεωρείται πιθανό ότι οργανώνονταν και κατά τη διάρκεια των ταφικών τελετών. Το ενδεχόμενο αυτό θυμίζει τις αναφορές του Ομήρου για τους αθλητικούς αγώνες που διοργανώθηκαν προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου.
                Το δίτροχο άρμα, ένα όχημα που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε μόνο οι Χετταίοι, άρχισε να χρησιμοποιείται από τους Μυκηναίους στον πόλεμο, στα αγωνίσματα αλλά και στο κυνήγι, το οποίο ήταν η προσφιλέστερη ενασχόληση των βασιλέων και των ευγενών και ίσως αποτελούσε ένα αποκλειστικό τους προνόμιο.
                Τα αθλήματα πρόσφεραν άσκηση και διασκέδαση, ενώ ταυτόχρονα ήταν μια ευκαιρία για επίδειξη των μαχητικών ικανοτήτων των στρατιωτών. Η χρήση των αρμάτων και του εξοπλισμού στις αθλητικές εκδηλώσεις τόνιζε το στρατιωτικό και ηρωικό πνεύμα της Μυκηναϊκής εποχής και ίσως σκόπευε να δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από την ισχύ της μυκηναϊκής εξουσίας.

                Τίρυνθα, Ανάκτορο. Τμήμα τοιχογραφίας
                με παράσταση ταυροκαθαψίων.

                Μυκήνες, Ταφικός Κύκλος Α.
                Ταφική στήλη με παράσταση αρματοδρομίας.

                Comment


                  #9
                  Μυκηναική Ελλάδα



                  Η ενασχόληση των κατοίκων του Αιγαίου στη μουσική μαρτυρείται ήδη από τη Νεολιθική εποχή με την παρουσία αυλών φτιαγμένων από οστά ζώων. Από την Εποχή του Χαλκού ξεχωρίζουν τα κυκλαδικά ειδώλια του αυλητή και του αρπιστή αλλά και μια σειρά από απεικονίσεις μουσικών οργάνων στη μινωική τέχνη. Από τη Μυκηναϊκή εποχή διαθέτουμε μόνο ελάχιστες απεικονίσεις μουσικών οργάνων, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από σφραγίδες. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε όλες τις αιγαιακές εικονογραφήσεις απεικονίζονται μόνο άντρες μουσικοί. Η φόρμιγξ και ο αυλός παίζονταν πάντα από όρθιους μουσικούς. Η μόνη απεικόνιση καθιστού μουσικού συναντάται στην τοιχογραφία του ιερέα μουσικού από το ανάκτορο της Πύλου, ο οποίος παίζει λύρα σε βραχώδες τοπίο.
                  Εκτός από τις εικονιστικές παραστάσεις υπάρχουν και τμήματα μουσικών οργάνων που βρέθηκαν σε μυκηναϊκούς τάφους, όπου είχαν τοποθετηθεί ως νεκρικά κτερίσματα. Βάσει των ευρημάτων αυτών μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τα μουσικά όργανα διακρίνονται ήδη σε πνευστά, κρουστά και έγχορδα. Στα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα ανήκουν οι βραχίονες μιας ελεφάντινης φόρμιγγας από το Μενίδι, στους οποίους είχε δοθεί το σχήμα κεφαλιού πάπιας και μερικά τμήματα από λύρες που βρέθηκαν σε θαλαμοειδείς τάφους των Σπάτων και των Μυκηνών. Οι λύρες κατασκευάζονταν μερικές φορές και από κέλυφος χελώνας. Τα κρουστά όργανα αντιπροσωπεύονται από τα κύμβαλα, όπως αυτά που βρέθηκαν στο ναυάγιο του Ulu Burun και θεωρούνται μυκηναϊκής προέλευσης. Προς το τέλος της Yστεροελλαδικής εποχής εμφανίζεται και η κιθάρα, όπως δείχνει ένα χάλκινο αφιερωματικό ομοίωμα από το Αμύκλαιο. Στα πνευστά όργανα ανήκουν οι αυλοί, δείγμα των οποίων αποτελεί ένας αυλός από ελεφαντόδοντο που βρέθηκε στις Μυκήνες. Ως πνευστά μουσικά όργανα χρησιμοποιούνταν και οι θαλάσσιοι τρίτωνες, οι οποίοι απεικονίζονται σε πολλές κρητομυκηναϊκές θρησκευτικές παραστάσεις. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ένα όργανο που στην Αίγυπτο ονομαζόταν menat υπήρχε και στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού. Αυτό αποτελούνταν από μεγάλες χάντρες από φαγεντιανή δεμένες σε σκοινί, οι οποίες σειόμενες ρυθμικά προκαλούσαν μουσικούς ήχους. Μια τέτοια μουσική πρακτική μαρτυρεί ίσως η απεικόνιση μιας γυναίκας σε τοιχογραφία ενός κτηρίου κοντά στο θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών που κρατάει στα χέρια της δεμένες χάντρες.
                  Η μουσική φαίνεται ότι έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στις θρησκευτικές τελετουργίες της κρητομυκηναϊκής περιόδου. Αυτό δείχνουν καθαρά οι παραστάσεις της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας, όπου απεικονίζονται μουσικοί και στις δύο της πλευρές. Η λειτουργία της μουσικής σε αυτή την περίπτωση ήταν να διαχέει μέσω των ύμνων το θρησκευτικό συναίσθημα ανάμεσα στους λατρευτές, να διώχνει τα κακά πνεύματα και να μεταβιβάζει με συγκινησιακό τρόπο τις δεήσεις για την επίκληση της θεότητας. Ίσως μουσικά διαλείμματα να γεφύρωναν και τις μεταβάσεις των τελετουργικών βαθμίδων. Οι ήχοι της μουσικής μπορούσαν να εξυπηρετήσουν και πρακτικά τις θρησκευτικές τελετές με το να επικαλύπτουν τους ήχους της θυσίας και άλλους ανεπιθύμητους θορύβους με σκοπό τη μέγιστη συγκέντρωση των λατρευτών στις ιερές τελετουργίες.
                  Δε γνωρίζουμε αν οι παραδόσεις για τη μουσική που αναφέρονται στον Όμηρο ισχύουν και για τη Μυκηναϊκή εποχή. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να διερευνηθεί πλήρως ο κοινωνικός ρόλος της μουσικής και των μουσικών, εφόσον οι σχετικές μαρτυρίες δεν αφορούν στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, αλλά εντάσσονται πάντα σε ιδιαίτερες κοινωνικές περιστάσεις. Γνωρίζουμε πάντως ότι η μουσική και το τραγούδι ήταν τρόποι έκφρασης των Μυκηναίων στις θρησκευτικές τελετές, ενώ υποθέτουμε ότι μουσική παιζόταν και σε κοινωνικές εκδηλώσεις -γάμους, ταφικές τελετές κ.ά.- και ίσως να συνόδευε αθλητικούς και ποιητικούς αγώνες.
                  Πύλος. Τοιχογραφία από το ανάκτορο
                  με παράσταση μουσικού με πεντάχορδη λύρα.

                  Comment


                    #10
                    Μυκηναική Ελλάδα

                    ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

                    Ήδη από τα τελευταία στάδια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής, από τη λεγόμενη εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, είχε παρατηρηθεί μια αιφνίδια συσσώρευση πλούτου, η οποία οφειλόταν στις επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης. Η νέα άρχουσα τάξη, οδηγούμενη προφανώς από ισχυρούς ηγεμόνες, ήταν σε θέση να καλλιεργεί επαφές και εμπορικές σχέσεις με την ανακτορική Κρήτη και τις προηγμένες χώρες της Ανατολής, από τις οποίες εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες πρώτες ύλες και η προηγμένη τεχνογνωσία για τη λειτουργία των ντόπιων εργαστηρίων. Μέσα από τις επαφές των πρώτων μυκηναίων ηγεμόνων με την Κρήτη δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα οικονομικής διαχείρισης, τα οποία μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνοδευμένα από τα τελευταία τεχνολογικά και πνευματικά επιτεύγματα της εποχής.
                    Με την ίδρυση των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 14ο αιώνα π.Χ. η οικονομία άλλαξε χαρακτήρα και έγινε αυστηρά συγκεντρωτική. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα ανάκτορα ή κατά παραγγελία των ανακτόρων σύμφωνα με το μινωικό πρότυπο. Όπως προκύπτει από τη συσσώρευση των αγροτικών προϊόντων και των πολύτιμων αγαθών και από τις γραπτές μαρτυρίες των ανακτορικών αρχείων, τα ανάκτορα λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανομής του αγροτικού πλεονάσματος αλλά και ως κέντρα του διεθνούς εμπορίου. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα απέκτησαν γρήγορα οικονομική ισχύ και διεθνή ακτινοβολία, περιορίζοντας σταδιακά τη μινωική θαλασσοκρατορία. Μια σειρά από οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες έφεραν τους Μυκηναίους ως την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο αλλά και στα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Οι τακτικές αυτές συναλλαγές διευκολύνθηκαν από την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου, μερικά από τα οποία είχαν το χαρακτήρα των αποικιών. Μερικές σπάνιες πρώτες ύλες που βρέθηκαν σε ορισμένα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα, όπως το ήλεκτρο καθώς και ορισμένες καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις υποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι είχαν σποραδικές επαφές με τη Βόρεια Ευρώπη, τη Βρετανία και τις χώρες της Βαλτικής. Την παρουσία των Μυκηναίων στις μακρινές αυτές χώρες προκάλεσε κυρίως η αναζήτηση των μετάλλων, ιδιαίτερα του χρυσού και του κασσίτερου, που δεν απαντούν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
                    Με την κατάρρευση των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. κατέρρευσε και το οικονομικό σύστημα της μυκηναϊκής Ελλάδας. Οι εμπορικές δραστηριότητες συρρικνώθηκαν και η οικονομία εισήλθε σε μια μακρά περίοδο μαρασμού. Κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, τα τοπικά εργαστήρια συνέχισαν την παραγωγή τους αλλά τα εισηγμένα πολυτελή προϊόντα έπαψαν να φτάνουν από τις ξένες αγορές και η καλλιτεχνική δημιουργία έχασε τη λάμψη των προηγούμενων αιώνων. Η οικονομική παρακμή και η εξαφάνιση της γραφής που χρησιμοποιούνταν από τα ανακτορικά κέντρα σηματοδότησαν την είσοδο της ηπειρωτικής Ελλάδας στη λεγόμενη περίοδο των "σκοτεινών αιώνων". Ένα νέο υλικό, ο σίδηρος, η χρήση του οποίου παρατηρείται από την Πρωτογεωμετρική περίοδο, έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα στις οικονομικές διαδικασίες, δίνοντας και το όνομά του στη νέα εποχή.
                    Μενίδι Αττικής.
                    Χαναανιτικός αμφορέας από το
                    θολωτό τάφο.

                    Comment


                      #11
                      Μυκηναική Ελλάδα

                      ΘΡΗΣΚΕΙΑ

                      Μετά τη Μεσοελλαδική περίοδο, από την οποία έλειπε σχεδόν ολοκληρωτικά το θρησκευτικό στοιχείο, αναδύεται στο χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδας μια εποχή, κατά την οποία η θρησκεία κυριαρχεί με την παρουσία της στο σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Τα πρώτα στοιχεία για τη μυκηναϊκή λατρεία προέρχονται από την εποχή των λακκοειδών τάφων. Οι δοξασίες αυτής της εποχής είναι φανερά επηρεασμένες από τη θρησκεία και το λατρευτικό τυπικό της Μινωικής Kρήτης. Οι θρησκευτικές ομοιότητες των δύο αυτών πολιτισμικών χώρων του Αιγαίου μαρτυρούνται μέσα από την παρουσία των ίδιων ιερών συμβόλων και παρόμοιων λατρευτικών αντικειμένων.
                      Κατά τη διάρκεια των ώριμων φάσεων της Μυκηναϊκής εποχής (Υστεροελλαδική III A-III Γ) το τυπικό της λατρείας αποκτά μια στερεότυπη μορφή. Η ανάγνωση των θρησκευτικών πράξεων αυτής της περιόδου και η ερμηνεία τους υποβοηθούνται τώρα και από ένα πλήθος εικονιστικών παραστάσεων σε τοιχογραφίες, σφραγίδες και χρυσά δαχτυλίδια. Η ερμηνεία αυτών των παραστάσεων, οι οποίες είναι συχνά κωδικοποιημένες σε μεγάλο βαθμό, συμπληρώνεται από την πλουσιότερη και σαφέστερη κρητική εικονογραφία. Οι επιδράσεις όμως της μινωικής Κρήτης αφορούν περισσότερο το τυπικό της λατρείας και λιγότερο τις βασικές θρησκευτικές αρχές. Παράλληλα με τη λατρεία της γυναικείας μινωικής θεότητας, η οποία διακρίνεται από έντονα ανατολικά στοιχεία, διαπιστώνεται, κυρίως μέσα από τις γραπτές πηγές, και η λατρεία άλλων γυναικείων και αντρικών θεοτήτων με ονόματα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Από το σύνολο των γλωσσολογικών και των αρχαιολογικών δεδομένων προκύπτει ότι κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία είχε διαμορφωθεί ήδη το πάνθεον και οι κύριες μορφές λατρείας της κλασικής Ελλάδας.
                      Τις πληροφορίες των θρησκευτικών παραστάσεων συμπληρώνουν τα αποσπασματικά αλλά σαφέστατα κείμενα από τις πινακίδες της Πύλου, της Κνωσού και της Θήβας. Τα σχετικά κείμενα αφορούν διοικητικά ζητήματα της θρησκείας, καταλόγους των προσφορών στα ιερά, την περιουσία και τα καθήκοντα του ιερατείου. Όπως και στη Μινωική Κρήτη η θρησκευτική και η πολιτική εξουσία εμφανίζονται αλληλοεξαρτώμενες, αν όχι ταυτόσημες στο ανώτατο επίπεδο της ιεραρχίας.
                      Η έλλειψη ειδικών οικοδομημάτων αφιερωμένων αποκλειστικά στη λατρεία δείχνει ότι οι ιερές τελετουργίες γίνονταν συνήθως στο ύπαιθρο ή σε ιερά κορυφής. Τα ιερά κτίσματα που μαρτυρούνται μόνο σε ελάχιστες εικονιστικές παραστάσεις είχαν τη μορφή υπαίθριου τεμένους με τρίκλιτο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Το γεγονός ότι μυκηναϊκά ιερά έχουν εντοπιστεί κάτω από ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί μια σαφή ένδειξη ότι ορισμένοι τόποι λατρείας της Μυκηναϊκής εποχής διατήρησαν την ιερή τους σημασία και σε μεταγενέστερες περιόδους.
                      Παράλληλα με την αρχιτεκτονική, την εικονογραφία και τα γραπτά κείμενα, ως πηγή πληροφοριών για τη μυκηναϊκή θρησκεία χρησιμοποιούνται και τα ομηρικά έπη, παρόλο που οι μαρτυρίες του Ομήρου προέρχονται ως ένα μεγάλο βαθμό από μεταγενέστερες περιόδους. Οι παραδόσεις του Ομήρου οι σχετικές με τις θρησκευτικές δοξασίες συνδέουν τη μυκηναϊκή λατρεία με τη θρησκεία και τα ταφικά έθιμα της κλασικής Ελλάδας και ιδιαίτερα με τη λατρεία των ηρώων.
                      Μυκήνες, Ταφικός Κύκλος Α, τάφος III.
                      Χρυσή κεφαλή ασημένιας περόνης με παράσταση γυναικείας θεότητας.

                      Comment


                        #12
                        Μυκηναική Ελλάδα

                        ΤΕΧΝΕΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

                        Κατά τις δύο πρώτες περιόδους της Εποχής του Χαλκού, και ιδιαίτερα κατά τη Μεσοελλαδική εποχή, οι τεχνίτες της ηπειρωτικής Ελλάδας περιορίζονταν στην κατασκευή των εργαλείων και των χρηστικών αντικειμένων, τα οποία απαραίτητα στις μικρές κοινότητες που ζούσαν, ενώ τα καλύτερα προϊόντα τους εξάγονταν σε γειτονικές περιοχές. Πολλά από αυτά τα αντικείμενα είχαν παράλληλα με τη χρηστική τους αξία και αρκετά υψηλή αισθητική αξία, η οποία οφειλόταν στη συνεχή βελτίωση των κατασκευαστικών συνθηκών και στη ευκολότερη πρόσβαση στις μέχρι τότε δυσεύρετες πρώτες ύλες.
                        Η εικόνα αυτή αλλάζει με την είσοδο στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Οι τεχνίτες της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αφού ήρθαν σε επαφή με το μινωικό πολιτισμό, θέλησαν να μιμηθούν τα προϊόντα της κρητικής τέχνης δημιουργώντας παράλληλα με την κατασκευή χρηστικών αντικειμένων και πραγματικά έργα τέχνης που διακρίνονταν όπως και τα μινωικά για την εκζήτηση και την πολυτέλεια. Οι τεχνίτες, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις της μυκηναϊκής άρχουσας τάξης, ίσως μαθήτευαν σε κρητικά εργαστήρια, ενώ είναι πολύ πιθανόν μινωίτες καλλιτέχνες να μετοίκησαν στα σημαντικότερα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, για να κατασκευάσουν εκεί τα έργα τους. Η σπανιότητα των πρώτων υλών έπαιζε ένα πολύ μεγάλο ρόλο στην επίδειξη του κοινωνικού κύρους, γι' αυτό και οι μυκηναίοι δυνάστες εισήγαγαν για τις ανάγκες των εργαστηρίων πολύτιμα υλικά από τις χώρες της Ανατολής και από τη Βόρεια Ευρώπη.
                        Γύρω στο 1400 π.Χ. άρχισε να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της μυκηναϊκής τέχνης. Η καλλιτεχνική δημιουργία απέκτησε ένα ιδιότυπο χαρακτήρα που έκφραζε περισσότερο τη μυκηναϊκή ιδιοσυγκρασία. Τα μινωικά στοιχεία διατηρήθηκαν σε όλες τις εκφράσεις της τέχνης, αλλά στα μυκηναϊκά έργα αντικατοπτρίζεται η ρωμαλεότητα και η αυστηρότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού και η διάθεση της αριστοκρατίας για κύρος και επιβολή, ενώ εξέλειπε σταδιακά η ελαφρότητα και η ελευθερία που χαρακτήριζαν τα μινωίζοντα έργα των πρώτων μυκηναϊκών αιώνων. Κατά την περίοδο της ακμής των μυκηναϊκών ανακτόρων οι τέχνες, ιδιαίτερα οι "καλές τέχνες" βρίσκονταν υπό την προστασία της κεντρικής εξουσίας. Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια βρίσκονταν τώρα σε ειδικούς χώρους μέσα στα ανάκτορα και οι τεχνίτες κατασκεύαζαν εκεί τα προϊόντα τους κατά παραγγελία των ηγεμόνων. Η μαζική εισροή των βασικών πρώτων υλών για την οικονομία, όπως ο χαλκός και ο κασσίτερος, αλλά και πολυτελών υλών, όπως ο χρυσός, το ελεφαντόδοντο και οι πολύτιμοι λίθοι, συνέβαλλαν σημαντικά στην ανάπτυξη των τεχνών. Παράλληλα εισήχθησαν και εντελώς νέες τέχνες, όπως η ελεφαντουργία, η σφραγιδογλυφία και ο τοιχογραφικός διάκοσμος των εσωτερικών χώρων. Η κατοχή των πολυτελών αντικειμένων αποτελούσε αρχικά αποκλειστικό προνόμιο της άρχουσας τάξης, κατόπιν όμως διαδόθηκε και σ' ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
                        Στις τελευταίες φάσεις της Μυκηναϊκής εποχής, ιδιαίτερα από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ, από αιτίες που οφείλονται μάλλον στις γενικότερες οικονομικές δυσχέρειες και τις ανακατατάξεις της εποχής, η καλλιτεχνική δημιουργία των Μυκηναίων έχασε τη λάμψη και την αυθεντικότητά της. Η τέχνη τώρα συνέχισε να ακολουθεί τις ίδιες διακοσμητικές αρχές, αλλά περιορίστηκε σε άτεχνες επαναλήψεις των καλύτερων στιγμών της μυκηναϊκής δημιουργίας. Η χρήση των πολύτιμων υλικών περιορίστηκε αρκετά, πράγμα που οδήγησε συχνά σε απομιμήσεις από πιο προσιτές ύλες. Η μελέτη της τέχνης της περιόδου μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων μάς δίνει αρκετές πληροφορίες για τις οικονομικές συνθήκες της μετανακτορικής εποχής. Οι μορφές τέχνης που συνδέονταν άμεσα με τα ανάκτορα, όπως οι τοιχογραφίες, καταργούνται, η συνολική παραγωγή όμως συνεχίζεται κάτω από ένα διαφορετικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Στην κεραμική, τη μεταλλοτεχνία και την πλαστική της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και των νησιών ενδυναμώνονται τα τοπικά στοιχεία.
                        Η τέχνη της μεταβατικής περιόδου από τη Μυκηναϊκή εποχή στην Εποχή του Σιδήρου δεν είναι αρκετά γνωστή, καθώς η Υπομυκηναϊκή περίοδος διακρίνεται περισσότερο από ριζικές αλλαγές στην κατοίκηση και στα ταφικά έθιμα και λιγότερο από αλλαγές στην τέχνη. Τα χαρακτηριστικότερα φαινόμενα της εποχής είναι μια σημαντική πτώση της ποιότητας στην κεραμική και η εμφάνιση νέων χάλκινων εξαρτημάτων ενδυμασίας. Μέσα από τις αλλαγές στο ύφος και στις μορφές της τέχνης διαφαίνεται μια πολιτιστική ενότητα, η οποία θα γίνει η κοινή συνισταμένη της τέχνης των Σκοτεινών αιώνων.

                        Μυκήνες. Χάλκινα εγχειρίδια
                        με εμπίεστη διακόσμηση.

                        Μυκήνες. Η τοιχογραφία της "Μυκηναίας".

                        Comment


                          #13
                          Μυκηναική Ελλάδα

                          ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ

                          Εκτός από την καλλιέργεια των τεχνών οι Μυκηναίοι επιδόθηκαν και στην καλλιέργεια του πνεύματος με σημαντικά επιτεύγματα, τα οποία χρησιμοποίησαν κυρίως σε τομείς της οικονομίας. Οι βασικές γνώσεις στους πνευματικούς τομείς και οι εφαρμογές τους σε καθημερινές πρακτικές αντλήθηκαν αρχικά από τα πιο προηγμένα κράτη με τα οποία οι Μυκηναίοι ήρθαν σε εμπορικές ή διπλωματικές επαφές. Από τη Μινωική Κρήτη υιοθετήθηκε η αρίθμηση και τα μετρικά συστήματα, τα οποία διευκόλυναν τον έλεγχο της παραγωγής και του εμπορίου.
                          Το σημαντικότερο από τα μυκηναϊκά επιτεύγματα ήταν όμως η επινόηση μιας νέας συλλαβικής γραφής, που ονομάζεται Γραμμική γραφή Β. Η αποκρυπτογράφηση αυτής της γραφής κατέστησε σαφές ότι η επίσημη γλώσσα των μυκηναϊκών ανακτόρων ήταν η ελληνική, ένα γεγονός που μετέθεσε οριστικά τη Μυκηναϊκή εποχή από την Προϊστορία στο στάδιο της Πρωτοϊστορίας.
                          Τα μυκηναϊκά κείμενα έχουν καθαρά αρχειοθετικό χαρακτήρα, αφού περιέχουν μόνο καταχωρίσεις που ήταν αναγκαίες για τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης. Έτσι, δε γνωρίζουμε αν οι Μυκηναίοι είχαν γράψει και κείμενα με διαφορετικό περιεχόμενο, όπως επιστολές, θρησκευτικά κείμενα ή φιλολογικά έργα. Ορισμένες παρατηρήσεις όμως στη γλώσσα και στο περιεχόμενο των ομηρικών επών υποδεικνύουν ότι αυτά πιθανόν να στηρίχτηκαν σε παλαιότερα ιστορικά ποιήματα της Μυκηναϊκής εποχής, τα οποία είχαν διασωθεί μέσω της προφορικής παράδοσης.
                          Με βάση αυτό το σκεπτικό, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο πνευματικός θησαυρός του μυκηναϊκού κόσμου δεν περιορίζεται μόνο στις οικονομικής φύσεως πρακτικές και στο περιεχόμενο των αρχειακών κειμένων αλλά επεκτείνεται και στον πλούτο της ιστορικής και λογοτεχνικής παράδοσης που διασώθηκε στην αρχαία ελληνική ποίηση και στους μύθους.

                          Comment

                          Working...
                          X