Announcement

Collapse
No announcement yet.

ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ !!!

Collapse
X
 
  • Filter
  • Time
  • Show
Clear All
new posts

    ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ !!!

    Εδώ θά δημοσιεύονται ποιήματα καί στίχοι πού έγραψαν διάφοροι ποιητές αφιερωμένα στό ΕΛΛΗΝΙΚΟ πνεύμα ....

    #2
    ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 1''



    ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ

    - ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ -

    (Ολόκληρο το κείμενο)

    ( Από 1 έως 158 )

    του Διονυσίου Σολωμού



    1


    Σε γνωρίζω από την κόψη
    του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη
    που με βία μετράει τη γη.

    2


    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
    των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
    χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

    3


    Εκεί μέσα εκατοικούσες
    πικραμένη, εντροπαλή,
    κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
    «έλα πάλι», να σου πεί.

    4


    'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
    κι ήταν όλα σιωπηλά,
    γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
    και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

    5


    Δυστυχής! Παρηγορία
    μόνη σού έμενε να λές
    περασμένα μεγαλεία
    και διηγώντας τα να κλαις.

    6


    Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
    φιλελεύθερη λαλιά,
    ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
    από την απελπισιά,

    7


    Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
    το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
    Και αποκρίνοντο από πάνω
    κλάψες, άλυσες, φωνές.

    8


    Τότε εσήκωνες το βλέμμα
    μες στα κλάιματα θολό,
    και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
    πλήθος αίμα ελληνικό.

    9


    Με τα ρούχα αιματωμένα
    ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
    να γυρεύεις εις τα ξένα
    άλλα χέρια δυνατά.

    10


    Μοναχή το δρόμο επήρες,
    εξανάλθες μοναχή·
    δεν είν' εύκολες οι θύρες
    εάν η χρεία τες κουρταλεί.

    11


    'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
    αλλ' ανάσαση καμμιά·
    άλλος σου έταξε βοήθεια
    και σε γέλασε φρικτά.

    12


    ΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
    οπού εχαίροντο πολύ,
    «σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου,
    σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

    13


    Φεύγει οπίσω το ποδάρι
    και ολογλήγορο πατεί
    ή την πέτρα ή το χορτάρι
    που τη δόξα σού ενθυμεί.

    14


    Ταπεινότατη σου γέρνει
    η τρισάθλια κεφαλή,
    σαν πτωχού που θυροδέρνει
    κι είναι βάρος του η ζωή.

    15


    Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
    κάθε τέκνο σου με ορμή,
    πού ακατάπαυστα γυρεύει
    ή τη νίκη ή τη θανή.

    16


    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
    των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
    χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

    17


    Μόλις είδε την ορμή σου
    ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
    εις τη γη τη μητρική σου
    έτρεφ' άνθια και καρπούς,

    18


    εγαλήνεψε· και εχύθει
    καταχθόνια μια βοή,
    και του Ρήγα σού απεκρίθη
    πολεμόκραχτη η φωνή.

    19


    ΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
    χαιρετώντας σε θερμά,
    και τα στόματα εφωνάξαν
    όσα αισθάνετο η καρδιά.

    20


    Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
    του Ιονίου και τα νησιά,
    κι εσηκώσανε τα χέρια
    για να δείξουνε χαρά,

    21


    μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο
    το καθένα τεχνικά,
    και εις το μέτωπο γραμμένο
    έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».

    22


    Γκαρδιακά χαροποιήθει
    και του Βάσιγκτον η γη,
    και τα σίδερα ενθυμήθει
    που την έδεναν κι αυτή.

    23


    Απ' τον πύργο του φωνάζει,
    σα να λέει σε χαιρετώ,
    και τη χήτη του τινάζει
    το λιοντάρι το Ισπανό.

    24


    Ελαφιάσθη της Αγγλίας
    το θηρίο, και σέρνει ευθύς
    κατά τ' άκρα της Ρουσίας
    τα μουγκρίσματα τσ' οργής.

    25


    Εις το κίνημα του δείχνει,
    πως τα μέλη ειν' δυνατά·
    και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
    μια σπιθόβολη ματιά.

    26


    Σε ξανοίγει από τα νέφη
    και το μάτι του Αετού,
    που φτερά και νύχια θρέφει
    με τα σπλάχνα του Ιταλού·

    27


    και σ' εσέ καταγυρμένος,
    γιατί πάντα σε μισεί,
    έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος,
    να σε βλάψει, αν ημπορεί.

    28


    ΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
    πάρεξ που θα πρωτοπάς·
    δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
    στες βρισιές οπού αγρικάς·

    29


    σαν το βράχο οπού αφήνει
    κάθε ακάθαρτο νερό
    εις τα πόδια του να χύνει
    ευκολόσβηστον αφρό·

    30


    οπού αφήνει ανεμοζάλη
    και χαλάζι και βροχή
    να του δέρνουν τη μεγάλη,
    την αιώνιαν κορυφή.

    31


    Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
    οποιανού θέλει βρεθεί
    στο μαχαίρι σου αποκάτου
    και σ' εκείνο αντισταθεί.

    32


    Το θηρίο π' ανανογιέται
    πως του λείπουν τα μικρά,
    περιορίζεται, πετιέται,
    αίμα ανθρώπινο διψά·

    33


    τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
    τα λαγκάδια, τα βουνά,
    κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
    φρίκη, θάνατος, ερμιά·

    34


    Ερμιά, θάνατος και φρίκη
    όπου επέρασες κι εσύ·
    ξίφος έξω από τη θήκη
    πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

    35


    Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
    της αθλίας Τριπολιτσάς·
    τώρα τρόμου αστροπελέκι
    να της ρίψεις πιθυμάς.

    36


    Μεγαλόψυχο το μάτι
    δείχνει πάντα οπώς νικεί,
    κι ας ειν' άρματα γεμάτη
    και πολέμιαν χλαλοή.

    37


    Σου προβαίνουνε και τρίζουν
    για να ιδείς πως ειν' πολλά·
    δεν ακούς που φοβερίζουν
    άνδρες μύριοι και παιδιά;

    38


    Λίγα μάτια, λίγα στόματα
    θα σας μείνουνε ανοιχτά.
    για να κλαύσετε τα σώματα
    που θε νά 'βρει η συμφορά!

    39


    Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
    του πολέμου αναλαμπή·
    το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
    λάμπει, κόφτει το σπαθί.

    40


    Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;
    Λίγα τα αίματα γιατί;
    Τον εχθρό θωρώ να φύγει
    και στο κάστρο ν' ανεβεί.

    41


    Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι,
    οπού φεύγοντας δειλιούν·
    τα λαβώματα στην πλάτη
    δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

    42


    Εκεί μέσα ακαρτερείτε
    την αφεύγατη φθορά·
    να, σας φθάνει· αποκριθείτε
    στης νυκτός τη σκοτεινιά!

    43


    Αποκρίνονται και η μάχη
    έτσι αρχίζει, οπού μακριά
    από ράχη εκεί σε ράχη
    αντιβούιζε φοβερά.

    44


    Ακούω κούφια τα τουφέκια,
    ακούω σμίξιμο σπαθιών,
    ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
    ακούω τρίξιμο δοντιών.

    45


    Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
    που την τρέμει ο λογισμός!
    ΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει
    πάρεξ θάνατου πικρός.

    46


    Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
    οι κραυγές, η ταραχή,
    ο σκληρόψυχος ο τρόπος
    του πολέμου, και οι καπνοί,

    47


    και οι βροντές και το σκοτάδι
    οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
    επαράσταιναν τον ΄Αδη
    που ακαρτέρειε τα σκυλιά·

    48


    Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι
    αναρίθμητοι, γυμνοί,
    κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
    βρέφη ακόμη εις το βυζί.

    49


    'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,
    μαύρη η εντάφια συντροφιά,
    σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
    τα κρεβάτια τα στερνά.

    50


    Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
    επετιούντο από τη γη,
    όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι
    από τούρκικην οργή.

    51


    Τόσα πέφτουνε τα θερι-
    σμένα αστάχια εις τους αγρούς·
    σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
    εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

    52


    Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
    και αναδεύοντο μαζί,
    ανεβαίνοντας το κάστρο
    με νεκρώσιμη σιωπή.

    53


    'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,
    μες στο δάσος το πυκνό,
    όταν στέλνει μίαν αχνάδα
    μισοφέγγαρο χλωμό,

    54


    εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
    τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
    σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
    οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

    55


    Με τα μάτια τους γυρεύουν
    όπου είν' αίματα πηχτά,
    και μες στα αίματα χορεύουν
    με βρυχίσματα βραχνά·

    56


    και χορεύοντας μανίζουν
    εις τους ΄Ελληνες κοντά,
    και τα στήθια τους εγγίζουν
    με τα χέρια τα ψυχρά.

    57


    Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
    βαθειά μες στα σωθικά,
    όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
    και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

    58


    Τότε αυξαίνει του πολέμου
    ο χορός τρομακτικά,
    σαν το σκόρπισμα του ανέμου
    στου πελάου τη μοναξιά.

    59


    Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·
    κάθε κτύπημα που εβγεί
    είναι κτύπημα θανάτου
    χώρις να δευτερωθεί.

    60


    Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·
    λες κι εκείθενε η ψυχή
    απ' το μίσος που την καίει
    πολεμάει να πεταχθεί.

    61


    Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
    μες στα στήθια τους αργά,
    και τα χέρια όπου χουμάνε
    περισσότερο ειν' γοργά.

    62


    Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
    ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
    γι' αυτούς όλους το παν είναι
    μαζωμένο αντάμα εκεί.

    63


    Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
    που στοχάζεσαι μη πως
    από μία μεριά και απ' άλλη
    δεν είνει ένας ζωντανός.

    64


    Κοίτα χέρια απελπισμένα
    πώς θερίζουνε ζωές!
    Χάμου πέφτουνε κομμένα
    χέρια, πόδια, κεφαλές,

    65


    και παλάσκες και σπαθία
    με ολοσκόρπιστα μυαλά,
    και με ολόσχιστα κρανία,
    σωθικά λαχταριστά.

    66


    Προσοχή καμία δεν κάνει
    κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
    πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
    φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;

    67


    Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,
    πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
    Δεν αισθάνονται τον κόπο
    και λες κι είναι εις την αρχή.

    68


    Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
    και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
    και των Χριστιανών τα χείλη
    «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».

    69


    Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,
    πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
    και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
    πάντα σκούζοντας «Αλλά».

    70


    Παντού φόβος και τρομάρα
    και φωνές και στεναγμοί·
    παντού κλάψα, παντού αντάρα,
    και παντού ξεψυχισμοί.

    71


    Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
    εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
    'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι
    εις την τέταρτην αυγή.

    72


    Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
    και κυλάει στη λαγκαδιά,
    και το αθώο χόρτο πίνει
    αίμα αντίς για τη δροσιά.

    73


    Της αυγής δροσάτο αέρι,
    δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
    στων ψευδόπιστων το αστέρι·
    φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!

    74


    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
    των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
    χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

    75


    Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·
    δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
    εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
    εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.

    76


    Εις τον ήσυχον αιθέρα
    τώρα αθώα δεν αντηχεί
    τα λαλήματα η φλογέρα,
    τα βελάσματα το αρνί.

    77


    Τρέχουν άρματα χιλιάδες
    σαν το κύμα εις το γιαλό,
    αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
    δεν ψηφούν τον αριθμό.

    78


    Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
    και ξανάλθετε σε μας·
    τα παιδιά σας θελ' ιδείτε
    πόσο μοιάζουνε με σας.

    79


    'Ολοι εκείνοι τα φοβούνται
    και με πάτημα τυφλό
    εις την Κόρινθο αποκλειούνται
    κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

    80


    Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
    πείνα και θανατικό,
    που με σχήμα ενός σκελέθρου
    περπατούν αντάμα οι δυο·

    81


    και πεσμένα εις τα χορτάρια
    απεθαίνανε παντού
    τα θλιμμένα απομεινάρια
    της φυγής και του χαμού.

    82


    Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
    που ότι θέλεις ημπορείς.
    εις τον κάμπο, Ελευθερία,
    ματωμένη περπατείς.

    83


    Στη σκια χεροπιασμένες,
    στη σκια βλέπω κι εγώ
    κρινοδάχτυλες παρθένες
    οπού κάνουνε χορό.

    84


    Στο χορό γλυκογυρίζουν
    ωραία μάτια ερωτικά,
    και εις την αύρα κυματίζουν
    μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

    85


    Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
    πως ο κόρφος καθεμιάς
    γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
    γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

    86


    Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
    το ποτήρι δεν βαστώ·
    φιλελεύθερα τραγούδια
    σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

    87


    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
    των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
    χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

    88


    Πήγες εις το Μεσολόγγι
    την ημέρα του Χριστού,
    μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
    για το τέκνο του Θεού.

    89


    Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
    η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
    και το δάκτυλο κινώντας
    οπού ανεί τον ουρανό,

    90


    «σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα
    στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
    Και φιλώντας σου το στόμα
    μπαίνει μες στην εκκλησιά.

    91


    Εις την τράπεζα σιμώνει,
    και το σύγνεφο το αχνό
    γύρω γύρω της πυκνώνει
    που σκορπάει το θυμιατό.

    92


    Αγρικάει την ψαλμωδία
    οπού εδίδαξεν αυτή·
    βλέπει τη φωταγωγία
    στους Αγίους εμπρός χυτή.

    93


    Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
    με πολλή ποδοβολή,
    κι άρματ', άρματα ταράζουν;
    Επετάχτηκες εσύ!

    94


    Α, το φως που σε στολίζει,
    σαν ηλίου φεγγοβολή,
    και μακρίθεν σπινθηρίζει,
    δεν είναι, όχι, από τη γη.

    95


    Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
    χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
    φως το χέρι, φως το πόδι,
    κι όλα γύρω σου είναι φως.

    96


    Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
    τρία πατήματα πατάς,
    σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
    κι εις το τέταρτο κτυπάς.

    97


    Με φωνή που καταπείθει
    προχωρώντας ομιλείς:
    «Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
    ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

    98


    Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:
    "Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
    πέστε, που θ' αποκρυφθείτε
    εσείς όλοι, αν οργισθώ;

    99


    Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
    που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
    κείνη η κάτω οπού σας έχω,
    σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

    100


    Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
    τόπους άμετρα υψηλούς,
    χώρες, όρη από τη ρίζα,
    ζώα και δέντρα και θνητούς.

    101


    Και το παν το κατακαίει,
    και δεν σώζεται πνοή,
    πάρεξ του άνεμου που πνέει
    μες στη στάχτη τη λεπτή"».

    102


    Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
    Του θυμού Του εισ' αδελφή;
    Ποιος είν' άξιος να νικήσει
    ή με σε να μετρηθεί;

    103


    Η γη αισθάνεται την τόση
    του χεριού σου ανδραγαθιά,
    που όλην θέλει θανατώσει
    τη μισόχριστη σπορά.

    104


    Την αισθάνονται και αφρίζουν
    τα νερά, και τ' αγρικώ
    δυνατά να μουρμουρίζουν
    σαν ρυάζετο θηριό.

    105


    Κακορίζικοι, πού πάτε
    του Αχελώου μες στη ροή
    και πιδέξια πολεμάτε
    από την καταδρομή

    106


    να αποφύγετε; Το κύμα
    έγινε όλο φουσκωτό·
    εκεί ευρήκατε το μνήμα
    πριν να ευρείτε αφανισμό.

    107


    Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
    κάθε λάρυγγας εχθρού,
    και το ρεύμα γαργαρίζει
    τες βλασφήμιες του θυμού.

    108


    Σφαλερά τετραποδίζουν
    πλήθος άλογα, και ορθά
    τρομασμένα χλιμιντρίζουν
    και πατούν εις τα κορμιά.

    109


    Ποίος στο σύντροφον απλώνει
    χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
    ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
    όσο που να νεκρωθεί.

    110


    Κεφαλές απελπισμένες,
    με τα μάτια πεταχτά,
    κατά τ' άστρα σηκωμένες
    για την ύστερη φορά.

    111


    Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη
    του Αχελώου νεροσυρμή-
    το χλιμίντρισμα και οι κρότοι
    και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

    112


    Έτσι ν' άκουα να βουίξει
    τον βαθύν Ωκεανό,
    και στο κύμα του να πνίξει
    κάθε σπέρμα αγαρηνό!

    113


    Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία
    μες στους λόφους τους επτά,
    όλα τ' άψυχα κορμία,
    βραχοσύντριφτα, γυμνά,

    114


    σωριασμένα να τα σπρώξει
    η κατάρα του Θεού,
    κι απ' εκεί να τα μαζώξει
    ο αδελφός του Φεγγαριού.

    115


    Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,
    κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
    μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει
    μεταξύ τους και ας μετρά.

    116


    Ένα λείψανο ανεβαίνει
    τεντωτό, πιστομητό,
    κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
    και δεν φαίνεται, και πλιο

    117


    και χειρότερα αγριεύει
    και φουσκώνει ο ποταμός·
    πάντα, πάντα περισσεύει·
    πολύ φλοίσβισμα και αφρός.

    118


    Α, γιατί δεν έχω τώρα
    τη φωνή του Μωυσή;
    Μεγαλόφωνα την ώρα
    οπού εσβιούντο οι μισητοί,

    119


    το Θεόν ευχαριστούσε
    στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
    και τα λόγια ηχολογούσε
    αναρίθμητος λαός.

    120


    Ακλουθάει την αρμονία
    η αδελφή του Ααρών,
    η προφήτισσα Μαρία,
    μ' ένα τύμπανο τερπνόν

    121


    και πηδούν όλες οι κόρες
    με τσ' αγκάλες ανοικτές,
    τραγουδώντας, ανθοφόρες,
    με τα τύμπανα κι εκειές.

    122


    Σε γνωρίζω από την κόψη
    του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη
    που με βία μετράει τη γη.

    123


    Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
    δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·
    όμως, όχι, δεν είν' ξένο
    και το πέλαγο για σε.

    124


    Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
    κύματ' άπειρα εις τη γη,
    με τα οποία την περιζώνει,
    κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

    125


    Με βρυχίσματα σαλεύει
    που τρομάζει η ακοή·
    κάθε ξύλο κινδυνεύει
    και λιμνιώνα αναζητεί.

    126


    Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
    και το λάμψιμο του ηλιού,
    και τα χρώματα αναδίνει
    του γλαυκότατου ουρανού.

    127


    Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
    στην ξηράν εσύ ποτέ·
    όμως όχι δεν είν' ξένο
    και το πέλαγο για σέ.

    128


    Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
    και σαν λόγγος στριμωχτά
    τα τρεχούμενα κατάρτια,
    τα ολοφούσκωτα πανιά.

    129


    Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
    και αγκαλά δεν είν' πολλές,
    πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
    άλλα παίρνεις, άλλα καις.

    130


    Μ' επιθυμία να τηράζεις
    δύο μεγάλα σε θωρώ,
    και θανάσιμον τινάζεις
    εναντίον τους κεραυνό.

    131


    Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
    και σηκώνει μια βροντή,
    και το πέλαο χρωματίζει
    με αιματόχροη βαφή.

    132


    Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
    και δεν μνέσκει ένα κορμί·
    χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
    που σε πέταξαν εκεί.

    133


    Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
    με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
    και τους έτρεμαν τα χείλη
    δίνοντάς τα εις το φιλί.

    134


    Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε
    τώρα πλέον δεν τες πατεί,
    και το χέρι οπού εφιλήστε
    πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.

    135


    'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος
    ο αρχηγός της Εκκλησιάς·
    κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος
    ωσάν να 'τανε φονιάς!

    136


    'Εχει ολάνοικτο το στόμα
    π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
    τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα·
    λες πως θε να ξαναβγεί

    137


    η κατάρα που είχε αφήσει,
    λίγο πριν να αδικηθεί,
    εις οποίον δεν πολεμήσει
    και ημπορεί να πολεμεί.

    138


    Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
    εις το πέλαγο, εις τη γη,
    και μουγκρίζοντας ανάβει
    την αιώνιαν αστραπή.

    139


    Η καρδιά συχνοσπαράζει.
    Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
    να σωπάσω με προστάζει
    με το δάκτυλο η θεά.

    140


    Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
    τρεις φορές μ' ανησυχιά·
    προσηλώνεται κατόπι
    στην Ελλάδα, και αρχινά:

    141


    «Παλληκάρια μου, οι πολέμοι
    για σας όλοι είναι χαρά,
    και το γόνα σας δεν τρέμει
    στους κινδύνους εμπροστά.

    142


    Απ' εσάς απομακραίνει
    κάθε δύναμη εχθρική,
    αλλά ανίκητη μια μένει
    που τες δάφνες σας μαδεί.

    143


    Μία, που όταν ωσάν λύκοι
    ξαναρχόστενε ζεστοί,
    κουρασμένοι από τη νίκη,
    αχ, το νου σάς τυραννεί.

    144


    Η Διχόνοια που βαστάει
    ένα σκήπτρο η δολερή
    καθενός χαμογελάει,
    "πάρ' το", λέγοντας, "και συ".

    145


    Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
    έχει αλήθεια ωραία θωριά·
    μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
    εισέ δάκρυα θλιβερά.

    146


    Από στόμα οπού φθονάει,
    παλληκάρια, ας μην πωθεί,
    πως το χέρι σας κτυπάει
    του αδελφού την κεφαλή.

    147


    Μην ειπούν στο στοχασμό τους
    τα ξένη έθνη αληθινά:
    "Εάν μισούνται ανάμεσό τους
    δεν τους πρέπει ελευθεριά".

    148


    Τέτοια αφήστενε φροντίδα·
    όλο το αίμα οπού χυθεί
    για θρησκεία και για πατρίδα
    όμοιαν έχει την τιμή.

    149


    Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
    για πατρίδα, για θρησκειά,
    σας ορκίζω, αγκαλισθείτε
    σαν αδέλφια γκαρδιακά.

    150


    Πόσο λείπει, στοχασθείτε,
    πόσο ακόμη να παρθεί·
    πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
    πάντα εσάς θ' ακολουθεί.

    151


    Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,
    καταστήστε ένα Σταυρό
    και φωνάξετε με μία:
    "Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!

    152


    Το σημείον που προσκυνάτε
    είναι τούτο, και γι' αυτό
    ματωμένους μας κοιτάτε
    στον αγώνα το σκληρό.

    153


    Ακατάπαυστα το βρίζουν
    τα σκυλιά και το πατούν
    και τα τέκνα του αφανίζουν,
    και την πίστη αναγελούν.

    154


    Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
    αίμα αθώο χριστιανικό,
    που φωνάζει από τα βάθη
    της νυκτός: Να εκδικηθώ.

    155


    Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
    του Θεού, τέτοια φωνή;
    Τώρα επέρασαν αιώνες
    και δεν έπαυσε στιγμή.

    156


    Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος
    σαν του Άβελ καταβοά·
    δεν ειν' φύσημα του αέρος
    που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

    157


    Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε
    να αποκτήσομεν εμείς
    λευθεριάν, ή θα την λύστε
    εξ αιτίας πολιτικής;

    158


    Τούτο ανίσως μελετάτε
    ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
    Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
    και κτυπήσετε κι εδώ!"».



    Comment


      #3
      ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 2''

      ΕΒΡΟΣ !!

      του Αθάνα Γεωργίου.


      Κύλα τ' αργά σου τα νερά

      και πότιζε μας τα σπαρτά.

      ποτάμι αγαπημένο.

      Στην όχτη σου με τις ιτιές,

      κάτω από δάφνες και μυρτιές.

      την ώρα περιμένω.

      Να ξεχειλίσουμε μαζί:

      Εσύ τον κάμπο τον πλατύ

      κι' εγώ στην Θράκη όλη!

      Με δίψα η γη της θα σε πιή,

      μα εγώ θα πλύνω την ντροπή,

      και θα βρεθώ στην Πόλη!

      Comment


        #4
        ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 3 ''

        Ο ΣΑΛΠΙΓΧΤΗΣ

        του Aθάνα Γεωργίου.

        Στερνός απ' όλους δούπησε κι ο σαλπιγχτής στο χώμα.

        Της σάλπιγγά του ο αντίλαλος δεν είχε σβήσει ακόμα.

        Της Μικρασίας ξετρέχοντας τα πλάτη πέρα ως πέρα

        πότε αντηχούσε σα λυγμός και πότε σα φοβέρα.



        ¨Αθαφτος λυώνει ο σαλπιγχτής μεσ' στις βροχές. Παρέκει

        η σκουριασμένη σάλπιγγα πιστά του παραστέκει.

        Με του χιονιού το σάβανο τους σκέπασε ο χειμώνας

        κι ήταν βαρύς σαν κόλαση, μεγάλος σαν αιώνας.



        Μα τι κι αν ήρθε η άνοιξη; Μέσα στο νέο χορτάρι

        δε φαίνεται ούτε σάλπιγγα, ούτε σκεβρό κουφάρι.

        Μόνο από νύχτα σε νυχτιά βγαίνει το φάντασμά του

        και ψάχνει στα χαμόκλαδα να βρει τη σάλπιγγα του...



        Μην αποκάμεις, Σαλπιγχτή, και μη λιγοπιστήσεις!

        Χιλιάδες νύχτες θα διαβούν, νύχτες σιγής και φρίκης.

        Μα θάρθει, θάρθει ένα πρωί που εσύ θα τους χτυπήσεις

        με την παλιά σου σάλπιγγα τους νέους σκοπούς της

        Νίκης!

        Comment


          #5
          ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 4 ''

          ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

          του Αθάνα Γ.

          Πρώτος και κορφινός εσύ έχεις μείνει

          κείθε απ' τη στοιχιωμένη ποταμιά.

          Μα ουδέ του τάφου βρίσκεις γαλήνη

          στου Σαγγαρίου την άξενη ερημιά!



          Σηκώσου από τα χώματα ένα βράδυ

          σε προσκλητήριο κράξε τους νεκρούς

          κι οδήγα το μακάβριο τους κοπάδι

          στων πατρικών μνημάτων τους σταυρούς.



          Μη σας πλανούν, γενναίε συνταγματάρχη

          τα οράματα της ύστατης πνοής.

          Τίποτα στην Ασία πια δεν υπάρχει

          να το φρουρήτε κι απ' τον τάφο εσείς.



          - Οι τάφοι μας βαθύτεροι έχουν γίνει

          κι' από μια νίκη κι από μιά φυγή

          Κάποιος σπόρος βαθειά θ' απομείνει

          κάτι θ' ανθίσει απ' τη φτωχή τους γη...



          Μα κι' αν δεν είναι η δάφνη, που θα στέψει

          εκδικητών εγγόνων κεφαλές,

          ας είν' η εληά, που αιώνια πιά θα θρέψει

          του Αιγαίου αδερφωμένες τις φυλές!

          Comment


            #6
            ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 5 ''
            ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε'
            ''

            ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Α.

            Αναστηλώνεται ο Μωρηάς . . . Η Ρούμελη μουγκρίζει . . .

            Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει . . .

            Παντού παράπονο βαθύ κι αλαλαγμοί και θρήνοι . . .

            Διαβαίνει μαύρ' η άνοιξη . . . Τα ρόδα μας, οι κρίνοι

            Λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκιασμένα

            Αφίνουν έρμη τη φωλειά και φεύγουνε στα ξένα . . .

            Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει

            του Γένους το ξημέρωμα . . . Πάσα ματιά του σφάζει . . .

            Διωγμέν' από τον Κάλαμο, με την ψυχή' ς το στόμα

            Χιλιάδες γυναικόπαιδα, δε βρίσκουν φούχτα χώμα

            Να μείνουν ακυνήγητα . . . κι ο Χάρος δεκατίζει . . .

            Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει . . .

            Φλόγα παντού και σίδερο . . . Δε θ' απομείνει λόθρα.

            Στην Κιάφα νεκρανάσταση . . .'ς του Πέτα καταβόθρα . . .

            Πέτρα δε μένει ασάλευτη . . . κλαρί χωρίς κρεμάλα . . .

            Ερμιά και ξεθεμελίωμα 'ς την Τρίπολη 'ς του Λάλα . . .

            Κι όταν το χέρι εχόρταινε κ' έπεφτε στομωμένο

            Να ξανασάνη το σπαθί 'ς τη θήκη ξαπλωμένο

            Εφώναζε ο αντίλαλος . . . "Χτυπάτε πολεμάρχοι !

            Απ' άκρη 'ς άκρη ο χαλασμός . . . Κρεμούν τον Πατριάρχη."

            Comment


              #7
              ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 6 ''

              Η ΕΛΙΑ

              του Λορέντζου Μαβίλη

              (1860 - 1912)



              Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,

              γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη

              πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει

              σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.



              Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι

              της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει

              στο κλαρί σου ερωτάρικο κυνήγι,

              στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.



              Ώ πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,

              με τη μαγευτική βοή που κάνουν,

              ολοζώντανης νιότης ομορφάδες



              που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν '

              ώ να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν

              και άλλες ψυχές της ψυχής σου αδερφάδες.

              Comment


                #8
                ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 7 ''

                ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

                του Οδυσσέα Ελύτη


                ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ και μυρσίνη σύ δοξαστική

                μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου !



                Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά

                και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαύκου το γειτόνεμα !



                Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά

                στον αιθέρα στέκει να και στη θάλασσα μόνη της !



                Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός και δικού της μήτε αγάπη μιά

                μόνο πένθος άχ παντού και το φως ανελέητο !



                Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω άπ' τον Καιρό

                τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ' αίματα !



                Μα' χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί

                και στον έναν ο άλλος μπαίνουν εναντίον οι άνεμοι !



                Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη σύ δοξαστική

                μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου !

                Comment


                  #9
                  ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 8 ''

                  Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ 1922
                  τού Αθάνα Γ.




                  Απάνω από της Θράκης τις πεδιάδες

                  Κι απάνω από της Ασίας τα βουνά,

                  Απ' των νικών τις ένδοξες κοιλάδες

                  Κι απ' της φυγής τα δάση τα γυμνά.



                  Απ' τις πυρπολημένες πολιτείες

                  Απ' τις βεβηλωμένες εκκλησίες

                  Κι απ' των νεκρών τις κατοικίες,

                  Που απόμειναν χωρίς σταυροδεσιές.



                  Απάνω απ' όλ', απ' όλα τέτοιες ώρες

                  Διαβαίνουν του χειμώνα οι στεναγμοί,

                  Οι συγνεφιές, τ' αστροπελέκια, οι μπόρες,

                  Οι χιονοθύελλες, του βοριά οι θυμοί.



                  Διαβαίνουν τέτοιες ώρες... και μαζί τους

                  Η θλιβερή μου σέρνεται ψυχή

                  Στενάζει με τη βάρηχη βροντή τους

                  Και κλαίει με τη θολή τους τη βροχή.

                  Comment


                    #10
                    ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 9 ''
                    ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
                    - 1903 -

                    του Καβάφη Κ.



                    Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των

                    ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.

                    Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·

                    δίκαιοι κ' ίσιοι σ' όλες των τές πράξεις,

                    αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·

                    γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν

                    είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,

                    πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·

                    πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,

                    πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.



                    Και περισσότερη τιμή τους πρέπει

                    όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)

                    πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,

                    κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

                    Comment


                      #11
                      ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 10 ''

                      Ιθάκη

                      (1911)

                      του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη




                      Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
                      να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
                      γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
                      Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
                      τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
                      τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
                      αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
                      συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
                      Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
                      τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
                      αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
                      αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

                      Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
                      Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
                      που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
                      θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
                      να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
                      και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
                      σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
                      και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
                      όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
                      σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
                      να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

                      Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
                      Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
                      Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
                      Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
                      και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
                      πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
                      μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

                      Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
                      Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
                      Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

                      Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
                      Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
                      ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

                      Comment


                        #12
                        ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 11 ''

                        Περιμένοντας τους Βαρβάρους

                        (1904)

                        του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη



                        Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
                        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

                        Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
                        Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

                        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
                        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
                        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

                        Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
                        και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
                        στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

                        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
                        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
                        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
                        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
                        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

                        Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
                        σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
                        γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
                        και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
                        γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
                        μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

                        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
                        και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

                        Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
                        να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

                        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
                        κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.

                        Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
                        κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
                        Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
                        κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

                        Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
                        Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
                        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                        Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
                        Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

                        Comment


                          #13
                          ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 12 ''

                          ΙΩΝΙΚΟΝ

                          (1911)

                          του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη



                          Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των,
                          γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των,
                          διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
                          Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
                          σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
                          Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
                          την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των·
                          και κάποτ' αιθέρια εφηβική μορφή,
                          αόριστη, με διάβα γρήγορο,
                          επάνω από τους λόφους σου περνά.

                          Comment


                            #14
                            ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 13 ''

                            ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ

                            (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

                            του Κάλβου Α.



                            Ασ μη βρέξη ποτέ

                            το σύννεφον, και ο άνεμος

                            σκληρός ας μη σκορπίση

                            το χώμα το μακάριον

                            'που σας σκεπάζει.



                            Ας το δροσίση πάντοτε

                            με τ' αργυρά της δάκρυα

                            η ροδόπεπλος κόρη

                            και αυτού ας ξεφυτρώνουν

                            αιώνια τ' άνθη



                            "Ω γνήσια της Ελλάδος

                            ΄τέκνα· ψυχαί 'που επέσατε

                            εις τον αγώνα ανδρείως,

                            τάγμα εκλεκτών Ηρώων,

                            καύχημα νέον.



                            Σας άρπαξεν η τύχη

                            την νικητήριον δάφνην,

                            και από μυρτιάν σας έπλεξε

                            και πένθιμον κυπάρισσον

                            στέφανον άλλον.



                            Αλλ' αν τις απεθάνη

                            δια την πατρίδα, η μύρτος

                            είναι φύλλον ατίμητον,

                            και καλά τα κλαδιά

                            της κυπαρίσσου.

                            Comment


                              #15
                              ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΗΡΩΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ '' 14 ''

                              ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΙΘ'

                              του Κάλβου Α.



                              Ω Ελλάς ! - ω πατρίς μου !

                              ελπίδων γλυκυτάτων

                              μήτηρ ! σε βλέπω ακόμα

                              ζώσαν και μαχόμενην,

                              και αναλαμβάνω.

                              Comment

                              Working...
                              X