Κοινωνία
Οι Αθηναίοι της Κλασικής περιόδου αντιλαμβάνονταν την πόλιν κυρίως ως το σύνολο των πολιτών της και όχι ως γεωγραφική έκταση, η οποία χαρακτηριζόταν κατά κανόνα με τους όρους άστυ, όταν αναφέρονταν στην Aθήνα, και χώρα, όταν αναφέρονταν στο υπόλοιπο της Aττικής.
Ο πληθυσμός της Αττικής ανερχόταν, κατά την περίοδο της δημογραφικής ακμής της, σε 300.000-350.000 κατοίκους. Στην Αθήνα, η διάκριση των κατοίκων γινόταν με βάση τη δυνατότητα άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Αθηναίοι πολίτες ήταν, σύμφωνα με το νόμο του Περικλή του 451 π.Χ., οι ενήλικοι άρρενες, των οποίων και οι δύο γονείς κατάγονταν από τους δήμους της Aθήνας, και αριθμούσαν με βάση τους υψηλότερους υπολογισμούς μόνον 50.000. Oι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι, που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Μία δεύτερη διάκριση στηριζόταν στην καταγωγή: αστοί ονομάζονταν οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά αθηναϊκής καταγωγής.
Χαρακτηριστικό της κλασικής Αθήνας είναι το γεγονός ότι η ισότητα των πολιτών περιοριζόταν στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Στην καθημερινή ζωή είχαν διατηρηθεί οι διαφοροποιήσεις οικονομικής υφής, οι οποίες συνδυάζονταν, όχι σπάνια, και με την καταγωγή. Aνάλογος με τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε οικογενείας ήταν και ο τρόπος διαβίωσής της στον οίκο, στη βασική μονάδα της πόλης. Oι οίκοι ενός αριστοκράτη, ενός ευπόρου κι ενός από τον όχλο δε διέφεραν μόνο στο μέγεθος του σπιτιού, αλλά και στους ρόλους των μελών τους.
Η κοινωνική διαφοροποίηση, η οποία καθοριζόταν με βάση την απασχόληση των μελών της αθηναϊκής κοινωνίας, γίνεται έντονα αντιληπτή αν παρατηρήσει κανείς την ορολογία που χρησιμοποιούν οι αρχαίοι συγγραφείς, που είναι κατά κανόνα μέλη της αριστοκρατικής και εύπορης κατηγορίας πολιτών. Όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν το λαό χρησιμοποιούν τους όρους: πένητες, χείρονες, πονηροί, φαύλοι, ενώ αντίθετα για τη δική τους κοινωνική ομάδα επιλέγουν τις λέξεις: πλούσιοι, εύποροι, ευγενείς, ισχυροί, καλοί καγαθοί.
Ο οίκος στην Κλασική περίοδο συνεχίζει να αποτελεί τη βασική μονάδα της πόλης: όντας το σύνολο των ανθρώπων, των ζώων και των κτημάτων, συνιστά για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το χώρο της παραγωγής και κατανάλωσης των προϊόντων του. Διασφαλίζει ακόμη την προστασία των μελών του και εγγυάται τη διατήρηση της οικογένειας, άρα και της πόλης, μέσα από τις βασικές διαδικασίες της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, οι θρησκευτικές τελετές, τα συμπόσια.
Bασική διαφορά, σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, έχει η σημασία του οίκου, κυρίως για τα άρρενα μέλη του και μάλιστα για τους πολίτες. Eνώ παλαιότερα ο οίκος όριζε τον πολιτικό ρόλο του αρχηγού του στην κοινότητα, στις νέες συνθήκες της δημοκρατίας έπαιζε μόνον έμμεσο ρόλο. Έτσι, ενώ όλα τα άρρενα, ενήλικα και γνήσια τέκνα της Αττικής ήταν ως πολίτες ίσοι απέναντι στο νόμο και στην πόλη, για τους ευγενείς και κυρίως για τους εύπορους κατοίκους της διατηρούνται οι δυνατότητες διαφοροποίησης, μέσα βέβαια από νέες διόδους έκφρασης: οι χορηγίες, τα συμπόσια, το ρητορεύειν, το φιλοσοφείν είναι μερικοί μόνον από τους τρόπους διαχωρισμού των "πολλών" από τους "ολίγους". Έτσι, ενώ ο οίκος χάνει τον κεντρικό ρόλο που είχε στην Αρχαϊκή περίοδο, δεν παύει -για μια κατηγορία πολιτών τουλάχιστον- να είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας, αφού είναι αυτός που εξασφαλίζει την οικονομική άνεση. Aν για τους "πολλούς" είναι η πόλη πλέον που τους δίνει ταυτότητα, για τους "ολίγους" εξακολουθεί το ρόλο αυτό να τον έχει ο οίκος.
Η οικογένεια, κατά κανόνα πυρηνική, αποτελούνταν από τον άντρα και τη γυναίκα (τους συζύγους), τα παιδιά (μέχρι τη στιγμή που θα δημιουργούσαν τη δική τους οικογένεια) και τους οικιακούς δούλους. Αυτά ήταν και τα μέλη ενός μέσου αθηναϊκού οίκου στην Κλασική περίοδο.
Στους βασικούς ρόλους της οικογένειας περιελαμβανόταν η διατήρηση του οίκου, μέσω της γέννησης γνήσιων απογόνων, η πρόνοια για τους ηλικιωμένους και η διατήρηση των ταφικών εθίμων. Αντίθετα με ό,τι επικρατεί σήμερα, ο ρόλος της οικογένειας στην Αρχαιότητα καθοριζόταν από πρακτικές αναγκαιότητες, οι οποίες προσδιόριζαν επομένως και τις σχέσεις μεταξύ των μελών.
Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ο έρωτας, ως μέσο σύναψης ενός γάμου, θεωρείται συχνότερη η επιλογή των συζύγων με βάση τα προσόντα που διέθετε ο εκάστοτε υποψήφιος. Έτσι, οι σχέσεις των συζύγων μπορεί να διαπνέονταν από αγάπη, αλλά δεν ήταν αυτή η απαραίτητη προϋπόθεση για το γάμο. Είναι συχνές οι αναφορές σε άντρες που επιζητούσαν τέτοια συναισθήματα στις εταίρες. Αντίθετα, απέναντι στις συζύγους επιδεικνυόταν σεβασμός και διάθεση προστασίας. Οι γυναίκες-σύζυγοι από την πλευρά τους δεν αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα τις εξωσυζυγικές σχέσεις των αντρών τους, δεν είχαν όμως νομικά τη δυνατότητα να κάνουν κάτι γι' αυτό.
Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας ήταν κατά κανόνα αρμονικές. Ιδιαίτερα εκείνες της μητέρας με τα παιδιά δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Ο πατέρας με την κόρη είχε καλές σχέσεις. Αντίθετα, με τον ενήλικα, κυρίως, γιο υπήρχε συχνά αντιπαλότητα, δεδομένου ότι ο πατέρας δεν είχε απόλυτες εξουσίες και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί από τους άρρενες απογόνους του. Συγχρόνως, το γεγονός ότι η εκπαίδευση και η κοινωνικοποίηση των αγοριών γίνονταν εκτός σπιτιού δημιουργούσε συχνά εντάσεις σ' αυτήν τη σχέση, γιατί ο πατέρας δύσκολα αποδεχόταν τις νεοτεριστικές ιδέες, που τους δίδασκαν κυρίως οι σοφιστές. Έτσι βλέπουμε, στην κωμωδία ιδιαίτερα, να εμφανίζεται το φαινόμενο του χάσματος των γενεών.
Μεταξύ των αδελφών επικρατούσε κατά κανόνα θετικό κλίμα. Εντάσεις παρατηρούνταν σε περιπτώσεις κληρονομικών θεμάτων και μεταξύ των γνήσιων και των υιοθετημένων αδελφών.
Οι Αθηναίοι της Κλασικής περιόδου αντιλαμβάνονταν την πόλιν κυρίως ως το σύνολο των πολιτών της και όχι ως γεωγραφική έκταση, η οποία χαρακτηριζόταν κατά κανόνα με τους όρους άστυ, όταν αναφέρονταν στην Aθήνα, και χώρα, όταν αναφέρονταν στο υπόλοιπο της Aττικής.
Ο πληθυσμός της Αττικής ανερχόταν, κατά την περίοδο της δημογραφικής ακμής της, σε 300.000-350.000 κατοίκους. Στην Αθήνα, η διάκριση των κατοίκων γινόταν με βάση τη δυνατότητα άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Αθηναίοι πολίτες ήταν, σύμφωνα με το νόμο του Περικλή του 451 π.Χ., οι ενήλικοι άρρενες, των οποίων και οι δύο γονείς κατάγονταν από τους δήμους της Aθήνας, και αριθμούσαν με βάση τους υψηλότερους υπολογισμούς μόνον 50.000. Oι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι, που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Μία δεύτερη διάκριση στηριζόταν στην καταγωγή: αστοί ονομάζονταν οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά αθηναϊκής καταγωγής.

Η κοινωνική διαφοροποίηση, η οποία καθοριζόταν με βάση την απασχόληση των μελών της αθηναϊκής κοινωνίας, γίνεται έντονα αντιληπτή αν παρατηρήσει κανείς την ορολογία που χρησιμοποιούν οι αρχαίοι συγγραφείς, που είναι κατά κανόνα μέλη της αριστοκρατικής και εύπορης κατηγορίας πολιτών. Όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν το λαό χρησιμοποιούν τους όρους: πένητες, χείρονες, πονηροί, φαύλοι, ενώ αντίθετα για τη δική τους κοινωνική ομάδα επιλέγουν τις λέξεις: πλούσιοι, εύποροι, ευγενείς, ισχυροί, καλοί καγαθοί.
Ο οίκος στην Κλασική περίοδο συνεχίζει να αποτελεί τη βασική μονάδα της πόλης: όντας το σύνολο των ανθρώπων, των ζώων και των κτημάτων, συνιστά για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το χώρο της παραγωγής και κατανάλωσης των προϊόντων του. Διασφαλίζει ακόμη την προστασία των μελών του και εγγυάται τη διατήρηση της οικογένειας, άρα και της πόλης, μέσα από τις βασικές διαδικασίες της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, οι θρησκευτικές τελετές, τα συμπόσια.

Η οικογένεια, κατά κανόνα πυρηνική, αποτελούνταν από τον άντρα και τη γυναίκα (τους συζύγους), τα παιδιά (μέχρι τη στιγμή που θα δημιουργούσαν τη δική τους οικογένεια) και τους οικιακούς δούλους. Αυτά ήταν και τα μέλη ενός μέσου αθηναϊκού οίκου στην Κλασική περίοδο.
Στους βασικούς ρόλους της οικογένειας περιελαμβανόταν η διατήρηση του οίκου, μέσω της γέννησης γνήσιων απογόνων, η πρόνοια για τους ηλικιωμένους και η διατήρηση των ταφικών εθίμων. Αντίθετα με ό,τι επικρατεί σήμερα, ο ρόλος της οικογένειας στην Αρχαιότητα καθοριζόταν από πρακτικές αναγκαιότητες, οι οποίες προσδιόριζαν επομένως και τις σχέσεις μεταξύ των μελών.
Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ο έρωτας, ως μέσο σύναψης ενός γάμου, θεωρείται συχνότερη η επιλογή των συζύγων με βάση τα προσόντα που διέθετε ο εκάστοτε υποψήφιος. Έτσι, οι σχέσεις των συζύγων μπορεί να διαπνέονταν από αγάπη, αλλά δεν ήταν αυτή η απαραίτητη προϋπόθεση για το γάμο. Είναι συχνές οι αναφορές σε άντρες που επιζητούσαν τέτοια συναισθήματα στις εταίρες. Αντίθετα, απέναντι στις συζύγους επιδεικνυόταν σεβασμός και διάθεση προστασίας. Οι γυναίκες-σύζυγοι από την πλευρά τους δεν αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα τις εξωσυζυγικές σχέσεις των αντρών τους, δεν είχαν όμως νομικά τη δυνατότητα να κάνουν κάτι γι' αυτό.
Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας ήταν κατά κανόνα αρμονικές. Ιδιαίτερα εκείνες της μητέρας με τα παιδιά δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Ο πατέρας με την κόρη είχε καλές σχέσεις. Αντίθετα, με τον ενήλικα, κυρίως, γιο υπήρχε συχνά αντιπαλότητα, δεδομένου ότι ο πατέρας δεν είχε απόλυτες εξουσίες και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί από τους άρρενες απογόνους του. Συγχρόνως, το γεγονός ότι η εκπαίδευση και η κοινωνικοποίηση των αγοριών γίνονταν εκτός σπιτιού δημιουργούσε συχνά εντάσεις σ' αυτήν τη σχέση, γιατί ο πατέρας δύσκολα αποδεχόταν τις νεοτεριστικές ιδέες, που τους δίδασκαν κυρίως οι σοφιστές. Έτσι βλέπουμε, στην κωμωδία ιδιαίτερα, να εμφανίζεται το φαινόμενο του χάσματος των γενεών.
Μεταξύ των αδελφών επικρατούσε κατά κανόνα θετικό κλίμα. Εντάσεις παρατηρούνταν σε περιπτώσεις κληρονομικών θεμάτων και μεταξύ των γνήσιων και των υιοθετημένων αδελφών.
Comment